Εντάξει, καταλάβαμε. Αν οι φλεγματικοί Βρετανοί ψήφισαν τελικά εις βάρος της τσέπης τους, τότε «όλα παίζουν». «Anything goes» σύμφωνα με το τραγουδάκι από το μιούζικαλ του Κόουλ Πόρτερ τη δεκαετία του ’30 –μια άλλη τρελή εποχή. Ασφαλώς, το βροχερό αποτέλεσμα της 23ης Ιουνίου 2016 έχει πλέον υπεραναλυθεί. Και ως συνήθως, η αλήθεια είναι απλή. Οι συνταξιούχοι, οι επαρχιώτες και οι μικρομεσαίοι ψήφισαν κατά της παγκοσμιοποίησης, η οποία για τις ανάγκες του δημοψηφίσματος βαφτίστηκε Ευρώπη.

Είναι η παγκοσμιοποίηση που κάνει τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους, επιτρέποντας την ελεύθερη κίνηση προσώπων και εμπορευμάτων, επιχειρήσεων και κεφαλαίων. Είναι η παγκοσμιοποίηση που κάνει την προσηλωμένη στον κρατισμό Γαλλία λιγότερο ανταγωνιστική, φτωχοποιώντας σταδιακά τους μικροαστούς και την εργατική τάξη και στέλνοντάς τους στη Μαρίν Λεπέν που θέλει, καιρό τώρα, Frexit. Είναι επίσης η παγκοσμιοποίηση που σπρώχνει τη μετανάστευση –εσωτερική και κυριλέ εντός ΕΕ ή σε καρυδότσουφλα που θαλασσοπνίγονται στη Μεσόγειο.

Μια διαδικασία που ξεκίνησε το 1990 –μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου –έφθασε στα όριά της. Αποτελεί ειρωνεία ότι η Βρετανία αποδεικνύεται πρόδρομος δείκτης. Ηταν η πρώτη χώρα που μπήκε σε νεοφιλελεύθερη τροχιά τα χρόνια του ’80, με ιδιωτικοποιήσεις και απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Είναι επίσης η πρώτη χώρα που κάνει αναστροφή, επιλέγοντας να ορθώσει τείχη. Διότι αυτό είναι το Brexit –η έξοδος από την κοινή αγορά της Ευρώπης και η βουτιά στον προστατευτισμό. Αποτελεί επίσης ειρωνεία ότι η αρθρογραφία των «Financial Times» για την προϊούσα αδυναμία των ελίτ επιβεβαιώθηκε στη χώρα τους. Διότι δεν υπάρχει πιο ελίτ πολιτικός από τον Ντέιβιντ Κάμερον που πίστευε ότι είχε στο τσεπάκι του το δημοψήφισμα και κατέληξε να δώσει μια πρότυπη παράταση πολιτικής στωικότητας –κομπλέ με σφιχτό χαμόγελο –την περασμένη Τρίτη το βράδυ στις Βρυξέλλες.

Ολα παίζουν λοιπόν. Και είναι τώρα που οι περισσότεροι ξύπνησαν και κατάλαβαν τον κίνδυνο του δημοψηφίσματος. Πράγματι η τάση για άμεση δημοκρατία δημιουργεί ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Και κυρίως ρηγματώδεις αντιφάσεις. Τα 4/5 των βρετανών βουλευτών, εκλεγμένων από τον κόσμο σε μονοεδρικές περιφέρειες, ήταν υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Ο κόσμος, όσοι πήγαν στις κάλπες, ψήφισε οριακά όχι. Ποιος όμως, σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχει το πάνω χέρι; Η Βουλή ή οι εκλογείς του δημοψηφίσματος; Ιδιο πρόβλημα με τον Τζέρεμι Κόρμπιν. Εχει κι αυτός απέναντι τα 4/5 της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Εργατικών που εκφράζουν εννέα εκατομμύρια ψηφοφόρους. Επικαλείται όμως την εκλογή του από τους περίπου 500.000 που προσήλθαν πέρυσι στην εσωκομματική κάλπη που άνοιξε σε όσους –κυρίως νέους αριστερούς ακτιβιστές –γράφτηκαν στο κόμμα μέσω Διαδικτύου προς τρεις στερλίνες.

Καθότι ο χαρακτήρας του πολιτεύματος στη Βρετανία δεν έχει αλλάξει –παραμένει κοινοβουλευτική δημοκρατία –το πιθανότερο είναι ότι δεν τα έχουμε δει όλα. Το υπαινίχθηκε και ο Τόνι Μπλερ. Το πιθανότερο είναι ότι θα χρειαστούν –σε σχετικά σύντομο διάστημα –και νέες βουλευτικές εκλογές. Μόνο αυτές θα επικυρώσουν το Οχι ή θα το ανατρέψουν, ανάλογα με το πώς θα κατέβουν τα κόμματα και ποιο θα κερδίσει. Ο,τι έγινε δηλαδή στην Ελλάδα στις 20 Σεπτεμβρίου 2015.

Από την άποψη αυτή, μπαίνουμε σε μια φάση που πρέπει να έχουμε το μάτι μας στις εκλογές. Εκεί θα φανεί ποιος έχει τον έλεγχο. Τραμπ ή Χίλαρι τον Νοέμβριο στις ΗΠΑ; Ποιος θα κερδίσει τις γαλλικές προεδρικές εκλογές την άνοιξη του 2017; Και τι θα γίνει στις γερμανικές κάλπες τον Σεπτέμβριο του 2017; Χωρίς να ξεχνάμε –το είπαμε ήδη –τη Βρετανία. Και στην Ελλάδα; Εκλογές θα δούμε; Οι κυβερνώντες θα κάνουν ό,τι μπορούν για να τις αποφύγουν –αντασφαλιζόμενοι με την απλή αναλογική. Η ανάλυσή τους είναι σωστή. Ο κίνδυνος –για αυτούς –είναι οι κάλπες.