Η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε ένα τετελεσμένο. Παρά το μέτωπο που άνοιξε με το ΔΝΤ, τον γύρο επαφών του Πρωθυπουργού στην Ευρώπη και τις διαβουλεύσεις του οικονομικού επιτελείου στην Ουάσιγκτον τις τελευταίες δύο εβδομάδες, οι θεσμοί κατάφεραν να γεφυρώσουν τις επιμέρους διαφορές τους με τη φόρμουλα των μέτρων «ρεζέρβα». Πηγές που παρακολουθούν στενά τη διαπραγμάτευση επιμένουν ότι για να ξεκλειδώσει η αξιολόγηση δεν αρκεί μια γενική αναφορά για τη λήψη πρόσθετων μέτρων, εάν το 2018 δεν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις του πρωτογενούς πλεονάσματος. Θα πρέπει αυτά τα μέτρα να εξειδικευτούν, να συμφωνηθούν και να ψηφιστούν. Αυτό είναι κάτι που βέβαια η κυβέρνηση δεν αποδέχεται, γι’ αυτό και αναζητά έναν τακτικό ελιγμό, ώστε να δεσμευτεί μεν για το έξτρα πακέτο χωρίς άμεση ισχύ, αλλά να μην το ψηφίσει. Είναι προφανές ότι η ψήφιση αθροιστικά των δύο πακέτων είναι πολιτικά δύσκολα διαχειρίσιμη, τη στιγμή που ήδη οι πρώτες φωνές διαμαρτυρίας έχουν αρχίσει να ακούγονται από την πλευρά των κυβερνητικών βουλευτών. Η κυβερνητική εκπρόσωπος μπορεί να ξέκοψε κάπως άγαρμπα τη συζήτηση για προσφυγή στις κάλπες, αλλά τα ίδια ακούγαμε και πέρυσι και είδαμε δημοψήφισμα κι εκλογές μέσα σε τρεις μήνες.

Πριν φτάσουμε όμως στην πολιτική διαχείριση, υπάρχει μπροστά μια διαπραγμάτευση που, όπως παραδέχονται όλες οι πλευρές, δεν πρόκειται να κλείσει άμεσα. Κυβέρνηση και κουαρτέτο, άλλωστε, δεν έχουν ακόμη καταλήξει στην εξειδίκευση του πρώτου πακέτου των 5,4 δισ. Βασικό πεδίο διαφωνίας για τους δανειστές αποτελεί ανάμεσα στα άλλα και το Φορολογικό, αφού επιμένουν ότι το αφορολόγητο πρέπει να χαμηλώσει ώστε να μην επιβαρύνονται δραματικά τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Αυτό βέβαια έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τις κυβερνητικές προθέσεις, που μέσω της υπερφορολόγησης των μεσαίων στρωμάτων επιδιώκει να προστατεύσει τον σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων της. Εκεί ίσως κρύβεται και η απάντηση στο γιατί το ΔΝΤ ζητεί την κάβα των πρόσθετων μέτρων, αφού αμφισβητεί την απόδοση της φοροεπιδρομής που επέλεξε η κυβέρνηση αντί της οριζόντιας περικοπής συντάξεων. Στην ουσία προβλέπει ότι σε περιβάλλον ύφεσης οι φόροι, άμεσοι και έμμεσοι, δεν θα αποδώσουν.

Οι προβλέψεις για ανάσταση της οικονομίας το Πάσχα που βγήκαν από τα πρωθυπουργικά χείλη ξεχάστηκαν το ίδιο γρήγορα με την ανησυχία του Ευκλείδη Τσακαλώτου ότι «καήκαμε αν η διαπραγμάτευση τραβήξει μέχρι τον Μάιο – Ιούνιο». Ο υπουργός Οικονομικών γνώριζε προφανώς ότι τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου στερεύουν και ταυτόχρονα τελειώνει ο χρόνος για την ελληνική πλευρά. Ηταν επιλογή της κυβέρνησης όμως να αφήσει την αξιολόγηση να σέρνεται μέχρι το καλοκαίρι, αφού ήθελε πρώτα να εκτονώσει τις κοινωνικές αντιδράσεις και τη δυσαρέσκεια που προκάλεσαν οι δικές της αλλαγές σε Ασφαλιστικό και Φορολογικό. Τώρα, κι αφού απέτυχε για μια ακόμη φορά ο τελευταίος γύρος της πολιτικής διαπραγμάτευσης, διαπραγματεύεται ένα δυσβάσταχτο πολιτικά πακέτο με την πλάτη στον τοίχο. Οπως άλλωστε συμβαίνει συνήθως με αυτούς που χρωστάνε.