«Ο Μίκης παραμένει ένα ανοιχτό βιβλίο. Κάθε γενιά συμπληρώνει γι’ αυτόν το δικό της κεφάλαιο. Οσο βιογραφείται και αυτοβιογραφείται ζούμε την αέναη επιστροφή του» είπε με τη γνωστή του ρητορική δεινότητα ο Μίμης Ανδρουλάκης. Δίπλα του, ο Μίκης Θεοδωράκης. Παραδίπλα, ο εκδότης Νίκος Καρατζάς. Στο σπίτι του μεγάλου μουσικοσυνθέτη. Φόντο, το αττικό φως. Και η Ακρόπολη. Μπροστά τους, μια παρέα δημοσιογράφων. Και το νέο βιβλίο «Μίκης Θεοδωράκης – Διάλογοι στο λυκόφως, 90 συνεντεύξεις» (εκδ. Ιανός): η αφορμή για να πάρει φόρα ο χείμαρρος και να μιλήσει για όλα μιάμιση ώρα συνεχόμενα. Τα τυχερά του επαγγέλματος σκέφτηκα κοιτώντας τη μαγευτική θέα. «Και αυτό το θέαμα σας το προσφέρουμε δωρεάν» είπε ο Μίκης σκορπώντας το γέλιο.

Ο ίδιος παραδέχθηκε πως μερικές από τις συνεντεύξεις που περιλαμβάνονται στο βιβλίο και τις είχαν κάνει μαθητές από διαφορετικά σχολεία ήταν συχνά οι πιο ενδιαφέρουσες. Οπως αυτή για το Γυμνάσιο – Λύκειο «Ωθηση» το 2007, απ’ όπου το απόσπασμα του βιβλίου: «Εγώ δεν θεωρώ ότι έχω γράψει πολιτικά τραγούδια. Στα χρόνια εκείνα, ας πούμε της δεκαετίας του ‘60, η ζωή η ίδια ήταν πολιτικοποιημένη, όπως πολιτικοποιημένοι ήσαν οι συνθέτες και οι ποιητές. Και για να πάρω ένα παράδειγμα, τον Γιάννη Ρίτσο, του οποίου μελοποίησα τον “Επιτάφιο”, τη “Ρωμιοσύνη” και τα “Λιανοτράγουδα”, θα έλεγα ότι και τα τρία έργα αντανακλούν πιστά τρεις ιστορικές περιόδους της πατρίδας μας, προσπαθώντας να εκφράσουν τα βαθύτερα συναισθήματα των απλών ανθρώπων μέσα σ’ αυτές τις ξεχωριστές συνθήκες: Δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Δικτατορία. Εάν με τη λέξη “πολιτική” εννοείτε το “εμείς”, τότε έχετε δίκιο. Αλλωστε στο “εμείς”, στο γενικό, το συνολικό, το ελληνικό, ανήκει και το “Αξιον Εστί” του Ελύτη. Ομως σήμερα ζούμε στο “εγώ” και έτσι δικαιολογημένα τελικά με ρωτάτε εάν υπάρχει πολιτικό τραγούδι. Γιατί στην εποχή του “εγώ” πολιτικό τραγούδι με την έννοια του “εμείς” δεν μπορεί να υπάρξει».

ΠΡΟΤΡΟΠΕΣ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ. Με απόλυτη διαύγεια, καθιστός και μετωπικά με εμάς σε ένα απίστευτο φλας μπακ ανακάτεψε μνήμες από τη νεότερη Ιστορία, τη συναρπαστική ζωή του, τη μουσική. «Η ένδεια η πολιτιστική δεν αποκαθίσταται ποτέ» δήλωσε. «Ο Μίκης φαινόμενο πολιτικό και πολιτισμικό συνάμα, μια ζωντανή ενότητα πολιτικής – κινήματος – τέχνης», όπως συμπλήρωσε ο Ανδρουλάκης. Οι κατά καιρούς προτροπές δεν έπιασαν τόπο ποτέ. Οπως του ιστορικού στελέχους του ΚΚΕ Αντώνη Αμπατιέλου που το 1982 – όπως μας αποκάλυψε ο μεγάλος δημιουργός – είπε στον Μίκη: «Μείνε μουσικοσυνθέτης». Τα κατά καιρούς στερεότυπα επίσης. Οπως οι αγκυλώσεις των οπαδών του που δεν τον ήθελαν φιλιωμένο με τον Μάνο Χατζιδάκι. «Βλεπόμασταν κρυφά με τον Μάνο για να μη δυσαρεστηθούν οι οπαδοί μας. Να πω πως τον αγαπούσα πολύ. Το 1948 επίσης ήταν ένας απ’ τους λίγους που με έκρυβαν σπίτι τους όταν μας σκότωναν γύρω σαν τα σκυλιά. Θυμάμαι επίσης όταν πέθανε. Το ζεστό του σώμα στο νοσοκομείο. Μπήκαν οι φωτορεπόρτερ να τον απαθανατίσουν. Του έλεγα καλαμπούρια, χάιδευα το πρόσωπό του. Ξαφνικά έγινε πανέμορφος όπως τον πρωτογνώρισα το 1945».

Ο Μίκης θυμήθηκε την παντοδυναμία των εφημερίδων. Πρόσωπα εμβληματικά του Τύπου όπως ο Κώστας Νίτσος και ο Γιώργος Πηλιχός. Ο Χρήστος Λαμπράκης και η Ελένη Βλάχου. «Ο Πηλιχός είχε κάνει εξώφυλλο αποκλειστική συνέντευξη με την Κατίνα Παξινού. Μεγάλη υπόθεση». «Σήμερα, ποιο πρόσωπο θα ήταν μεγάλη υπόθεση για εξώφυλλο» τον ρώτησε μια συνάδελφος. «Δεν ξέρω. Ο Αντώνης Ρέμος;», αναρωτήθηκε όχι κατ’ ανάγκην ειρωνικά αφού εκτιμά τον εμπορικό τραγουδιστή. Ο Μίκης είχε όρεξη. Και μίλησε με ειλικρίνεια για τη μοναξιά που αισθάνεται. «Είμαι μόνος. Και ο γιατρός μου δεν με αφήνει να συζητώ ή να συναντώ με τις ώρες φίλους. Μα τι άλλο να πάθω πια; Από τι να φοβηθώ;».

INFO

«Μίκης Θεοδωράκης – Διάλογοι στο λυκόφως, 90 συνεντεύξεις»εκδ. Ιανός, σελ. 680, τιμή: 18,90 ευρώ