Το χαστούκι της Μπεάτε Κλάρσφελντ στον καγκελάριο Κίζινγκερ προκάλεσε και δημόσια διαμάχη ανάμεσα σε δύο σπουδαίους συγγραφείς, μελλοντικούς νομπελίστες: τον Γκίντερ Γκρας και τον Χάινριχ Μπελ. Ο Γκρας, υπερασπιζόμενος το δόγμα της μη βίας πάση θυσία, είπε: «Ενα χαστούκι δεν είναι επιχείρημα. Οσο εναντίον είμαι στην παρουσία στην καγκελαρία ενός ανθρώπου που υπήρξε Ναζί από το 1933 ώς το 1945, άλλο τόσο είμαι αδιάλλακτος κατά των χαστουκιών ή άλλων τέτοιων ηρωικών πράξεων».

Αντίθετα, ο Χάινριχ Μπελ έστειλε λουλούδια στην Μπεάτε στο σπίτι της στο Παρίσι, τα οποία έλαβε μόλις επέστρεψε, τριάντα έξι ώρες μετά την πράξη της! Είπε ότι «πρέπει να μισούμε τους Ναζί» και οι εφημερίδες είχαν τίτλους του τύπου: «Μπελ και Γκρας τσακώνονται για λουλούδια». Σε άρθρο του στην «Ντι Τσάιτ» ο Μπελ έγραφε, μεταξύ άλλων: «Με ύφος αυθεντίας, ο Γκίντερ Γκρας διαπίστωσε πως δεν υπήρχε λόγος να στείλουμε λουλούδια στην Μπεάτε Κλάρσφελντ. Ομως αυτή η διαπίστωση μου φαίνεται μάλλον φαντασμένη, ενοχλητική και ακόμα, επειδή έγινε με επίσημο τρόπο, εντελώς άτοπη. Αναρωτιέμαι, εντελώς ταπεινά, πρέπει ο Γκίντερ Γκρας να κρίνει εάν έχω το δικαίωμα να στείλω λουλούδια σε μια κυρία; Ομως, είχα αυτό το δικαίωμα και είμαι έτοιμος να το διεκδικήσω απ’ όλες τις αυθεντίες μεταξύ των συναδέλφων μου. Χρωστούσα στην Μπεάτε Κλάρσφελντ αυτά τα λουλούδια για τους εξής λόγους: ως λογική συνέπεια των δραστηριοτήτων μου ως συγγραφέα, ανεξάρτητα αν είναι σημαντικές ή ασήμαντες, και με όποιον τρόπο θέλουν να τις κρίνουν οι συγκεκριμένες αυθεντίες. (…) Λόγω της μητέρας μου, σε ανάμνηση αυτής της γυναίκας που πέθανε τον Νοέμβριο του 1944 στη διάρκεια αεροπορικής επίθεσης και που συγκέντρωνε αρετές που είναι πολύ σπάνιο να δει κανείς συγκεντρωμένες: εξυπνάδα, αφέλεια, χαρακτήρα, ένστικτο και αίσθηση του χιούμορ! Εκείνη μου έμαθε να μισώ τους Ναζί, και ειδικά εκείνους στους οποίους ανήκει ο κ. Κίζινγκερ: τους αστούς, περιποιημένους Ναζί, εκείνους που δεν λερώνουν τα χέρια ούτε τα ρούχα τους και συνεχίζουν μετά το 1945 να διασχίζουν χωρίς αιδώ τη Γερμανία και να καλούνται μάλιστα να βγάζουν λόγους από την Κεντρική Επιτροπή των Γερμανών Καθολικών. (…) Λόγω της γενιάς στην οποία ανήκω: εκείνης των σκοτωμένων και των επιζώντων, και οι επιζώντες δεν μπορούν να στείλουν λουλούδια στην κυρία Κλάρσφελντ, διότι εάν της εξέφραζαν τη συμπάθειά τους με λουλούδια, θα έχαναν τη θέση τους ως δάσκαλοι, καθηγητές, τηλεοπτικοί παραγωγοί, διευθυντές εκδοτικών οίκων. Εγώ μπορώ να το κάνω και το κάνω, και παίζω με τη θέλησή μου τον αποδιοπομπαίο τράγο χάριν εκείνων των οποίων η ελευθερία δεν μπορεί να πάει τόσο μακριά όσο η δική μου. (…) Η πρωτόγονη ψυχολογία των αστών βγάζει πάντα από το σακί αυτή τη λέξη, την οποία χρησιμοποιεί δυστυχώς και ο Γκίντερ Γκρας: τη λέξη «υστερική». Μια παρατήρηση, για να τελειώνουμε: για τρίτη φορά, είμαι ο μοναδικός κριτής – πολύ ταπεινά, βέβαια – που θα κρίνει εάν έχω το δικαίωμα να στείλω λουλούδια σε μια γυναίκα. Εάν το έκανα, ήταν επίτηδες και αυθόρμητα, και είμαι έτοιμος να το ομολογήσω μπροστά στους πιο εξέχοντες δασκάλους της πιο βαθιάς ψυχολογίας.

Οταν έμαθα για τη χειρονομία της κυρίας Κλάρσφελντ, ήταν έντεκα η ώρα το βράδυ: ώρα που δεν ενδείκνυται να στείλεις λουλούδια στο Παρίσι. Είχα λοιπόν όλο τον καιρό να το συζητήσω με την οικογένεια, να κοιμηθώ, να το ξανασυζητήσω στο πρωινό, να το σκεφτώ πάλι, και άφησα – κατά το ήμισυ επίτηδες – να περάσουν τρεις ώρες πριν στείλω τον δεύτερο γιο μου να δώσει την παραγγελία στον ανθοπώλη της γωνίας. Από τότε, έστειλα κι άλλα λουλούδια στην κυρία Κλάρσφελντ και πιστέψτε με, θα της στείλω – μετά συγχωρήσεως – και τρίτη φορά, εάν παρουσιαστεί η ευκαιρία».