Τον πρώτο καιρό μετά την εμφάνιση της τυπογραφίας πολλοί λόγιοι και ευγενείς δεν καταδέχονταν να πιάσουν στα χέρια τους τυπωμένα βιβλία, γιατί τα έβρισκαν χυδαία από αισθητική άποψη. Αυτό πρέπει να μας κάνει τουλάχιστον επιφυλακτικούς απέναντι σε παρόμοιες ενστάσεις για το ηλεκτρονικό βιβλίο, όπως π.χ. ότι είναι άμορφο, ότι δεν ευφραίνει το μάτι με μια καλαίσθητη γραμματοσειρά, τη μύτη με μια ευχάριστη μυρωδιά, τα δάκτυλα με την υφή ενός χαρτιού καλής ποιότητας κ.λπ. Καλώς ή κακώς, η εξέλιξη της τεχνολογίας αδιαφορεί για τις αισθητικές αντιλήψεις μιας ορισμένης εποχής ή ορισμένων κοινωνικών ομάδων.

Ωστόσο η μετάβαση από το έντυπο στο ηλεκτρονικό βιβλίο έχει κάτι που δεν την κάνει εντελώς ανάλογη με την αντικατάσταση της χειρόγραφης από τη μηχανική αναπαραγωγή. Συνεπάγεται μια διαφορετική αναγνωστική συμπεριφορά. Το έντυπο βιβλίο, όπως και το χειρόγραφο, είναι υλικό, χειροπιαστό και πεπερασμένο. Το ηλεκτρονικό είναι άυλο και ουσιαστικά χωρίς όρια (εξαιτίας κυρίως των links). Η σχέση του αναγνώστη μαζί του γίνεται έτσι περισσότερο χρηστική παρά συναισθηματική. Θα πει κανείς ότι αυτό δεν αφορά το περιεχόμενο. Είναι γεγονός όμως ότι για τους αναγνώστες έντυπων βιβλίων τα συναισθήματα που τους προκαλεί το περιεχόμενο συνδέονται συχνά στενά με την υλική μορφή του και οδηγούν σε ένα είδος προσωπικής σχέσης, που υποστασιοποιείται από το βιβλίο ως συγκεκριμένο αντικείμενο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Πρακτικά, αυτό σημαίνει κάτι που έχει επισημανθεί σε αρκετές περιπτώσεις: ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο προσφέρεται ιδιαίτερα για την ανάγνωση εγκυκλοπαιδικών, επιστημονικών, τεχνικών, γενικά πληροφοριακής φύσης βιβλίων, όχι όμως λογοτεχνικών και ίσως ούτε φιλοσοφικών. Αυτό βέβαια δεν είναι απόλυτο. Η γυναίκα μου, για παράδειγμα, διαβάζει ευχαρίστως μυθιστορήματα στο iPad της, ιδίως όταν ταξιδεύουμε, μυθιστορήματα όμως που δεν απαιτούν μεγάλη αυτοσυγκέντρωση. Οταν πρόκειται για κάτι απαιτητικότερο ή κάτι που την ενδιαφέρει περισσότερο, προτιμάει την έντυπη έκδοση. Μπορεί κανείς επίσης να μπει στο Διαδίκτυο για να αναζητήσει και να ξαναδιαβάσει ένα ορισμένο απόσπασμα π.χ. από τη «Μαντάμ Μποβαρί», όχι όμως ολόκληρο το μυθιστόρημα του Φλομπέρ.

Μερικοί συγγραφείς, ανάμεσά τους σεβαστά ονόματα όπως ο Τζον Απνταϊκ, είδαν στο διαδραστικό μυθιστόρημα (άλλο ένα «δώρο» του Διαδικτύου) μια δυνατότητα να επανενεργοποιηθεί το ενδιαφέρον νεότερων κυρίως χρηστών για τη λογοτεχνία. Το να μπορεί ο καθένας να τροποποιήσει κατά τα γούστα του την εξέλιξη της πλοκής ή τους χαρακτήρες ενός μυθιστορήματος δίνει μια μεταμοντέρνα αίσθηση ελευθερίας. Αλλά, όπως σχεδόν κάθε τι το μεταμοντέρνο, η ελευθερία αυτή είναι μια φενάκη, που υποθάλπει μια άσοφη στάση. Μπορείς να βάλεις τον Μόμπι Ντικ να τραβάει κατά τον Βόρειο Ειρηνικό ή τον Νότιο Ατλαντικό, να τοποθετήσεις την τελική σύγκρουση στα ανοιχτά της Χαβάης ή κοντά στο νησί Πίτκερν (εμπλέκοντας ίσως και τους επιζώντες στασιαστές της ανταρσίας του Μπάουντι). Αλλά, όπως σχολίασε δηκτικά ο Εκο, το ζήτημα με το μυθιστόρημα του Μέλβιλ και με τη ζωή είναι ότι η φάλαινα πάει όπου θέλει αυτή.

Το ηλεκτρονικό βιβλίο δίνει κάποιες καινούργιες δυνατότητες στον αναγνώστη και κάποιες καινούργιες ευκαιρίες στην εκδοτική βιομηχανία. Οπως όμως ο φορέας του, το Διαδίκτυο, όπως και κάθε επαναστατική εφεύρεση, γνωρίζει μια αρχική φάση ζηλωτισμού, όπου οι πιστοί περιφρονούν την προηγούμενη τεχνολογία και αποδίδουν μαγικές δυνάμεις στην καινούργια. Βρισκόμαστε ακόμη σε αυτή τη φάση; Δύσκολη η απάντηση. Πρόσφατες έρευνες πάντως έδειξαν ότι τα μικρά παιδιά θέλουν, πριν κοιμηθούν, να τους διαβάζουν από παραδοσιακά βιβλία και όχι από ηλεκτρονικά. Και η προορατική Amazon ανήγγειλε ήδη τη δημιουργία συμβατικών βιβλιοπωλείων.