Σιγά σιγά τα συνηθίσαμε. Βρήκαν χώρο και στέριωσαν τη δική τους αντικανονικότητα στις ρωγμές της δικής μας καθημερινότητας. Μιλάω για τα στιγμιότυπα με τους πρόσφυγες. Τους πνιγμούς, τους σωρούς από τα πορτοκαλί σωσίβια, τις οιμωγές και τον βήχα των παιδιών, τα ασυνόδευτα, τα βρέφη στις χαρτόκουτες, τη μάχη σώμα με σώμα για ένα σάντουιτς, τις πόρτες που χτυπούν για λίγο ζεστό φαγητό ή τις ανάγκες της στοιχειώδους υγιεινής. Και είναι κάτι νύχτες που αναρωτιέμαι πως αν γινόταν κάποιο θαύμα και αυτοί οι άνθρωποι γύριζαν στα σπίτια τους, στη δική τους προπολεμική κανονικότητα, τι θα κάναμε εμείς; Παραφράζοντας τότε τους στίχους του μεγάλου Αλεξανδρινού σκέφτομαι «Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς πρόσφυγες. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».

Παγιδευμένοι μέσα στα δικά μας αδιέξοδα, τα δομικά αλλά και αυτά που δημιούργησε η κρίση, στις ιδεοληψίες και στους κοινωνικούς αυτοματισμούς που καλλιέργησε με ρυθμούς θερμοκηπίου η πρώτη φορά Αριστερά, στον ρατσισμό που εξέθρεψε η οικονομική περιθωριοποίηση, δρούμε σαν να υπάρχει κάπου στο υποσυνείδητό μας η ιδέα ότι οι πρόσφυγες ήρθαν για τον καθένα από εμάς ξεχωριστά.

Ηρθαν για να δώσουν ιδέες αισχροκέρδειας σε αυτόν που αν δεν χρέωνε τη φόρτιση του κινητού ή δεν υπερτιμολογούσε το νερό θα σκαρφιζόταν τρόπους να εκμεταλλευτεί τον γείτονά του. Για να ανασκουμπώσουν τη «μάνα», με τη συμβολική έννοια της λέξης, που νομίζει ότι μπορεί να μαγειρέψει όχι για εκατό προσφυγόπουλα αλλά για ολόκληρο τον κόσμο. Για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση του «παρόντος» σε αυτόν που πιστεύει ότι προσφέροντας μια δωδεκάδα κρουασάν γίνεται μέρος της Ιστορίας. Την ευκαιρία στον ενσυνείδητο αλληλέγγυο να εκτελέσει την αποστολή του. Την πρόσκαιρη ανακούφιση στον φοβισμένο άνθρωπο που όσο πακετάρει για τους πεινώντες τόσο πιστεύει ότι απομακρύνει το ενδεχόμενο της δικής του πείνας. Για τον ματαιόδοξο που φωτογραφίζεται στην Ε1 του Πειραιά ώστε να έχει στο παλμαρέ του τεκμήρια ανθρωπισμού. Για τον κολλημένο που θεωρεί το «φιλανθρωπόμετρο» πατέντα της Αριστεράς. Για το «κομματόσκυλο» που χρησιμοποιεί το Προσφυγικό ως σφαίρα εναντίον του πολιτικού του αντιπάλου. Για τον εθνοκένταυρο που φοβάται μην αλλοιωθεί ο ελληνισμός. Για την πρώην κοσμική που έχει ένα «αχ, τι γλυκούλι!» για κάθε προσφυγάκι. Και κάτι ανανήψαντες νεροκουβαλητές του λάιφσταϊλ που μέσα από παραληρηματικά κείμενα μίσους και λυρικής ακράτειας αποπειρώνται να επιβάλουν με το φραγγέλιο του αφελούς τους λόγου την ευαισθητοποίηση για τους πρόσφυγες.

Ετσι, πολύ φοβάμαι ότι αν δεν υπήρχαν οι πρόσφυγες θα έπρεπε να τους είχαμε εφεύρει αφού, ούτως ή άλλως, με κάποιον τρόπο τους κουβαλάμε εντός μας.