«Οι μικρές μύγες πιάνονται.

Οι μεγάλες σκίζουν το δίχτυ και βγαίνουν»

Honoré de Balzac

Κύριε Μαρινόπουλε, ειλικρινά δεν κατανοώ το γεγονός ότι νοιάζονται όλοι τους 12.000 εργαζομένους και όχι εσάς που, όσο να πεις, ένα δράμα θα το ζείτε εκεί στα ξένα. Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια –εκεί στο Μαϊάμι το ‘χετε σεις το ρητό; Ή έστω στο Κατάρ όπου εναποτίθενται τρυφερά κολοσσιαίες περιουσίες;

Για τη δική σας περιουσία –εικάζω –δεν έχετε «ενοχληθεί» ακόμα από τις αρμόδιες Αρχές; Δεν έχετε λογοδοτήσει ακόμα σε ελεγκτές και εφοριακούς; Δεν έχετε παραθέσει ακόμα τα οικονομικά σας πεπραγμένα να δούμε αν έχετε τίποτα εξωχώριες, εξωλέμβιες, εξωντέρτιακαικαημοί; Στο σπίτι στο Μαϊάμι όλα καλά, θερμούς αγωνιστικούς χαιρετισμούς να δώσετε.

Απ’ ό,τι διαβάζουμε, η σύζυγος είναι διακοσμήτρια σκαφών (όχι η «σκάφη», το «σκάφος»). Εξού και θεωρώ λανθασμένη την κίνησή σας να πετάξετε τόσους νοματαίους στον δρόμο. Αν –τώρα οι άνεργοι υπάλληλοι, ταμίες, φορτοεκφορτωτές, φορτηγατζήδες –πουλήσουν τα κότερά τους; Αν η καθαρίστρια με το σφουγγαρόπανο δώσει σκάφη και σκάφος κοψοχρονιά; Αν ο κυρ Μπάμπης στα ψαρικά ξεφορτωθεί τα γιοτ του; Τι θα διακοσμεί τότε μια τεθλιμμένη ντεκορατρίς; Αν μείνουν 12.000 χωρίς κότερο, μη μου πεινάσετε εσείς και η κυρία σας, εγώ για το καλό σας.

Εμένα που λέτε, κύριε Μαρινόπουλε, η γιαγιά μου πήγαινε στο Κολέγιο μαζί με τη γιαγιά σας. Κι εγώ στο Αρσάκειο ήμουνα συμμαθήτρια με μια από τις κόρες της οικογένειας. Κάπου εδώ τελειώνει μια μεγάλη ιστορία αγάπης που δεν άρχισε ποτέ.

Και συγχωρέστε μου την ένταση –όσο να πεις, δεν είναι της τάξεώς μας –αλλά όσο κάποιος μελετάει το έργο και την πολιτεία σας τόσο του γυρίζει το μάτι. Γιατί εδώ οι συνολικές οφειλές σας αντιστοιχούν στο 1% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (1,3 δισεκατομμύρια ευρώ). Χρωστάτε σε ό,τι κινείται κι ό,τι δεν κινείται. Σε ανθρώπους, ζώα, φυτά, χλωρίδες, πανίδες, στο Σύμπαν. Μόνο έναν ξάδελφό μου στην Αργεντινή δεν έχετε «φεσώσει» –επιτρέψτε μου une expression déclassé.

Κύριε Μαρινόπουλε, αυτή την υγιή επιχειρηματικότητα να την κοιτάξετε μη σας βγάλει κάναν πολύποδα. Και τι δεν ανοίξατε αγαπημένε, τόσες δεκαετίες. Starbucks ανοίξατε. Beauty Shop ανοίξατε. Sephora, Marks and Spencer, Grand Optical, της Παναγιάς τα μάτια ανοίξατε. Και μετά τους γυρίσατε την ηλιοκαμένη σας πλατούλα, τα κλείσατε και βρέθηκαν οι φουκαράδες οι μικρέμποροι με το franchise στο χέρι. Οποια αλυσίδα του εξωτερικού βρίσκατε μπροστά σας πρώτα τη φέρνατε και μετά την ξωπετάγατε.

Φάγατε, φάγατε, φάγατε. Φάγατε από παντού. Φάγατε απ’ τα τσιμέντα, τα υδραυλικά, τα πόμολα, τους σωλήνες, τα κεραμίδια, τα κουφώματα, τα πατώματα, φάγατε απ’ τους προμηθευτές, τους εμποράκους, τα μαγαζάκια, τους εργαζομένους με τα «ελαστικά ωράρια» και τα μεροκάματα του τρόμου, φάγατε, φάγατε, φάγατε. Και δεν σας σταμάτησε κανείς τόσες δεκαετίες. Δεν σας είπε καμιά κυβέρνηση «όπα λεβέντη, πάρ’ το αλλιώς γιατί βρίσκεις». Τίποτα. Μούγκα. Κιχ.

Ξέρετε, κύριε Μαρινόπουλε, ως πελάτισσα, έκανα κάθε Πέμπτη τα ψώνια της εβδομάδας στο Καρφούρ της Κηφισίας. Συνήθως πήγαινα να μου τα «χτυπήσει» η ίδια ταμίας. Ενα υπέροχο γλυκό κορίτσι που ξεροστάλιαζε από το πρωί μέχρι το βράδυ για ένα μισθό-πουρμπουάρ. Δεν λέω το όνομά της, μην τη στοχοποιήσουμε κι από πάνω.

Τη σκέφτομαι έντονα αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω πού είναι, δεν ξέρω τι απέγινε, δεν ξέρω τι θ’ απογίνει. Ελπίζω, τουλάχιστον, να μην πουλήσει τον στόλο των ιστιοφόρων της. Οχι τίποτα άλλο, μη σας μείνει και η ντεκορατρίς στους πέντε δρόμους.

«Οι μικρές μύγες πιάνονται. Οι μεγάλες σκίζουν το δίχτυ και βγαίνουν».

Κύριε Μαρινόπουλε, φιλάκια στο πανέμορφο Μαϊάμι.

ΥΓ: Εξελίξεις επίτου πιεστηρίου: μαθαίνουμε πως,από χθες, γίνονται κάποιες προσπάθειες έτσι ώστε εργοδοσία και εργαζόμενοι να βρουν κάποιο modus vivendi. Οψόμεθα.