Στην προηγούμενη ζωή του, αν μας επιτρέπεται η μεταφορά, ήταν κουρέας χωρίς την παραμικρή ιδέα για το πώς κουρεύουν. Επί εννιά μήνες άκουγε σε τακτά διαστήματα της ημέρας παιδιά να κλαίνε και να γδέρνουν τοίχους. Τα βράδια συζητούσε με φίλους για τη συνοικία Βαρόνου Χιρς της Θεσσαλονίκης και μερικές φορές έλεγε μαζί τους ελληνικά τραγούδια. Πού και πού είχαν στη διάθεσή τους και βότκα.

Ολα αυτά επειδή στην προηγούμενη ζωή του ο Ντάριο Γκαμπάι ήταν Sonderkommando στα κρεματόρια 2 και 3 του Μπιρκενάου. Από τον Απρίλιο του 1944 ώς τις αρχές του 1945 ανήκε μαζί με άλλους θεσσαλονικείς Εβραίους –όπως τον ξάδερφό του Μορίς Βενέτσια –στα λεγόμενα «ειδικά σώματα» τα οποία οι Ναζί επιφόρτισαν με όλες τις χειρωνακτικές εργασίες μέσα στους θαλάμους αερίων. Τα μέλη των ομάδων, διαφορετικών εθνικοτήτων, έπρεπε να απομακρύνουν τα πτώματα από τους θαλάμους και με τη βοήθεια ενός μικρού ανελκυστήρα να τα μεταφέρουν στους φούρνους του κρεματορίου που βρίσκονταν στο ισόγειο, ακριβώς από πάνω τους. Στη συνέχεια έπρεπε να μπουν και πάλι στον θάλαμο και να καθαρίσουν τα αίματα και τα περιττώματα από τους τοίχους και το πάτωμα χρησιμοποιώντας σωλήνες που έριχναν νερό με μεγάλη πίεση. Από μια συγκυρία, είναι εικόνες που μπορεί να δει κανείς αυτή την περίοδο στον «Γιο του Σαούλ», την ταινία του Ούγγρου Λάζλο Νέμες, η οποία πέρασε στη βραχεία λίστα για τις υποψηφιότητες του Οσκαρ ξενόγλωσσου φιλμ.

«Οταν άνοιγαν την πόρτα έβλεπα τους ανθρώπους που πριν από μισή ώρα είχαν μπει στον θάλαμο αερίων, τους έβλεπα να στέκονται όρθιοι. Κάποιοι είχαν γίνει μαύροι και μπλε από το αέριο. Ηταν όλοι νεκροί. Αν κλείσω τα μάτια μου, το μόνο που βλέπω είναι γυναίκες να στέκονται όρθιες με τα παιδιά στην αγκαλιά τους. Δεν υπήρχαν συναισθήματα εκείνη την εποχή». Αυτή είναι η περιγραφή του ίδιου του Γκαμπάι όπως καταγράφεται στο βιβλίο «Αουσβιτς» του άγγλου ιστορικού Λόρενς Ρις (Πατάκη, 2006, μετάφραση Κωνσταντίνου Κρίτση).

Οι εμπειρίες του συμπίπτουν με όσα αναφέρουν άλλοι Sonderkommando σε γράμματα που έθαψαν μέσα σε κουτιά στον περίβολο των κρεματορίων. Η πλέον ολοκληρωμένη μαρτυρία, εξάλλου, προέρχεται από τον ξάδερφο του Γκαμπάι, τον επίσης Ελληνοεβραίο Σλόμο Βενέτσια (1923 – 2012). Η μαρτυρία αυτή –υπό τη μορφή συνέντευξης στην Μπεατρίς Πρασκιέ –περιέχεται πλέον στο πολύτιμο βιβλίο «Sonderkommando: μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίων» (εκδ. Πατάκη, 2007, μετάφραση Κυριακή Χρα, πρόλογος Σιμόν Βέιλ). «Δεν κατάφερα ν’ αποκτήσω μια φυσιολογική ζωή –να προσποιηθώ ότι όλα πάνε καλά, να πάω σαν όλους τους άλλους να διασκεδάσω αμέριμνος. Τα πάντα με γυρίζουν στο στρατόπεδο. Ο,τι κι αν κάνω, ό,τι κι αν δω, το μυαλό μου γυρνάει πάντα στο ίδιο μέρος. Θαρρείς και η «δουλειά» που έπρεπε να κάνω εκεί να μη βγήκε ποτέ πραγματικά απ’ το νου μου… Από το κρεματόριο δεν βγαίνει κανείς ζωντανός» καταλήγει ο Βενέτσια.

ΣΤΟ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ. «Εχω μέσα μου πράγματα που δεν λέγονται» δηλώνει σήμερα και ο Ντάριο Γκαμπάι στο αφιέρωμα του «Hollywood Reporter» υπό τον τίτλο «Οι επιζήσαντες του Χόλιγουντ», όπου η μαρτυρία του στέκεται μαζί με άλλες εννέα (Μπιλ Χάρβεϊ, Ρόμπερτ Κλάρι, Ρουθ Πόσνερ, Σελίνα Μπινιάζ, Λέον Πρόσνικ, Μάγιερ Γκότλιμπ, Μπράνκο Λούστιχ, Κερτ Λόουενς και η διάσημη δρ. Ρουθ Βεστχάιμερ). «Είδα πολλά. Ακόμη και τώρα θέλω να κλάψω για να τα βγάλω από μέσα μου. Αλλά δεν βγαίνουν».

Ο Γκαμπάι μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε σε ιταλικό σχολείο (γεννήθηκε από ελληνίδα μητέρα και ιταλό πατέρα) και δούλεψε αρχικά σε εφημερίδα. Τον Μάρτιο του 1944 η οικογένειά του στοιβάχτηκε σε βαγόνι μεταφοράς βοοειδών με προορισμό το Αουσβιτς – Μπιρκενάου. Εκεί η ομάδα του διαβόητου Μένγκελ χώρισε τους Γκαμπάι στα δύο. Ο 21χρονος Ντάριο και τ’ αδέλφια του στάλθηκαν σε μια κατεύθυνση, οι γονείς τους σε άλλη. Δεν ξαναενώθηκαν ποτέ. Τον Ιανουάριο του 1945, όταν οι Ναζί εκκένωσαν το Αουσβιτς, ο Γκαμπάι και άλλοι έγκλειστοι αναγκάστηκαν να μπουν σε πορεία θανάτου («Παγώναμε απ’ το κρύο, απορώ πώς επιβίωσα») και κατέληξαν στην Αυστρία. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς ταξίδεψε στις ΗΠΑ, με τη βοήθεια της Εβραϊκής Επιτροπής του Κλίβελαντ, για να εγκατασταθεί τελικά το 1951 στο Λος Αντζελες. Αν και δεν συμμετείχε ενεργά στη βιομηχανία του Χόλιγουντ, κέρδισε έναν μικρό ρόλο στην ταινία του Ρόμπερτ Γουέμπ «Η ένδοξη ταξιαρχία» (1953). Σ’ αυτήν ο Βίκτορ Ματσούρ υποδυόταν τον αμερικανό ταγματάρχη ελληνικής καταγωγής Σαμ Πράιορ, ο οποίος συνοδεύει έλληνες στρατιώτες σε αποστολή αναγνώρισης στον Πόλεμο της Κορέας! Ο Γκαμπάι συμμετείχε επίσης στο ντοκιμαντέρ του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Οι τελευταίες ημέρες» (1998) και σε μια σειρά του BBC για το Ολοκαύτωμα το 2005.

Σύμφωνα με τις αναφορές ιδρυμάτων για τη μνήμη του Ολοκαυτώματος, ο Ντάριο Γκαμπάι είναι ένας από τους τελευταίους επιζώντες Sonderkommando.Και παρότι έχει αφηγηθεί δεκάδες φορές την εποχή που έζησε στην κόλαση, βασανίζεται ακόμη και σήμερα για να εξηγήσει τι τον κράτησε ζωντανό, όπως εξομολογείται στο «Hollywood Reporter». «Προσπαθούσα να μην σκέφτομαι. Και μιλούσα στον εαυτό μου για να βρω δύναμη στα λόγια. Ελεγα «αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει μια μέρα –και ο κόσμος θα γίνει καλύτερος όταν του αποκαλύψω ακριβώς τι συνέβη»».