Χειρότερο και από το κάνεις κάτι λάθος είναι να μη μαθαίνεις από το προηγούμενο λάθος σου. Η κυβέρνηση συνεχίζει μια επικίνδυνη όσο και αναποτελεσματική τακτική βασιζόμενη σε ένα αφήγημα που ήδη έχει καταρρακωθεί και σε προσδοκίες που παραμένουν μη ρεαλιστικές.

Αν κάτι έπρεπε να κερδηθεί από την προηγούμενη, ιδιαίτερα οδυνηρή –και σε χρόνο και σε χρήμα και σε εντυπώσεις –φάση των διαπραγματεύσεων, αυτό συνδέεται με τα περιθώρια κινήσεων των δύο πλευρών. Οι καθυστερήσεις και οι παλινωδίες της ελληνικής κυβέρνησης ενόψει της εκταμίευσης μιας δόσης που χρόνιζε, κατέληξαν σε υποχωρήσεις σε όλα τα μέτωπα και σε θέσεις πολύ χειρότερες από εκείνες που είχαν συμφωνηθεί πριν από το τρίτο Μνημόνιο. Οι ίδιες καθυστερήσεις και παλινωδίες οδήγησαν την πλευρά των δανειστών στην προβολή έως τότε μη προβλεπόμενων απαιτήσεων, που αλλάζουν την ίδια τη φύση της σχέσης –κόφτης –ή ενέταξαν στα προαπαιτούμενα εμπροσθοβαρείς και πιεστικές υποχρεώσεις –Ασφαλιστικό, εργασιακά, ενεργειακά. Η κυβέρνηση και η χώρα μπορεί να κέρδισαν ένα διάστημα χωρίς τυπικό πρόβλημα ρευστότητας, είναι όμως σαφές ότι η «ανάπτυξη» κάθε άλλο παρά έχει έρθει, τα δομικά προβλήματα συνεχώς μεγεθύνονται και η εμπιστοσύνη ολοένα υποχωρεί.

Μπροστά σε μια τέτοια εικόνα, θα ανέμενε κανείς η κυβέρνηση να αλλάξει μέθοδο ώστε να μην αντιμετωπίσει τις ίδιες δυσκολίες και την ίδια καχυποψία στην επόμενη, και διόλου μακρινή, φάση των διαπραγματεύσεων. Αντ’ αυτού, αμέσως μετά την εκταμίευση, τέθηκε πάλι σε εφαρμογή μια παραλλαγή της «αριστερής» στο εσωτερικό και ακατανόητης στο εξωτερικό στάσης, που προωθεί το κομματικό και όχι το εθνικό συμφέρον. Η κυβέρνηση προσπαθεί ήδη να αλλάξει στόχους (σχετικά με το πρωτογενές πλεόνασμα και τους όρους διορισμού των νέων διοικήσεων των τραπεζών) ή να καθυστερήσει άλλους που έχουν συμφωνηθεί (κυρίως στις ιδιωτικοποιήσεις αλλά και σε Ασφαλιστικό, Ενεργειακό). Θέτει ως προτεραιότητα θεσμικά ζητήματα (εκλογικός νόμος, αναθεώρηση) που κάθε άλλο παρά δημιουργούν το αναγκαίο κλίμα σύμπνοιας. «Σπάει» κοινές ευρωπαϊκές θέσεις (σε σχέση με τη Ρωσία) την ίδια στιγμή που υποτίθεται ότι οικοδομεί σχέση εμπιστοσύνης με την Ενωση. Χρησιμοποιεί το Brexit ως απειλή («δεν σας παίρνει για άλλα μέτωπα») και όχι ως πρόκληση ανασυγκρότησης. Ο Πρωθυπουργός την ημέρα της επετείου του Οχι που έγινε Ναι χαιρετίζει την «αντίσταση» που έγινε εν τω μεταξύ υποχώρηση, ενώ ο επικεφαλής των διαπραγματεύσεων υπουργός δημοσιοποιεί μανιφέστα ανυποταγής λίγες ημέρες αφότου έχει πρωτοστατήσει στην υπογραφή όλων των κατόπιν «παρεμβάσεων» (δηλαδή διαπραγματεύσεων) μέτρων.

Αν θεωρεί η κυβέρνηση ότι το θέρος και η Βρετανία θα μας προστατεύσουν από τη συνεχιζόμενη διπλοπροσωπία της, ας το ξανασκεφτεί πριν μας βάλει σε νέες περιπέτειες. Εκτός εάν αυτός συνεχίζει να είναι ο στόχος της.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος