Το σοκ της ακροδεξιάς επέλασης στην Αυστρία ήταν πολύ ισχυρό για να μην περάσει απαρατήρητο ένα άλλο γεγονός: ότι πρόεδρος της χώρας έγινε ένας πολιτικός που προέρχεται από τους Πράσινους. Ακόμη λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Βαν ντερ Μπέλεν δεν είναι ο μόνος πράσινος αρχηγός κράτους στην Ευρώπη. Στη Λετονία πρόεδρος της χώρας είναι από τον περασμένο Ιούλιο ο Ράιμοντς Βέγιονις, στέλεχος του Λετονικού Οικολογικού Κόμματος και υπουργός Περιβάλλοντος και Ανάπτυξης από το 2002 έως το 2011.

Ασφαλώς, με δυο πράσινους προέδρους σε 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν μπορεί να μιλήσει κανείς και για ρεύμα. Αποδεικνύεται πάντως κάτι: ότι οι Πράσινοι είναι πολύ σκληροί για να πεθάνουν. Κι ότι ακόμη και αν δεν ζουν τις ημέρες δόξας που είχαν ζήσει στη Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1990, κάθε άλλο παρά έχουν σβήσει από τον πολιτικό χάρτη. Ηταν στις γερμανικές εκλογές του 1998 όταν ένα κόμμα οικολόγων αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα και να μπει ως εταίρος σε μια κυβέρνηση συνασπισμού. Η απόφαση ήταν κομβικής σημασίας από πολλές απόψεις. Οι Πράσινοι απέδειξαν για πρώτη φορά ότι δεν ήταν ένα γραφικό κίνημα διαμαρτυρίας που οργάνωνε διαδηλώσεις και πικετοφορίες έξω από πυρηνικές εγκαταστάσεις, αλλά μια πολιτική δύναμη που είχε ιδέες, προτάσεις και –κυρίως –πολιτική ατζέντα η οποία ξέφευγε από τα όρια της προστασίας του περιβάλλοντος.

Αν υπάρχει ένα πρόσωπο που σύστησε στη Γερμανία –και συνεκδοχικά στην Ευρώπη δεδομένου του μεγέθους της χώρας –το πολιτικό πρόσωπο των Πρασίνων, αυτό ήταν ο Γιόσκα Φίσερ. Ως αντικαγκελάριος και υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Σρέντερ, ο Φίσερ έδωσε διαπιστευτήρια κυβερνησιμότητας και μιας ρεαλιστικής προσέγγισης που αποδείκνυε ότι οι Πράσινοι ήταν κάθε άλλο παρά παιδιά των λουλουδιών. Ο φυσικός τους πολιτικός χώρος ήταν ασφαλώς αυτός της Αριστεράς. Αλλά η ατζέντα τους δεν ήταν ακραία. Και δεν δίστασαν να πάρουν αποφάσεις που κατά κάποιον τρόπο τσαλάκωναν το αριστερό τους προφίλ –αν υποθέσουμε ότι στο αριστερό προφίλ περιλαμβάνεται η μόνιμη καχυποψία ή ακόμη και η στείρα εναντίωση απέναντι στη Δύση. Η υποστήριξη στη νατοϊκή επέμβαση στην πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν η απόδειξη.

Ο Φίσερ ήταν το ένα πρόσωπο της ευρωπαϊκής οικολογίας. Ο Ντάνιελ Κον Μπεντίτ ήταν το άλλο. Ή μάλλον ήταν ο σταρ των Πρασίνων στην Ευρώπη. Ο άλλοτε ηγέτης του Μάη του ’68, ο «κόκκινος Ντάνι», έδωσε στην Ευρωβουλή, όπου πρωτοεξελέγη το 1994, το στίγμα της μαχητικότητας που χρειαζόταν ένας τέτοιος πολιτικός σχηματισμός. Λεπτομέρεια που έχει τη σημασία της: στην εκλογική λίστα ο Κον Μπεντίτ είχε τοποθετηθεί στην όγδοη θέση για έναν λόγο που τότε φαινόταν εντελώς ξένος προς το κόμμα του: είχε ταχθεί υπέρ μιας στρατιωτικής επέμβασης στη Βοσνία.

Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο πράσινο αυλάκι. Η δύναμη των Πρασίνων έχει μειωθεί στη Γερμανία, ενώ σε άλλες χώρες, όπως είναι η Γαλλία, η Ισπανία ή και η Ελλάδα, φυτοζωούν. Κυβερνούν, πάντως, σε κρατίδια της Γερμανίας. Στην Ευρώπη, είναι ο ένας από τους τέσσερις πυλώνες του ευρωπαϊσμού. Και –μην το ξεχνάμε –μετράνε δύο προέδρους.

Η κλιματική αλλαγή έγινε πλέονπολύ εμφανής για να αγνοηθεί

Θα μπορούσε να αποδώσει κανείς τη μείωση της δύναμης των Πρασίνων στο γεγονός ότι ξέφτισε το χρώμα τους – σαν να πέρασε η μόδα τους. Αλλά μάλλον θα τους αδικούσε. Γιατί αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι η πράσινη ατζέντα έχει υιοθετηθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις.

Ο λόγος δεν είναι ασφαλώς κάποιου είδους οικολογική ευαισθησία ούτε ένας πράσινος ιός που προσέβαλε ξαφνικά τα κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς. Είναι ότι η κλιματική αλλαγή έγινε πλέον πολύ εμφανής για να αγνοηθεί. Οι Πράσινοι ήταν κάποτε οι κασσάνδρες της καταστροφής που δεν άκουγε κανείς – ή μάλλον άκουγαν λίγοι. Τότε ήταν οι φορείς της ανησυχίας της κοινωνίας των πολιτών για το μέλλον του πλανήτη. Κι όταν πείστηκαν κι όλοι οι υπόλοιποι ότι κάτι δεν πάει καλά, από κασσάνδρες έγιναν προφήτες.

Από αυτή την άποψη, η συμφωνία για το κλίμα που υπογράφηκε στα τέλη του περασμένου χρόνου είναι δικό τους έργο.