Στη συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών και συνταξιούχων οι οποίοι δηλώνουν εισοδήματα έως 27.000 ευρώ επιλέγει να στείλει ένα μεγάλο μέρος του λογαριασμού των επιβαρύνσεων από τις αλλαγές στο Φορολογικό η κυβέρνηση με τις διατάξεις του νομοσχεδίου οι οποίες τέθηκαν χθες σε δημόσια διαβούλευση, χωρίς να έχουν λάβει το πράσινο φως από τους δανειστές. Η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο προωθεί τη μείωση του αφορολογήτου στα 9.100 από 9.500 ευρώ, βάζοντας στο κάδρο των επιβαρύνσεων ακόμα και τους μισθωτούς των 700 ευρώ τον μήνα. Οι δανειστές συνεχίζουν να επιμένουν για περαιτέρω μείωση του αφορολογήτου.
Με τα δεδομένα του νομοσχεδίου πάντως, τη νέα φοροκαταιγίδα του 1,8 δισ. ευρώ θα κληθούν να την πληρώσουν κυρίως χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι ή 8 στους 10 φορολογουμένους με εισόδημα από μισθό ή σύνταξη, 2 στους 10 ελεύθερους επαγγελματίες με εισοδήματα άνω των 32.000 ευρώ και όλοι όσοι εισπράττουν εισοδήματα από μερίσματα ή ενοίκια.

Στους αγρότες με εισοδήματα έως 20.000 η κυβέρνηση κλείνει το μάτι με μειώσεις φόρου από 164 έως και 1.040 ευρώ, ενώ οι φαινομενικές ελαφρύνσεις από 200 έως και 764 ευρώ για ελεύθερους επαγγελματίες που δηλώνουν εισοδήματα έως 32.000 ακυρώνονται στην πράξη από την παράλληλη μεγάλη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών.

Για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους οι επιβαρύνσεις ξεκινούν από τα 8 ευρώ και φτάνουν τα 176 ευρώ για όσους έχουν ετήσιο εισόδημα έως 27.000, στη συνέχεια προκύπτουν ελαφρύνσεις για φορολογουμένους με εισόδημα έως 43.000 και για υψηλότερα εισοδήματα τη σκυτάλη παίρνουν και πάλι οι επιβαρύνσεις.

Με τις προβλεπόμενες αλλαγές παύει πλέον η φορολόγηση με δύο διαφορετικές κλίμακες για όσους έχουν εισοδήματα από μισθό και μπλοκάκι. Τα εισοδήματα προστίθενται και φορολογούνται με την ενιαία κλίμακα μισθωτών – συνταξιούχων – αγροτών και ελευθέρων επαγγελματιών, με μία ουσιαστική διαφορά. Για εισοδήματα από μισθό, σύνταξη ή αγροτική εκμετάλλευση ισχύει έκπτωση φόρου, για τα εισοδήματα από ελευθέρια επαγγέλματα ο φόρος προσδιορίζεται από το πρώτο ευρώ εισοδήματος. Στην περίπτωση μεικτού εισοδήματος θα εφαρμόζεται η έκπτωση φόρου μόνο για τα εισοδήματα από μισθό, σύνταξη ή αγροτική εκμετάλλευση. Σε όλα τα υπόλοιπα ο φόρος επιβάλλεται από το πρώτο ευρώ.

Οι νέες κλίμακες

Με βάση τις διατάξεις του νομοσχεδίου καθιερώνεται νέα κλίμακα φορολογίας εισοδήματος με τέσσερα κλιμάκια και ανώτατο συντελεστή 45%. Τα σχέδια της κυβέρνησης για αύξηση του ανώτατου συντελεστή στο 50% ή ακόμα και στο 60% εγκαταλείφθηκαν όπως άλλωστε και οι αρχικές βλέψεις σαρωτικών επιβαρύνσεων στα ανώτερα κλιμάκια της μεσαίας τάξης. Η κλίμακα η οποία ενσωματώνεται στο νομοσχέδιο προβλέπει συντελεστές :

22% για τα πρώτα 20.000 ευρώ εισοδήματος

29% για εισοδήματα από 20.001 έως και 30.000 ευρώ

37% για εισοδήματα από 30.001 έως και 40.000 ευρώ

45% για εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ.

Ο φόρος που προκύπτει με τη εφαρμογή της κλίμακας αυτής μειώνεται κατά 2.000 ευρώ όταν το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, συντάξεις ή αγροτικό εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ. Εάν το ποσό του φόρου είναι μικρότερο των 2.000 ευρώ, το ποσό της μείωσης περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου.Για φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις το οποίο υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ, το ποσό της έκπτωσης φόρου μειώνεται κατά 10 ευρώ ανά 1.000 ευρώ του φορολογητέου εισοδήματος.

Ετσι, λοιπόν για εισόδημα 21.000 ευρώ από μισθό στο οποίο προκύπτει αρχικός φόρος 4.690 ευρώ, με τον υπολογισμό έκπτωσης φόρου 1.990 ευρώ (2.000 μείον 10), η επιβάρυνση διαμορφώνεται σε 2.700 ευρώ. Για τους ελεύθερους επαγγελματίες τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογούνται με την ίδια κλίμακα, χωρίς όμως το έμμεσο αφορολόγητο των 9.100 που προκύπτει από την έκπτωση φόρου των 2.000 ευρώ και αφού προστεθούν σε τυχόν εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις.
Ο λογαριασμός όμως δεν σταματά εδώ. Στον φόρο εισοδήματος που προκύπτει με βάση την κλίμακα έρχεται να προστεθεί και το καπέλο της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης η οποία θεωρητικά δεν θα εφαρμοζόταν για τα εισοδήματα του 2016. Αντί για κατάργηση της εισφοράς όμως, το τρίτο Μνημόνιο έφερε μονιμοποίησή της και η κυβέρνηση προχωρά σε αλλαγές στην κλίμακα επιβολής της ανεβάζοντας μάλιστα τον ανώτατο συντελεστή σε 10%. Η μεγάλη διαφορά σε σχέση με την κλίμακα εισφοράς για τα εισοδήματα του 2015 είναι η επιβολή της εισφοράς σε κλιμάκια εισοδήματος και όχι στο συνολικό εισόδημα.

Η προτεινόμενη από την κυβέρνηση εισφορά αλληλεγγύης διαμορφώνεται με βάση την παρακάτω κλίμακα:

0% για εισόδημα έως 12.000 ευρώ

2,2% για εισόδημα από 12.001 έως 20.000 ευρώ

5% από 20.001 έως 30.000 ευρώ

6,5% από 30.001 έως 40.000 ευρώ

7,5% από 40.001 έως και 65.000 ευρώ

9% από 65.001 έως και 220.000 ευρώ

10% από 220.001 ευρώ και άνω

Αμεση μείωση αποδοχών

Στις διατάξεις του νομοσχεδίου προβλέπεται η αλλαγή της μηνιαίας παρακράτησης φόρου εισοδήματος αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου. Αν υποθέσουμε ότι το νομοσχέδιο θα ψηφιστεί τον Μάιο, από τον επόμενο μήνα θα αυξηθεί η μηνιαία παρακράτηση φόρου για όλους τους μισθωτούς και συνταξιούχους με ετήσιο εισόδημα έως 27.000 ευρώ, γεγονός το οποίο ισοδυναμεί με άμεση μείωση των μηνιαίων καθαρών αποδοχών. Τα χρεωστούμενα των πρώτων μηνών του 2016, καθώς οι αλλαγές εφαρμόζονται για εισοδήματα που προκύπτουν από την 1η Ιανουαρίου 2016 και μετά, θα φανούν με την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων του επόμενου έτους.

Ετσι, για παράδειγμα, για δημόσιο υπάλληλο με ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ, η μηνιαία παρακράτηση φόρου θα αυξηθεί από τα 203,3 σε 214,6 ευρώ, με τον φορολογούμενο να διαπιστώνει μείωση των μηνιαίων αποδοχών του κατά 11,3 ευρώ. Αντίστοιχα για μισθωτούς και συνταξιούχους με ετήσιο εισόδημα από 27.000 έως και 43.000 ευρώ για τους οποίους οι αλλαγές επιφέρουν μείωση ετήσιου φόρου από 76 έως και 399 ευρώ, οι μηνιαίες αποδοχές θα αυξηθούν από 6 έως και 33 ευρώ .

1,8 δισ. ευρώ απόέμμεσους φόρους

Στο νομοσχέδιο δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά σε αυξήσεις έμμεσων φόρων, οι οποίες όμως επίσης δρομολογούνται με στόχο πρόσθετα έσοδα 1,8 δισ. ευρώ. Επιπλέον προβλέπεται η κατάργηση του ειδικού τέλους των πέντε λεπτών ανά στήλη τυχερού παιχνιδιού της ΟΠΑΠ. Για να καλυφθεί το κενό των προβλεπόμενων εσόδων από ένα τέλος το οποίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ, θα υπάρξει αύξηση του ποσοστού που εισπράττει το Δημόσιο από τα μεικτά κέρδη των εταιρειών τυχερών παιχνιδιών από το 30% στο 35%.