Μια νύχτα του Ιουνίου ο ιταλός καλλιτέχνης Ρομπέρτο Κουόγκι προκάλεσε στο ήσυχο νησί της Υδρας το –καλλιτεχνικό –χάος. Ο δημιουργός της φετινής εγκατάστασης «Putiferio», μέρος του καλλιτεχνικού προγράμματος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ στο Σφαγείο της Υδρας, συμβάλλει με αυτήν στις εκδηλώσεις για την επέτειο των 33 χρόνων από την εκκίνηση του ΔΕΣΤΕ στη Γενεύη. Με την ίδια επετειακή αφορμή το Μουσείο Τέχνης και Ιστορίας της ελβετικής πόλης φιλοξενεί έκθεση με επιλογή έργων από τη συλλογή Δάκη Ιωάννου.

Το 1988 ο 25χρονος Κουόγκι πέρασε μερικά χρόνια της ζωής του τρώγοντας και αποκτώντας τις συνήθειες των ηλικιωμένων προκειμένου να μοιάσει στον πατέρα του. Απέκτησε προβλήματα υγείας τέτοια που αντιμετωπίζουν άτομα περασμένης ηλικίας. Στα επόμενα έργα του η καλλιτεχνική πρακτική του άνοιξε προς τις κατευθύνσεις της αρχαιολογίας, της ανθρωπολογίας και των συγκριτικών θρησκειών. Η παρουσία του στις διεθνείς καλλιτεχνικές διοργανώσεις όπως η Μπιενάλε της Βενετίας το 2013, το New Museum της Νέας Υόρκης, η έκθεσή του στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Ντάλας, στην Ντιζόν, στην Τριενάλε Μιλάνου είναι απόδειξη ενός παράξενου, εμμονικού, ευαίσθητου καλλιτέχνη. Ο Κουόγκι για κάθε ιδέα του που επιθυμεί να μετατρέψει σε έργο χρειάζεται να εμβαθύνει, να ερευνήσει, να πειραματιστεί και να συμβουλευτεί: ειδικούς, ακαδημαϊκούς, τεχνίτες και επιστήμονες. Οι αφοσιωμένοι συνεργάτες του είναι η Αλεσάντρα και η Νικολέτα. Ζούνε μαζί του σε ένα βιομηχανικό προάστιο του Μιλάνου, όπου το στούντιο του Κουόγκι μοιάζει με το εργαστήριο του Δόκτορος Καλιγκάρι. Γιατί όχι και με το εργαστήριο του Ηφαίστου, έτσι όπως το περιγράφει στη ραψωδία Σ της Ιλιάδας ο Ομηρος; Αλλωστε τους τελευταίους μήνες ο Κουόγκι δούλεψε στο κεφάλι του την ιδέα του «putiferio». Σύμφωνα με τα μεσαιωνικά ιταλικά, η λέξη σημαίνει δυσωδία, αλλά μεταφορικά μπορεί να σημαίνει και αναταραχή, χάος ή μια μικρή γεύση της κόλασης.

Γλύπτης – κεραµοποιός

Ο Κουόγκι έστησε κλιβάνους, άναψε φωτιές, ντύθηκε σιδηρουργός και έγινε ένας γλύπτης – κεραμοποιός, δημιουργός του σύμπαντος του βυθού της θάλασσας που βγήκε στη στεριά για να ανακαταλάβει τον χώρο των ανθρώπων. Το Putiferio ξεκίνησε με ένα ποίημα που ο Κουόγκι έγραψε για να προϊδεάσει τους καλεσμένους του ΔΕΣΤΕ στην προετοιμασία του έργου στο Σφαγείο. Μιλούσε για «υποψήφιους απ’ τα βαθιά νερά/ Ξεβρασμένους στην ακτή/, άοπλους, πιο νεκρούς από τους ζωντανούς».

Οι υποψήφιοι του ποιήματος ήταν καβούρια, οστρακόδερμα και θαλάσσια τέρατα των οποίων ο ιδιοσυγκρασιακός καλλιτέχνης έφτιαξε τα προπλάσματά τους. Στη συνέχεια, με τη δύση του ήλιου οι κλίβανοι (τους κατασκεύασε εξειδικευμένος τεχνικός από τη Φλωρεντία) άρχισαν να θερμαίνονται σε υψηλή θερμοκρασία που ξεπέρασαν τους 1.000 βαθμούς Κελσίου. Και η ομάδα τεχνικών, βοηθών και καλλιτέχνη άρχισε να εφαρμόζει παλιές τεχνικές για τη δημιουργία του νέου έργου. Ο Ρομπέρτο Κουόγκι συχνά γίνεται «άλλος» στο όνομα του έργου που δημιουργεί. Σπάνια εμφανίζεται σε δημόσια θέα. Ομως το «Putiferio» της Υδρας προκάλεσε τη φαντασία του τόσο όσο έπρεπε για να επισκεφθεί ο ίδιος με τους δικούς του συνεργάτες τον τόπο της δράσης. Υστερα από μήνες προετοιμασίας και έρευνας με υλικά διαφορετικά –ξύλο, εφημερίδες, ωμό πηλό και δικής του επινόησης χυλούς από πρωτεΐνες και μαγιά –ο καλλιτέχνης έγινε αλχημιστής κάνοντας πειράματα για να μεταμορφώσει την ύλη. Τα οστρακόδερμα κεραμικά που έβγαζε από τον κλίβανο, οι δαγκάνες που εμβάπτιζε μέσα στα καζάνια με υγρά όξινης οσμής κατέληγαν σε αντικείμενα χαοτικής σύνθεσης. Στον εσωτερικό χώρο του Σφαγείου τα άλλοτε γνώριμα καβούρια σχημάτισαν έναν ακαθόριστο όγκο από χαοτικές συνθέσεις. Για όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού οι επισκέπτες της Υδρας θα μπορούν να βλέπουν τις μαρτυρίες μιας πύρινης μάχης. Ή μιας αναγέννησης. Μέσα σε ένα τετράωρο μιας νύχτας με καύσωνα ο Κουόγκι έδειξε πως η τέχνη γίνεται με φωτιά, σωματική εξάντληση, δέος και πάθος

Το πείραµα της Γενεύης

Η έκθεση «Urs Fischer – False Friends» που παρουσιάζεται στη Γενεύη σχεδιάστηκε συνδυάζοντας με ασυνήθιστο τρόπο τα χαρακτηριστικά μιας ατομικής έκθεσης με μιας ομαδικής. Γύρω από 20 έργα του ελβετού καλλιτέχνη Ουρς Φίσερ (επίσης εμφανίστηκε το 2013 στο Σφαγείο της Υδρας) ο επιμελητής της έκθεσης Μασιμιλιάνο Τζιόνι επέλεξε μερικούς ακόμη «συγκάτοικους» μέσα από τη συλλογή του ιδρυτή του ΔΕΣΤΕ Δάκη Ιωάννη. Είναι γλυπτά και πίνακες καλλιτεχνών όπως οι Μαουρίτσιο Κατελάν, Ρόμπερτ Γκόμπερ, Τζεφ Κουνς, Μάρτιν Κιπενμπέργκερ, Κίκι Σμιθ, Πάβελ Αλτχάμερ, Σίντι Σέρμαν, Φίσλι και Βάις. Στο μεγαλόπρεπο περιβάλλον των χώρων του ελβετικού μουσείου με την ατμόσφαιρα της αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα ο συνδυασμός της ποπ αρτ κληρονομιάς, των έργων με φθαρτά υλικά και εκείνων με διεισδυτικές φιλοσοφικές παρατηρήσεις μιλάει για τον τρόπο που η σύγχρονη τέχνη μπορεί να κατοικήσει ένα μνημείο. Αλλοτε εκφράζοντας τη διαφωνία της και άλλοτε συνταιριάζοντας τα έργα της με τα ίχνη από άλλους καιρούς.