Υπάρχουν άνθρωποι καθημερινοί που τους γνωρίζουν μόνο τα άτομα του περιβάλλοντός τους και, όπως συμβαίνει συχνά με τις πραγματικά σπουδαίες προσωπικότητες, χρειάζεται να πεθάνουν για να φανεί το μέγεθος του αναστήματός τους. Εννοούμε κυρίως έναν τρόπο συμπεριφοράς που σου επέτρεπε να διακρίνεις μια ξεχωριστή αισθηματική συγκρότηση, χωρίς όσο ζούσαν να της δίνεις τη σημασία που της αναλογούσε, ενώ τώρα με τον θάνατό τους αισθάνεσαι να στερείσαι μια ευεργεσία.

Αν κι ερχόσουν σε επαφή μαζί τους εντελώς τυπικά, χωρίς να σε προβληματίζει ή να σε σκανδαλίζει μια παρουσία τόσο διακριτική και εχέμυθη, πιάνεις τώρα να αναρωτιέσαι, με μια δυσανάλογη σε σχέση με τη σημασία που της έδινες ένταση, πώς γινόταν και επιβίωναν μέσα στη ζούγκλα που τους περιέβαλλε. Ποιο ήταν άραγε το μυστικό τους και χωρίς να υψώνουν φωνή ή να διεκδικούν οτιδήποτε, κατόρθωναν στο ελάχιστο περιθώριο που τους αναγνώριζαν οι άλλοι να κινούνται με τόση αξιοπρέπεια και με τόση αίσθηση ελευθερίας.

Τελικά ή η κοινωνία μας είναι πολύ καλύτερη σε σχέση με την απαισιόδοξη εικόνα που διατηρούμε γι’ αυτήν ή υπάρχει πραγματικά μια οικονομία που σε περιλαμβάνει μέσα της, ακόμα και αν την αγνοείς, και τα θεωρούμενα από πολλούς άλλους ως ψίχουλα μεταβάλλονται για σένα σε ένα βαρβάτο καρβέλι.

Πολύ μακρύς ο πρόλογος προκειμένου να τιμήσουμε έναν άνθρωπο που ακόμη κι αν αναφέραμε το όνομά του δεν θα έλεγε απολύτως τίποτα σε κανέναν. Δεν είναι λόγος αυτός για να μην τον μνημονεύσουμε, ίσα ίσα. Διαχειριστής σε μια πολυκατοικία στο κέντρο της Αθήνας, είχε προσπαθήσει αμέσως μετά την πτώση της χούντας να γίνει εκδότης, αλλά δεν τα κατάφερε. Εμεινε ένας μεταπωλητής βιβλίων, με μια σπάνια όσφρηση στην ανακάλυψη ολόκληρων μάλιστα σειρών παλαιών ξεχασμένων περιοδικών.

Διατηρούσε ένα γραφείο στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας της οποίας διαχειριζόταν την είσπραξη των κοινοχρήστων, φορώντας πάντα τους χειμερινούς μήνες, ενώ δούλευε, ένα βαρύ παλτό κι έναν σκούφο –η πολυκατοικία δεν είχε θέρμανση -, με θέα για δέκα τουλάχιστον ώρες το εικοσιτετράωρο τα στεγνά μπαλκόνια των αντικρινών πολυκατοικιών. Χρησιμοποιούσε πάντα τη συγκοινωνία –έμενε κάπου έξω από την Αθήνα –και, αν και διαψευσμένος πολιτικά, τη συμπεριφορά του δεν τη διέκρινε κανένας θυμός ή οργή.

Αντίθετα, μιλούσε με τρυφερότητα για δοκιμασίες και εξορίες, σαν ό,τι είχε ζήσει ο ίδιος να το είχαν ζήσει και όλοι οι άλλοι και προπαντός σαν να είχε δικαιωθεί στις επιλογές του, αφού η εσωτερική ικανοποίηση που αισθανόταν με τον δρόμο που είχε ακολουθήσει έδειχνε να είναι απέραντη.

Γνωστός σε όλους ως «ο κυρ Βασίλης», είδαμε και πάθαμε –προς τιμήν του –προκειμένου να πληροφορηθούμε το επίθετό του, καθώς το αγνοούσαν όλοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας της οποίας είχε την ευθύνη της διαχείρισης.