Για ένα πράγμα δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Θοδωρή Δρίτσα: ότι είναι ασυνεπής. Υπήρξε πάντα συνεπής στην ασυνέπειά του. Δεν έκρυψε ποτέ ότι μένει υπουργός με κύριο σκοπό να υποσκάψει την πολιτική που εντέλλεται να εφαρμόσει.

Το ερώτημα δεν είναι γιατί ο Δρίτσας παραμένει. Το ερώτημα είναι γιατί ο Τσίπρας δεν φροντίζει να θεραπεύσει αυτή τη μόνιμη εστία αντιφάσεων, αντικαθιστώντας τον υπουργό του. Δύο είναι οι πιο δημοφιλείς απαντήσεις. Πρώτον, ότι ο Πρωθυπουργός έχει ανάγκη τον Δρίτσα για να μη διαρρήξει τις σχέσεις του με την εσωκομματική του αντιπολίτευση –την ομάδα των 53, της οποίας ο υπουργός Ναυτιλίας είναι περίοπτο στέλεχος. Και, δεύτερον και παραπληρωματικό, ότι η κυβέρνηση χρειάζεται τους Δρίτσες, τους Σπίρτζηδες και το αντινεοφιλελεύθερο μοιρολόι τους, προκειμένου να κρατάει επαφή με το δυσαρεστημένο, αριστερό κομμάτι της βάσης της.

Οι απαντήσεις είναι εξίσου λογικοφανείς. Κι εξίσου εξωπραγματικές. Ο Τσίπρας δεν δείχνει να απειλείται από τους 53. Πρόκειται για μια εσωκομματική πτέρυγα που, αν στ’ αλήθεια ήθελε να διεκδικήσει ιδεολογική καθαρότητα, θα είχε αποχωρήσει ήδη από το καλοκαίρι του 2015. Αντιθέτως, οι 53 έμειναν στο σκάφος –στα βουλευτικά έδρανα και στα υπουργικά χαρτοφυλάκια –δείχνοντας ότι τους αρκεί η ρητορική εκτόνωση. Ο αντιπολιτευτικός τους οίστρος εξαντλείται σε διακηρύξεις, όπως της πρόσφατης Κεντρικής Επιτροπής, όπου ξόρκισαν την «ιδιοκτησία του προγράμματος», προτού επιστρέψουν ανακουφισμένοι στη νομιμόφρονα ησυχία τους.

Το ίδιο ατελέσφορη θα ήταν και μια προσπάθεια κατευνασμού των μειοψηφιών που εξακολουθούν να αντιστέκονται στις ιδιωτικοποιήσεις. Το ζήτημα, αν πιστέψει κανείς τις δημοσκοπήσεις, θεωρείται λυμένο για την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Αντιδρούν μόνο οργανωμένες ομάδες, που πρέπει ήδη να λογίζονται χαμένες για το κόμμα της συνθηκολογημένης Αριστεράς. Παράδειγμα, ο Σκουρλέτης: έκανε τα πάντα για να πετύχει ένα υβριδικό σχήμα ημι-ιδιωτικοποίησης στον ΑΔΜΗΕ. Δεν απέφυγε ωστόσο την εξέγερση της ΓΕΝΟΠ.

Το ερώτημα λοιπόν παραμένει. Γιατί ο Τσίπρας εξακολουθεί να καταβάλλει το διπλό πολιτικό κόστος της αμφιθυμίας; Γιατί υπονομεύει τη μόνη προοπτική επιτυχίας της κυβέρνησής του που –κακά τα ψέματα –ταυτίζεται πλέον με την επιτυχία ενός προγράμματος, από το οποίο είναι πια πολύ αργά για να απαγκιστρωθεί;

Πρόκειται για απορία που μοιάζει με αντίλαλο του προπατορικού «μα, γιατί κρατάει τον Λαφαζάνη;». Τότε, όπως και τώρα, η ανισορροπία στο κόμμα αντανακλούσε την ανισορροπία του ίδιου Τσίπρα. Την αδυναμία του να συμφιλιώσει το συριζαϊκό παρελθόν με την κυβερνητική ανάγκη. Το –για να το πούμε κινέζικα –αντιμνημονιακό γιν με το μνημονιακό γιανγκ.

Οχι, δεν φταίει ο Δρίτσας. Φταίνε τα δριτσικά κατάλοιπα στον Τσίπρα.