«Ω γλυκύ μου έαρ». Ανοιξη και Πάσχα συγκατοικούν στη μνήμη μου σ’ έναν παράδεισο από επαναστατημένες αισθήσεις. Μεγάλη Πέμπτη. Από τον κήπο της γιαγιάς Βικτωρίας, το Βιτωράκι, όπως τη φωνάζαμε τρυφερά, φεύγω με μια αγκαλιά λουλούδια: ρόδα, βιολέτες, στρατιωτάκια (φρέζιες), υάκινθους, κρινάκια… Πηγαίνω στην εκκλησία του χωριού, τον Αφέντη Χριστό, να στολίσω, μαζί με άλλα κορίτσια, τον Επιτάφιο. Μεγάλη Παρασκευή. Πρωί πρωί ξεκινάμε με την πιο θεοσεβούμενη θεία μου, την Ειρήνη, για το καθιερωμένο προσκύνημα σε όλα τα ξωκκλήσια. Από τα ολάνθιστα λιβάδια μαζεύουμε αγριολούλουδα, μαργαρίτες, ανεμώνες, παπαρούνες, κρινάκια, νάρκισσους, μαχαιρίδες για να στολίσουμε τα εικονίσματα. Θα ανάψουμε και τα καντήλι. Στον δρόμο κορφολογούμε και γευόμαστε ξινούς, άγουρους και πικρούς καρπούς, συμμετέχοντας έτσι στα πάθη του Χριστού, που τον πότισαν όξος και χολή. Γυρίζουμε νωρίς το απόγευμα να ετοιμαστούμε για την εκκλησία. Φοράω τα καινούργια μου πέδιλα και το ολάνθιστο τσιτάκι που μου έραψε η άλλη θεία, η Αγλαΐα. Θα ψάλλουμε όλα μαζί τα κορίτσια τα εγκώμια και θα ακολουθήσουμε τη λιτάνευση του Επιταφίου, που θα περάσει από όλα τα σπίτια, ακόμη και από το νεκροταφείο, γιατί και οι νεκροί πρέπει να λάβουν το μήνυμα της ελπίδας που φέρνουν τα πάθη και η Ανάσταση. Η λιτανεία του Επιταφίου μέσα στα μύρα της άνοιξης, φωτισμένη μονάχα από τα κεριά των πιστών, ήταν μια «νύχτα γεμάτη θάματα, νύχτα γεμάτη μάγια». Νέοι και νέες μπορούσαν να διασταυρώσουν πυρακτωμένα βλέμματα και ίσως να υποκλέψουν μια λανθάνουσα θωπεία. «Ω γλυκύ μου έαρ, πού έδυ σου το κάλλος;».

Στη στήλη «Μπιλιέτο» σημαντικά πρόσωπα σχολιάζουν μια λέξη από την επικαιρότητα.

Επιμέλεια

Θανάσης Θ. Νιάρχος