Οι Κασσάνδρες που εσχατολογούσαν για τη μοίρα του θεάτρου στην Ελλάδα της κρίσης και τη μοίρα του Ελληνικού Φεστιβάλ (και των Επιδαυρίων) ύστερα από αποπομπές, παραιτήσεις και καθυστερήσεις διαψεύσθηκαν. Οπως και με τις «Τρωάδες» του Εθνικού πέρυσι, εν μέσω capital controls, έτσι και φέτος εν μέσω δραματικών οικονομικών ανακατατάξεων, το κοινό απάντησε δυναμικότατα στις δυσοίωνες προφητείες των κακοθελητών: Το θέατρο είναι εδώ! Και το Φεστιβάλ είναι εδώ!

Τι άλλο παρά απάντηση ήταν, άραγε, η βροντερή παρουσία κάπου 17.500 και πλέον θεατών –με χαμόγελα, γέλια και ηχηρά χειροκροτήματα διαρκώς –στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, Παρασκευή και Σάββατο, για τον «Πλούτο» του παππού Αριστοφάνη και για τρεις διακεκριμένους ηθοποιούς (με την έννοια του ήθους και του ποιείν), τους Γιώργο Κιμούλη, Γιάννη Μπέζο και Πέτρο Φιλιππίδη, στην πιο πολιτική κωμωδία που έγινε ακόμη πιο πολιτική, ακόμη πιο απτή, ακόμη πιο κατανοητή χάρη στη σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία του πρώτου, πάνω στη μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη; Η προσθήκη μιας –διδακτικής κατά τα αρχαία πρότυπα –Παράβασης με έναν συγκινητικό Κιμούλη έδωσε το στίγμα: πλούτος δεν είναι το χρήμα αλλά το μαζί. Να πορευόμαστε μαζί στα δύσκολα. Και το ύστατο χορικό (σε απρόσμενη μουσική Γιώργου Ανδρέου, εύστοχους στίχους του Ισαάκ Σούση και μουσική διδασκαλία από τον Παναγιώτη Τσεβά) μπορεί να μην έφερε την –τηρουμένων των αναλογιών –«κάθαρση», αλλά έδωσε μια διέξοδο. Εδειξε έναν δρόμο: μένουμε και επιμένουμε. Και υπομένουμε, αν θέλετε. Στα δύσκολα. Και ελπίζουμε. Πάντα. Προτού ακουστούν το «Χάρτινο το φεγγαράκι» του Μάνου Χατζιδάκι και οι στίχοι του ποιητή της ήττας Μανόλη Αναγνωστάκη «Σ’ ενοχλούσε κι εσένα το κατεστημένο, / δεν είδες γύρω σου χιλιάδες τα ναυάγια / δεν το χαμπάρισες πως το παιχνίδι ήταν στημένο» και πέσει (κυριολεκτικά) η αυλαία.

Το συλλογικό «μένουμε» ήταν που έπλασε και την –καθυστερημένη και τις δύο βραδιές λόγω τεράστιας προσέλευσης, στις 21.20 και στις 21.30 αντίστοιχα –έναρξη. Σε ένα άδειο πατάρι με ένα δέντρο σε μια γωνιά (σκηνικά: Γιώργος Πάτσας), σαν το τοπίο του «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ, μετά την καταστροφή ή κάπου κοντά σε αυτήν –με τον Γιώργο Κιμούλη στο πιάνο της σκηνής, το οποίο ανέλαβαν αργότερα να ηχήσουν και μέλη του θιάσου, αλλά και ο Γιάννης Μπέζος –ο Χορός, μοιρασμένος στις κερκίδες απαίτησε από τους πέντε ηθοποιούς (να προσθέσουμε τους Τάσο Γιαννόπουλο, Αλμπέρτο Φάις), καθισμένους πάνω σε βαλίτσες, να παίξουν κάτι. Ο,τι ξέρουν και μπορούν. «Τι κάνουμε εδώ;». «Περιμένουμε». Κι εκείνοι ανέλαβαν να παίξουν τον «Πλούτο» περνώντας από το μπεκετικό τοπίο στην ύστατη σωζώμενη κωμωδία του απογοητευμένου και οργισμένου για τις λαμογιές της αθηναϊκής δημοκρατίας Αριστοφάνη, με τον Χρεμύλο – Γιάννη Μπέζο (εκ του χρέος και αιμύλος, ήτοι εκείνου που εξαπατά τους δανειστές του, επειδή όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης δεν έχει να τους πληρώσει) να κυνηγάει τον τυφλωμένο από τον Δία ρακένδυτο θεό Πλούτο, ακολουθώντας έναν χρησμό.

ΚΑΙ Η ΛΑΓΚΑΡΝΤ. Σε αυτή την περιπέτεια ο Κιμούλης εμφόρησε την υπερδίωρη παράσταση (την οποία παρακολούθησε προσηλωμένο το κοινό) με στοιχεία Ιονέσκο, Πιραντέλο, Μπρεχτ, ακόμη και γκαγκ κατά τα πρότυπα του βωβού κινηματογράφου με ανάλογη μουσική υπόκρουση, επιθεωρησιακά στοιχεία (η Πενία του Κιμούλη ως La Garde –Κριστίν Λαγκάρντ –Du Tresor, θησαυροφύλακας) και θεατρικές νύξεις, σαν να απίθωσε το βάρος της παγκόσμιας δραματουργίας και των –χρήσιμων –θεατρικών υπαινιγμών σε ένα κείμενο που καταλήγει (όσο κι αν δεν το έχουν φωτίσει αρκετοί σκηνοθέτες) σε ένα σοσιαλιστικό, ουμανιστικό εν τέλει, ιδεολόγημα: ο θεός Πλούτος, έχοντας βρει το φως του, καταλήγει στον οπισθόδομο του ναού, όπου και το θησαυροφυλάκιο της πόλης. Υπονοώντας (ή επιτάσσοντας, αν θέλετε, με θεατρικά μέσα) ότι κερδισμένοι είναι όλοι όταν είναι πλούσιο το κράτος και όχι οι πολίτες. Πλούτος είναι το μαζί. Οχι το χώρια, προς δόξαν της τσέπης και του εαυτούλη.

Ο αριθμός των λέξεων δεν επιτρέπει πολλά πολλά. Δεν μπορεί όμως να μη φωτίσει εικόνες που είχαμε καιρό να δούμε στην Επίδαυρο. Με ουρές αυτοκινήτων (σημειωτόν) από νωρίς στο Λυγουριό. Με κομβόι αυτοκινήτων από τα Ισθμια ακόμη στις 18.00 του Σαββάτου, για την παράσταση. Με την εξάντληση του χώρου πάρκινγκ τόσο που κάποιοι αναγκάστηκαν να παρκάρουν έως το Αβατον, δυόμισι χιλιόμετρα μακριά. Με καθυστερημένους που χρειάστηκε να μετακινηθούν εν μέσω παράστασης (συν το σχισμένο πουκάμισο ενός θεατή). Με αποχώρηση που κράτησε σχεδόν δύο ώρες. Και δεν μπορεί να αποσιωπηθεί το θερμότατο χειροκρότημα για τρεις Ηθοποιούς ολκής, σε μεγάλες στιγμές κατά κοινή ομολογία, που –παρά τις όποιες ιδιοτροπίες –τιμούν το ελληνικό θέατρο. Και ένα έργο που έχει 2.400 χρόνια μετά πολλά και σημαντικά να πει.

INFO

Ο «Πλούτος» κατά Γιώργο Κιμούλη θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα μέχρι τον Σεπτέμβριο. Στις 15 και 16/7 παρουσιάζεται στο Κηποθέατρο Παπάγου