Πολλά ειπώθηκαν (και πολύ τους πήγε) για τα καμώματα κάθε Φάμπρικας των τελευταίων χρόνων γύρω από το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Και επί της ονομασίας. Οταν ιδρύθηκε ο θεσμός ονομάστηκε απλά: «Φεστιβάλ Αθηνών» και «Φεστιβάλ Επιδαύρου». Ούτε ελληνικό ούτε διεθνές. Δήλωνε απλούστατα τόπο, με ανοιχτό το περιεχόμενο σε όλους τους ανέμους, διεθνείς και εγχώριους, καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Προηγήθηκε το 1954 το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Δοκιμαστικά, με τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη με σκηνοθέτη τον Ροντήρη και συνθέτη τον Δημήτρη Μητρόπουλο! Από το 1955 συνιδρύθηκαν και συνυπήρξαν τα Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Το πρώτο με χώρο παρουσίασης το Ηρώδειο που μόλις ο μεγάλος αρχαιολόγος Ορλάνδος το είχε αναστηλώσει πλήρως. Χωρητικότητα: 5.000 θεατές. Το θέατρο της Επιδαύρου που αναστήλωσε ο αρχαιολόγος Καββαδίας είχε χωρητικότητα έως και 15.000 θεατές.

Τι σημαίνουν αυτές οι χωρητικότητες και τι σήμαινε η επιλογή τους από την πολιτική ηγεσία του καιρού, που δημιούργησε τον θεσμό; Ας τον τιμήσουμε. Υπουργός ιδρυτής των θεσμών ο Γιώργος Ράλλης! Σήμαινε κατ’ αρχάς δημοκρατική αισθητική παιδεία. Τα πλήθη που συνέρρεαν και στα δύο αρχαία θέατρα μυούνταν στη μεγάλη τέχνη, του θεάτρου, της μουσικής, του χορού.

Μέσα από τα προγράμματα κάθε χρονιάς ο μέσος έλληνας θεατής (όχι ο ειδικός μόνο!) είχε την ευκαιρία να μαθητεύσει στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου, στη διαχρονία των χορευτικών σχολών, στην εξέλιξη της μουσικής και της όπερας και να διεισδύσει στις εθνικές παραδοσιακές τέχνες των μεγάλων εθνών και των πέντε ηπείρων. Οσοι ανδρωθήκαμε εκείνη την εποχή με αυτή την αισθητική πανδαισία χρωστάμε τα αισθητικά μας, ιστορικά, ιδεολογικά, κοινωνιολογικά μας κριτήρια στους ποικίλους κώδικες ενός ευρέως φάσματος τεχνών που μας προσέφεραν οι παιδαγωγοί διευθυντές των δύο θεσμών. Και πρώτος ο μέγας Ντίνος Γιαννόπουλος που άφησε μια μεγάλη καριέρα στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης για να βάλει τα θεμέλια των δύο θεσμών. Και όσον αφορά την Επίδαυρο, επειδή από το 1954 έως το 1975 καλυπτόταν αποκλειστικά από παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, η ποιότητα του προγράμματος οφείλεται στους εκάστοτε διευθυντές (Ροντήρης, Χουρμούζιος, Φράγκος) και στους μεγάλους σκηνοθέτες που συντήρησαν τη Σχολή Ερμηνείας διευρύνοντάς τη και εμπλουτίζοντάς τη (Ροντήρης, Μινωτής, Σολομός, Μουζενίδης, Κωστής Μιχαηλίδης, Καραντινός, Ευαγγελάτος)!

Από μιας αρχής το θέατρο του Πολυκλείτου θεωρήθηκε αυτονόητα χώρος για την απόπειρα να αναβιώσει, με νέα ερμηνευτικά μέσα σεβασμού στην ουσία του τραγικού και στα όρια της πολιτικής κωμωδίας, η παγκόσμια ιδρυτική θεατρική παράδοση.

Η Επίδαυρος έγινε, όπως στην αρχαιότητα, μέγα λαϊκό προσκύνημα στη μεγάλη ποίηση και μίμηση σπουδαίας ή φαύλης πράξεως με συρροή χιλιάδων λαού. Τόσο ώστε σε παράσταση της «Αντιγόνης» (σκηνοθέτης ο Μινωτής με τη Συνοδινού, τον Κωτσόπουλο, τη Βαλάκου, τον Καλλέργη) να χρειαστεί να φέρουν καρέκλα από τα παρασκήνια για να την παρακολουθήσει ο πρωθυπουργός. Σε αυτό τον ιερό θεατρικό (και όχι μόνο αρχαιολογικό) χώρο δοκιμάστηκαν οι μεταφράσεις του Γρυπάρη, του Σταύρου, του Ποριώτη, του Μελαχρινού, του Ρούσσου, οι εικαστικές προτάσεις του Φωκά, του Κλώνη, του Βακαλό, του Τσαρούχη, του γλύπτη Παππά, του Μόραλη, του Βασιλείου και η μουσική επανάσταση των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Λεοντή, Μαρκόπουλου, Ξαρχάκου και βέβαια Ξενάκη, Αντωνίου, Γιάννη Χρήστου, Δραγατάκη, Παλλάντιου.

Είχε αλήθεια εκτιμηθεί η προσφορά στην εκπαιδευτική μας ενδοχώρα, αυτή η ευτυχής και γόνιμη συνάντηση τόσων πηγαίων ταλέντων στην προσέγγιση και στον εκσυγχρονισμό της μεγάλης θεατρικής κληρονομιάς;

Οι παραστάσεις που βαπτίστηκαν στην Επίδαυρο και κέρδισαν τον έπαινο της πνευματικής αγοράς έφτασαν στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Ασία, στην Αυστραλία και έπεισαν τους δύσπιστους κυρίως πανεπιστημιακούς ότι το αρχαίο δράμα παίζεται και δεν είναι μόνο φιλολογικό, γλωσσικό και ιδεολογικό μνημείο. Ο Ροντήρης έπαιξε τραγωδία στο Μεξικό, στη Βολιβία, στο Περού και ο Μινωτής στην Ιαπωνία και στην Κίνα μετά τον θάνατο του Μάο που είχε κάψει ό,τι δυτικό.

Η Επίδαυρος ήταν πάντα ανοιχτή, αρκεί να αφορούσε το αρχαίο δράμα, σε όλες τις αισθητικές σχολές και βέβαια σε όλες τις γλώσσες. Και χαρήκαμε και κατακρίναμε ξένους θιάσους ή ξένους σκηνοθέτες, αλλά ποτέ δεν αρνηθήκαμε το άνοιγμα της Επιδαύρου σε κάθε άποψη για την αναβίωση του τραγικού και του κωμικού ιδιώματος.

Χαρήκαμε Αριστοφάνη από τον Ρονκόνι, «Ορέστεια» και «Οιδίποδα» και «Λυσιστράτη» από τον Πίτερ Χολ, «Ηλέκτρα» και «Μήδεια» από τον Πέτερ Στάιν. Είδαμε ερμηνείες του Σουζούκι, του μεγάλου Χίρα («Μήδεια»), του Στούρουα, του Λάνγκοφ, του Γκόσεφ. Μακάρι στη νέα φάση που περνάει ο θεσμός να περιοριστεί στο αρχαίο δράμα (ελληνικό και ρωμαϊκό –κλασικό θέατρο, ω συμπολίτες, είναι και τα έργα του Σενέκα, του Πλαύτου, του Τερέντιου) σε όλες τις γλώσσες και σε όλα τα αισθητικά προτάγματα ερμηνείας του. Προσωπικά δεν έχω παρά λόγια θαυμασμού για τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο, τον Μπέκετ, ακόμη και για την «Γκόλφω». Προτείνω να καθιερώσουμε φεστιβάλ παγκόσμιου θεάτρου στο θέατρο, το αμφιθέατρο, της Μεγαλόπολης και όπερας στη Δωδώνη (να έρχονται με φεριμπότ οι Ιταλοί από απέναντι!).

Το Μπαϊρόιτ είναι Φεστιβάλ Βάγκνερ και δεν παίζεται ποτέ εκεί ο θείος Μότσαρτ! Θα πρότεινα μάλιστα να γίνει το Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος της Επιδαύρου διεθνές μεν αλλά με έναν όρο: οι παραστάσεις των ξένων να σχεδιάζονται για το κοίλον του Πολυκλείτου και να κάνουν πρεμιέρα στην Επίδαυρο. Οχι πια παραστάσεις του Αισχύλου σχεδιασμένες για ιταλική σκηνή να περιοδεύουν και να ξεχειλώνουν στο αρχαίο χάος της Επιδαύρου.

Και κάτι ακόμη: αφού διευρυνθεί και με λατίνους δραματικούς ποιητές, ας γίνει διαγωνιστικό και ας δίνει ένα αγαλματίδιο του Αισχύλου ως βραβείο μια διεθνής επιτροπή κρίσεων, άλλη κάθε χρονιά για να μη δημιουργούνται αισθητικά στεγανά και κάστες (ένας μεταφραστής, ένας σκηνοθέτης, ένας μουσικός, ένας εικαστικός, ένας ηθοποιός και ένας χορογράφος).

Οσο για το Φεστιβάλ Αθηνών, ας ξαναπιστέψει στο θέατρο κάτω από την Ακρόπολη με 10.000 θεατές δυνατότητα για δύο βράδια. Και το θέατρο των 300 θέσεων στην Πειραιώς ας γίνει καταφύγιο νεανικών ανησυχιών, μεταμοντέρνων απόψεων και ιδεοληπτικών προτάσεων. Εμείς οι παλιοί που μεγαλώσαμε με μετάληψη θείας αισθητικής προσφοράς θα θέλαμε η νέα γενιά να μεταλάβει όπως κι εμείς κάποτε με κοινωνία μεγάλης τέχνης, σε μια εποχή που η χλαπάτσα κυριαρχεί και στομώνει την απόλαυση της μεγάλης καλλιτεχνικής κληρονομιάς και των νέων δόκιμων προτάσεων.

Πότε στο Ηρώδειο 10.000 ακροατές θα ξανακούσουν όπως εμείς Οϊστραχ, Καζάλς, Ρίχτερ;

Πότε θα δουν την Οπερα της Νέας Υόρκης, του Κόβεν Γκάρντεν, των Παρισίων, του Λένινγκραντ, της Πράγας, της Σκάλας του Μιλάνου;

Εμείς είδαμε στο πόντιουμ τον Φον Κάραγιαν, τον Μπαρμπρόλι, τον Μπεμ, τον Δημ. Μητρόπουλο, τον Μπερνστάιν. Είδαμε να χορεύουν η Πλισέτσκαγια, η Φοντέιν, ο Νουρέγεφ, η Μακάροβα, ο Βασίλιεφ, ο Κάνινγκαμ, ο Εϊλι, η Χλάντεκ, ο Κρόιτσμπεργκ και χαρήκαμε τον μεγάλο μίμο Μαρσό, τον Ντάριο Φο, την Εσπερτ, τον ΜακΚέλεν, τη Μαρί Μπελ, την Καζαρές, τον μεγάλο Τσικβαντζέ και απολαύσαμε σκηνοθεσίες και ερμηνείες του Μπερλίνερ Ανσαμπλ, της Οπερας του Πεκίνου, του Θεάτρου Νο, του ινδικού Κατακάλι. Είδαμε τη νέγρικη όπερα «Πόρκι και Μπες» του Γκέρσουιν, ακούσαμε τον Φρανκ Σινάτρα και τη Μινέλι.

Είδαμε την «Ιουλιέτα» του Τζεφιρέλι, την Πίνα Μπάους στο Ηρώδειο και τον Χατσατουριάν να διευθύνει έργα του.

Και αποθεώσαμε την Κάλλας, τον Πασχάλη και τη Μάρθα Γκράχαμ να χορεύει τη «Μήδεια» του Μπάρμπερ.

Περασμένα μεγαλεία.