Παλαιότερα γνωρίσαμε –και υπέστημεν –τη Δεξιά του Κυρίου. Προήλθε από τη συγχώνευση –στη βάση –της ΝΔ με το λεγόμενο κόμμα της Εκκλησίας που αναδύθηκε όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος ο μακαριστός Χριστόδουλος. Τώρα, με το πακέτο μέτρων 5,4 δισ., βρισκόμαστε ενώπιον της Αριστεράς των Φόρων, την οποία και υφιστάμεθα. Προήλθε από τη συγχώνευση –στη βάση της διαπραγμάτευσης –του ΣΥΡΙΖΑ με τις απαιτήσεις των δανειστών.

Σύμφωνοι –οι δημοσιονομικοί αριστερόχειρες επέμεναν στους φόρους ως εργαλείο εξισορρόπησης των κοινωνικών ανισοτήτων. Παίρνεις από τους πλούσιους για να υποστηρίξεις το κοινωνικό κράτος που βοηθά τους φτωχούς. Αυτό όμως έχει να κάνει με τους άμεσους φόρους στο εισόδημα. Οχι με τους έμμεσους φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες που επιβαρύνουν όλους ανεξαιρέτως. Τέτοια μέτρα έχει το δεύτερο μέρος του πακέτου που αναλογεί σε 1,8 δισ. Με αριστερή φορολογική πολιτική δεν μοιάζει ακριβώς. Και η εικόνα σαφώς χειροτερεύει αν συνυπολογίσει κανείς ότι, στη φορολογία εισοδήματος, λογίζονται πλέον ως πλούσιοι και αυτοί που βρίσκονται στα χαμηλά της μεσαίας τάξης. Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε πού κατέβηκε το αφορολόγητο.

Στο ξεκίνημα της διαπραγμάτευσης για την αξιολόγηση ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να προβάλει την πάλη των τάξεων στο Μνημόνιο. Στην πραγματικότητα, κατάφερε, ύστερα από έξι μήνες, να φορολογεί πάνω, κάτω και πλαγίως. Μόνο που ο πολύς φόρος, όπως λένε, σκοτώνει τον φόρο. Η υπερδοσολογία άμεσων και έμμεσων φόρων μπορεί να ρίξει κατακόρυφα την οικονομική δραστηριότητα και να επιτείνει τα φαινόμενα αποπληθωρισμού που έχουν οδηγήσει την αγορά σε μαρασμό. Φυσικά, ακόμη και αυτό έχει προβλεφθεί. Αν το καφενείον η μνημονιακή Ελλάς –αφού ακόμη κι ο καφές έφαγε χαράτσι –δεν βγαίνει του χρόνου, δηλαδή αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι, τότε μπαίνει μπροστά ο κόφτης. Προοπτική όχι αισιόδοξη.