Καλοκαίρι. Σινέ Νιόβη στου Ζωγράφου. Νύχτα βαριετέ. Από αυτές που κυνηγούσε, ανελλιπώς. Για τα ακροβατικά, τα μουσικά, αλλά κυρίως για τα επιθεωρησιακά νουμεράκια. Σταρ της βραδιάς στη Νιόβη η Μπέτυ Μοσχονά. Ο μικρός είναι κρυμμένος στις κουίντες. Και καθώς εκείνη ετοιμάζεται να βγει στη σκηνή κάνει φευγαλέα τον σταυρό της. Για να κάνει η σταρ τον σταυρό της θα είναι πολύ σοβαρό πράγμα το θέατρο σκέφτεται ο μικρός.
Χειμώνας. Στο ραφείο του πατέρα του, δίπλα στο θέατρο Ακροπόλ, στην Ιπποκράτους. Χρυσές νύχτες της επιθεώρησης. Φωτόπουλος, Αυλωνίτης, Χατζηχρήστος, Σαπουντζάκη. Ο μικρός έχει χιλιοπαρακαλέσει τον πορτιέρη του θεάτρου να τον αφήνει να βλέπει τις παραστάσεις.
Ο μικρός της ιστορίας μας ονομάζεται Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Και αν σας θυμίζει κάτι το όνομα είναι που έχει ακουστεί επί κυβερνήσεως Αριστεράς –αριστερός δηλώνει και ο ίδιος και «έντονα πολιτικοποιημένος» –για τη θέση του υπουργού Πολιτισμού, για τη θέση του διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο, για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Φεστιβάλ Αθηνών. Οπου και έκατσε η μπίλια, όπως λένε και οι τζογαδόροι. Ομως μέχρι τότε ακουγόταν κάθε φορά που προοιωνιζόταν μια αντικατάσταση στον τομέα του Πολιτισμού. Επανειλημμένα και επίμονα.
Μπορεί δε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος να γεννήθηκε –με καταγωγή μικρασιατική, από τη Σμύρνη και την Πόλη –κοντά στο Σινέ Αλεξ, στα Ιλίσια και στο γήπεδο του Ηλυσιακού (όπου τρύπωνε για να παρατηρεί όχι τόσο το ματς όσο τον κόσμο), πριν από 60 χρόνια, όμως στο Σινέ Νιόβη και στου Ζωγράφου (όπου πήγαινε στο Γυμνάσιο) αποφάσισε στα 16 ότι θέλει να γίνει ηθοποιός και τελικά σκηνοθέτης. Τις μνήμες δε από τη Νιόβη του βαριετέ τις ανέπλασε ως σκηνοθέτης, χρόνια μετά, στο σκηνικό της παράστασης «Κοκκινομπλέ πατίνια» του Σταύρου Τσιώλη, στο –δικό του –Θέατρο του Νέου Κόσμου (ένας ακόμη λόγος για να έχετε ακούσει το όνομα).
Εκείνες δε οι βραδιές στο Ακροπόλ έγιναν αμέτρητες σε πολλά θέατρα, σε όλη την εφηβεία του. Στο ραφείο του πατέρα του σύχναζε και ο φίλος του αστυνομικός Χ. Καραθανάσης. Ακούγεται περίεργη αυτή η αστυνομική σύνδεση για έναν δεδηλωμένο αριστερό; Και όμως οι ειδικές θεατρικές προσκλήσεις, που τότε έπαιρναν οι αστυνομικοί, ήταν που βοήθησαν τον έφηβο Βαγγέλη να γνωρίσει τον κόσμο του θεάτρου και να ανακαλύψει «μέσω Αστυνομίας το ποιοτικό, ακόμη και το θεωρούμενο ως, ας το πούμε, παράνομο επί χούντας θέατρο» όπως λέει. Κυρίως το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και το Προσκήνιο του Αλέξη Σολομού (1967-1978) που τον διαμόρφωσαν και ιδεολογικά, προσθέτει.
Για τη ζωή του λέει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, για τα σχέδιά του ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου (στο οποίο πέρυσι είχε συμμετάσχει με τον ευριπίδειο «Αίαντα») δεν λέει τίποτα. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Αλλωστε εμείς ήμασταν στην ιστορία της ζωής του, που πέρασε μετά το σχολείο από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και από τη συνύπαρξη –στο τρίτο έτος –με τους Γιώργο Μιχαλακόπουλο, Βασίλη Διαμαντόπουλο, Μίμη Χρυσομάλλη, Ντίνα Κώνστα στα «Ας παίξουμε τους δολοφόνους» του Φάιφερ και τον «Συνεργό» του Ντίρενματ, προτού το καλοκαίρι συνεργαστεί με τον Γιώργο Μιχαηλίδη στη «Μάχη της Αθήνας (Δεκέμβρης 1944)». Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος ήταν που είδε τις οργανωτικές του –και θεατρικά –ικανότητες και του πρότεινε να αναλάβει την περιοδεία του «Ω τι κόσμος μπαμπά» του Μουρσελά, εκείνος, ένας μακρυμάλλης χίπης με ένα μεγάλο ταγάρι που περιείχε και τις σημειώσεις του από κάθε πόλη.
Οχι ότι μετά τον στρατό (φίλοι του από εκείνα τα χρόνια συνεργάζονται ακόμη και σήμερα μαζί του στα σκηνικά, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου!) δεν είχε βγει στον πηγαιμό για να μάθει όλη την Ελλάδα. Αγαπημένο του; Το οτοστόπ. «Δεν μ’ άρεσε να περιφέρω την ανεργία μου ως ηθοποιός στα καφέ και έπαιρνα τους δρόμους ώς την Εθνική. Ηταν μια καταπληκτική εμπειρία» αποτιμά σήμερα. Οπως και τα χιλιόμετρα στις διαδηλώσεις. Σε αυτό δηλώνει «πολλαπλά μαραθωνοδρόμος». Δεν σημαίνει όμως ότι άφηνε την τέχνη. Δεν δούλεψε μόνον σαν γκαρσόνι εκείνα τα χρόνια, αλλά και στο θρυλικό δισκοπωλείο Pop Εleven και στις εκδόσεις Κέδρος, όπου γνώρισε τους ποιητές: Ρίτσο, Λειβαδίτη, Βάρναλη, Καββαδία. Και όπου γνώρισε και τη συμβία του Κοραλία Σωτηριάδου, ομόλογή του στην τέχνη και μεταφράστρια. Μιας και κάναμε το άλμα ώς τα σήμερα, να θυμηθούμε ότι ο γιος του Μίλτος, που δουλεύει και στις παραγωγές του Νέου Κόσμου, του έχει χαρίσει δύο εγγόνια με τη Γεωργιάννα Νταλάρα, κόρη του Γιώργου και της Αννας Νταλάρα (άρα συμπέθεροι).
Το συνεχές οτοστόπ στον χώρο του θεάτρου τον έφερε σε εκείνο που τελικά τον εξέφραζε περισσότερο: στις ομάδες. Κι ας δοκίμασε το εμπορικό θέατρο, στα «Μερικοί το προτιμούν καυτό» με Αλεξανδράκη, Γαληνέα και «Επιχείρηση γοητεία» με Καρέζη, Καζάκο. Ετσι πέρασε οκτώ χρόνια από το Θέατρο της Ανοιξης του Γιάννη Μαργαρίτη και της Νατάσας Ζούκα, έπειτα από τον Τεχνοχώρο του Γιάννη Κακλέα (του έδωσε στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας την πρώτη του σκηνοθεσία, τον «Ηχο του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη), όπου η επιτυχία της «Φιλονικίας» του Μαριβό τον έκανε να σκεφθεί για δικό του χώρο, τον οποίο βρήκε σε μια μισογκρεμισμένη αποθήκη στην Αντισθένους, όπου μπήκε κόντρα στο απαγορευτικό για να αποφύγει μπλόκο της Τροχαίας. Προσπερνώντας συνεργασίες με Εθνικό, ΚΘΒΕ, ΔΗΠΕΘΕ και Επιδαύρους, ας κλείσουμε με μία ιστορία: όταν ζήτησε τα καθίσματα του Σινέ Αστορ από τους εργάτες που τα ξήλωναν για να τα κρατήσει στην αποθήκη των Γιώργου και Μαίρης Παπαλιού στη Νέα Ιωνία. Λίγο προτού υλοποιήσει το θεατρικό του όνειρο στον Νέο Κόσμο.