Εχω από παλιά δώσει δείγματα της ενδοτικότητάς μου στον πειρασμό να βλέπω τα μεγάλα ποδοσφαιρικά τουρνουά εθνικών ομάδων στο φως μιας ευρύτερης πραγματικότητας. Δεν θα αντισταθώ ούτε τώρα.

Μου φαίνεται, λοιπόν, ότι το φετινό Euro, προπαντός τα δύο πρόσφατα παιχνίδια, ανάμεσα στην Ιταλία και την Ισπανία και ανάμεσα στην Αγγλία και την Ισλανδία, υποβάλλουν συγκρίσεις με αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη, με αποκορύφωμα την έκβαση του βρετανικού δημοψηφίσματος.

Τι είδαμε σε αυτούς τους αγώνες;

Πρώτον, μια ήττα του σιδερωμένου ορθολογισμού. Ολα τα προκάτ ορθολογικά επιχειρήματα υπέρ της Ισπανίας και της Αγγλίας, υπέρ δηλαδή του ποδοσφαιρικού στάτους κβο, διαψεύστηκαν παταγωδώς από ομάδες με λιγότερο ατομικό ταλέντο, μικρότερη περιωπή και (στην περίπτωση της Ισλανδίας) απείρως χαμηλότερη θέση στην παγκόσμια κατάταξη. Κανένας μάλιστα δεν μπορεί να μιλήσει για εύνοια της τύχης: Ιταλοί και Ισλανδοί δεν «έκλεψαν» τη νίκη, επικράτησαν γιατί έπαιξαν καλύτερα από τους αντιπάλους τους. Το πάθος ή, αν θέλετε, το θυμικό νίκησε την έπαρση και την έλλειψη σχεδιαστικής ευελιξίας που φέρνει η υπερβολική εμπιστοσύνη στη δύναμη της αδράνειας.

Δεύτερον, είδαμε μια πανωλεθρία της λογικής των χρηματαγορών. Ολόκληρη η ενδεκάδα της Ισλανδίας δεν φτάνει την αξία ενός Ρούνι ή ενός Κέιν στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο και κανένας παίκτης αυτής της Ιταλίας δεν αποτιμάται έστω στο ένα τρίτο της χρηματιστηριακής αξίας του Ινιέστα. Η κυρίαρχη κουλτούρα έχει φτάσει να ορίζει την ταυτότητα ενός ποδοσφαιριστή με βάση το ύψος του συμβολαίου του ή το ποσό στο οποίο κοστολογείται η μετεγγραφή του: αυτά τα στοιχεία αναφέρουν πρώτα, και όχι σπάνια αποκλειστικά, οι σπίκερ και οι αθλητικογράφοι όταν σκιαγραφούν το προφίλ του. Αυτή η αναγωγή ανθρώπινων οντοτήτων σε χρηματιστηριακά μεγέθη δέχτηκε ένα εκκωφαντικό ράπισμα κυρίως από τους Ισλανδούς.

Τρίτον, το πάθος (το θυμικό) δεν ήταν τυφλό αλλά οργανωμένο και δημιουργικό. Εμπνεόταν από τη φιλοδοξία της υπέρβασης, της νίκης κόντρα στα προγνωστικά, και όχι από μια αμυντική στάση που θα υπαγορευόταν από τον φόβο απέναντι σε έναν «μπαμπούλα» και θα οδηγούσε στην περιχαράκωση για να περιοριστούν οι ζημιές. Στο φετινό Euro, που διεξάγεται στο απόγειο της ευρωπαϊκής κρίσης και βλέπουμε ότι οι αναμετρήσεις του έχουν μεγαλύτερη εθνική – πολιτική φόρτιση από ό,τι παλιότερα, το άφοβο, ακομπλεξάριστο και δημιουργικό πάθος των παικτών της Ισλανδίας και της Ιταλίας δεν είναι ηθικό δίδαγμα, είναι πολιτική υπόμνηση.

Στο πολιτικό και πολιτισμικό δράμα που ζει η Ευρώπη, το πάθος και το όραμα, η έμπνευση και το πρόγραμμα έχουν πάρει διαζύγιο από πολλού. Οι ευρωφοβικοί εθνικιστές έχουν πάθος, αλλά όχι όραμα (εκτός αν είναι όραμα η επιστροφή στο παρελθόν). Οι ευρωπαϊστές έχουν όραμα, αλλά όχι πάθος, και καταστρώνουν ή υπερασπίζονται σχέδια που δεν μπορούν να εμπνεύσουν κανέναν. Για τους πρώτους δεν έχω να πω τίποτα. Σε ό,τι αφορά τους δεύτερους, με απελπίζει η εμμονή τους στην ιδέα ότι η απεύθυνση στο θυμικό είναι λαϊκισμός και, ως τέτοιος, κάτι εξ ορισμού αποτρόπαιο. Αναρωτιέμαι πώς βλέπουν το κατεξοχήν λαϊκιστικό κείμενο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, τον «Επιτάφιο» του Περικλή.

Ποιος ξέρει όμως. Ισως ο δόλος της Ιστορίας τρέψει τα πράγματα προς το καλύτερο. Εχει συμβεί συχνά στο παρελθόν. Ο Λούθηρος, λόγου χάρη, ήταν ένας θρησκόληπτος, φωτοσβέστης φονταμενταλιστής, αλλά το κήρυγμά του για προσωπική μελέτη της Αγίας Γραφής προώθησε την εγγραμματοσύνη και την ατομικότητα, που μακροπρόθεσμα οδήγησαν, εντελώς αντίθετα βέβαια με τις προθέσεις του, στην αμφισβήτηση των αυθεντιών και της ίδιας της εξ αποκαλύψεως σοφίας. Και, για να φέρω ένα παράδειγμα από τα καθ’ ημάς, υπάρχει τάχα αμφιβολία ότι χωρίς τη βάρβαρη χούντα θα είχαμε ακόμη τους Γκλίξμπουργκ πάνω στο κεφάλι μας; Μήπως οι απερίσκεπτοι και παραπληροφορημένοι Βρετανοί κάνουν τελικά καλό στην ευρωπαϊκή ιδέα;