Κουίζ μετά… βδελυγμίας

Το κουίζ της εβδομάδας έχει άξονα τρεις φράσεις: «Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός». Το ερώτημα: Πώς από αυτή τη φράση θεατρικού συγγραφέα από τον ελληνικό Βορρά φθάσαμε ο ελληνικός λαός να χρηματοδοτεί, μέσω του οβολού του, και βραβείο 14.674 ευρώ και τη μετάφραση και έργο τού εν λόγω βδελυσσομένου σε δημόσια θεατρική σκηνή; Ο ευρών (την απάντηση) μπορεί να βδελύσσεται ανενόχλητος.

«Η δύναμη που δίνει τη ζωή είναι το πάθος» πιστεύει η σκηνοθέτρια Φρόσω Λύτρα. «Στην εποχή μας το πάθος φαίνεται σαν να είναι κάτι που δεν επιτρέπεται. Αν είσαι παθιασμένος, λένε, θα το φας το κεφάλι σου». Εκείνη όμως επιμένει παθιασμένα και θεατρικά, με την πολυπληθή ομάδα naan. Αυτή τη φορά με τη θεατρική μεταγραφή (από 300 σελίδες σε 60, κρατώντας όλους σχεδόν τους αυθεντικούς διαλόγους του μυθιστορήματος) της «Κυρίας της νύχτας» τού –μετρ του αστυνομικού –Γιάννη Μαρή στο θερινό Gazarte Theatre, στο Γκάζι (και μάλιστα όχι τα Σαββατοκύριακα). Μέχρι πέρυσι δεν είχε διαβάσει Μαρή. Είχε στον νου μόνο το όνειρό της –επτά χρόνια τώρα –να στήσει τις «Τρωάδες» με πρόσφυγες από πέντε φυλές, που δεν υλοποιήθηκε δύο φορές ως πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών. Οταν τον διάβασε όμως «τρελάθηκε», όπως λέει, κι άρχισε να στήνει σαν θεατρικό… φιλμ νουάρ το μυθιστόρημα που είχε δημοσιευθεί το 1955 σε 80 συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Και ήρθε η ώρα να το στήσει σε ταράτσες, αυλές, σκάλες και σκάλες, με τη βοήθεια δέκα εικαστικών –όπως πάντα με την ομάδα naan, που επιλέγει και εικαστική αρωγή και ιδιαίτερους χώρους, όπως η λίμνη της Βουλιαγμένης και το Μουσείο Αυτοκινήτου μέχρι τώρα –οι οποίοι διαμόρφωσαν με έργα τους δέκα δωμάτια, που είναι και τα καμαρίνια των ηθοποιών / ηρώων. Με στήριξη από ιδιωτική πρωτοβουλία, όπως μια ζυθοποιία που τους πίστεψε και τους ενίσχυσε. Ετσι βγήκε ένα «θέαμα ισχυρό», με 40 καλλιτέχνες και λάιβ τραγούδια, από την τραγουδίστρια του έργου Ηλιάνα Γαϊτάνη. «Ενα αισθηματικό θρίλερ που δίνει μεγάλες δόσεις νοσταλγίας από μια εποχή που έχει εξαγνιστεί πλέον, ακόμη και στην αμαρτία της» όπως μου το παρουσίασε η Φρόσω Λύτρα. «Ο Μαρής κάνει πολύ ωραία ανάλυση χαρακτήρων και έχει στοιχεία και από αρχαία τραγωδία, όπως ο στόχος, η εκδίκηση, το πάθος» (που λέγαμε). Ετσι η ιστορία της μοιραίας γυναίκας που επιστρέφει στην Αθήνα του 1955 με στόχο να εκδικηθεί όσους την αδίκησαν, με όπλο τη σαγήνη της, με το κοινό να μεταφέρεται από τη μια στη δεύτερη αυλή και να ξεναγείται στα εικαστικά δωμάτια, πριν από τη θεατρική δράση, με γκρο πλαν και μακρινά «πλάνα», απέκτησε τον ερωτισμό με τον οποίο την είχε εμφορήσει ο Γιάννης Μαρής. «Σε μια εποχή αντιερωτική, απογυμνωμένη πολύ σκληρά», θυμίζοντας εκείνη την εποχή «που κάποιος μπορούσε να πεθάνει από έρωτα».

Για να είσαι καλύτερα πρέπει να είσαι –και να το παλεύεις –μαζί με κάποιον άλλον; Αυτό το «μαζί» κρύβει δύναμη και δίνει άλλη ποιότητα στον αγώνα; Το πιστεύει αυτό η σκηνοθέτρια Νατάσα Τριανταφύλλη (φωτογραφία), κοιτώντας τον κόσμο –τον κόσμο μας; –μέσα από το πρίσμα του μπεκετικού «Περιμένοντας τον Γκοντό». «Αυτή είναι η ζωηφόρος επιλογή του έργου. Το μαζί», μου λέει για τους ήρωες του Σάμιουελ Μπέκετ, που περιμένουν σε ένα άδειο τοπίο, σαν μετά από μια μεγάλη καταστροφή. «Αυτό είναι πιο σημαντικό από τη νίκη στον αγώνα για τους ήρωες. Δεν τους σταματά αν θα έρθει ή όχι ο Γκοντό. Καταφέρνουν να είναι μαζί και αυτό έχει σημασία». Η σκηνοθέτρια (υπεύθυνη για τους «Αδερφούς Καραμάζοφ» στο Τέχνης) που ετοιμάζει τον «Γκοντό» της σε έναν χώρο με επαφή με τον ουρανό (τον αττικό, εν προκειμένω) στον οποίο υπάρχουν αναφορές στο έργο, ήτοι στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη (14 Ιουλίου), πιστεύει ακόμη ότι το έργο έχει μια «κρυφή συνομιλία» με την «Αντιγόνη» της, που είχε παρουσιάσει το 2013 στον ίδιο χώρο. Και κυρίως πιστεύει ότι το ίδιο το έργο αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρχει ζωή κάπου εκεί έξω, πέρα από το άδειο τοπίο της θεατρικής δράσης των ηρώων. «Η ηλικία μου δεν μου επιτρέπει να μη σκεφτώ πως δεν υπάρχει το Μετά. Η προσμονή μιας άλλης ζωής. Ελπίζω και εύχομαι να υπάρχει μια πολύ διαφορετική ζωή μετά». Και κάτι ακόμη, που έχει γίνει κάτι σαν ανέκδοτο στις πρόβες αυτού του «Γκοντό»: όλοι οι ηθοποιοί είναι άνδρες (Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Δημήτρης Μπίτος, Αντώνης Αντωνόπουλος, Αινείας Τσαμάτης) και όλοι οι συντελεστές γυναίκες. Κάτι ακόμη θα λέει κι αυτό…

Υπάρχουν και τα βουβά κύματα. Ή ο «Σάλος» τους, κατά μία εκδοχή, που υποβόσκει όταν δεν έχουν εκφραστεί ή δεν έχουν εκτονωθεί όσα δεινά και ανεκπλήρωτα (ως προς την έκβασή τους) κρύβουμε κάτω από το χαλί. Αυτά υπονοεί και δραματοποιεί ο «Σάλος» κατά τη Σοφία Μαυραγάνη (4 και 5 Ιουλίου στην Πειραιώς 260 του Φεστιβάλ). Λύση ή απάντηση δεν δίνει το θέατρο. Μόνο βήμα για σκέψη και προβληματισμό μπορεί να γίνει. Οπως στην περίπτωση της ιστορίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μετά τον πόλεμο έως τις ημέρες μας –ως βουβό κύμα, ανέκφραστο εν τέλει –με το οποίο καταπιάνεται η σκηνοθέτις. Διόλου βουβά. Με λόγο και δη ντοκουμέντο από μια συζήτηση για το μέλλον της ΕΕ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ειρηνική μεν η περίοδος, αλλά όσα έχει φέρει έχουν αλήθεια εκφραστεί, ακόμη και εκρηκτικά; Ιδού το ερώτημα. Ιδού και η (χοροθεατρική) παράσταση.