Δεν είμαι ειδικός να απαντήσω εάν η Βρετανία θα πρέπει να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ενωση ή όχι. Είναι προφανές ότι ένα Brexit θα έπληττε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της Βρετανίας. Οι δεσμοί με την ΕΕ θα κόβονταν αμέσως και η κυβέρνηση της χώρας θα έπρεπε να διαπραγματευθεί μια νέα εμπορική συμφωνία με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους –στους οποίους καταλήγει το 50% των εξαγωγών της.

Επειδή όμως η Βρετανία χρειάζεται την αγορά της ΕΕ περισσότερο από ό,τι η ΕΕ τη Βρετανία, το Λονδίνο δεν θα έχει ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί.

Επιπλέον ένα Brexit θα υπονόμευε τη θέση του Λονδίνου ως τραπεζικό κέντρο της Ευρώπης. Η Φρανκφούρτη και το Παρίσι θα μπορούν πλέον να επιβάλουν περιορισμούς που θα ωφελούν τις δικές τους τράπεζες και τα χρηματιστήρια, και όχι αυτά του Λονδίνου. Ας μην ξεχνάμε ότι πάνω από το 15% των εργαζομένων στον χρηματοπιστωτικό κλάδο του Λονδίνου έχει γεννηθεί σε άλλες χώρες.

Γιατί λοιπόν η Βρετανία εξετάζει το ενδεχόμενο να αποχωρήσει από την ΕΕ; Η απάντηση είναι ότι οι περισσότεροι υποστηρικτές του Brexit είναι θυμωμένοι ψηφοφόροι οι οποίοι δεν έχουν επωφεληθεί από την οικονομική επιτυχία της χώρας.

Είναι προφανές ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η ΕΕ. Είναι η αποτυχία της πολιτικής τάξης της Βρετανίας να βοηθήσει τα θύματα της παγκοσμιοποίησης. Τον περασμένο μήνα ο υπουργός Εργασίας Ιαν Ντάνκαν παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για την πρόθεση της κυβέρνησης να μειώσει τα επιδόματα. Και την 1η Απριλίου αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός. Ισως τελικά οι φωνές των θυμωμένων Βρετανών να ακούγονται. Εάν αυτό ισχύει, τότε η συζήτηση για Brexit μπορεί να έχει τελικά κάποιο νόημα.

Ο Μπάρι Αϊχενγκριν είναι καθηγητής Οικονομικών στο University of California, Berkeley και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ