Ανακοινώθηκε πως αρχίζει σήμερα ο εθνικός διάλογος για την Παιδεία. Στον διαδικτυακό τόπο που θα διεξαχθεί δεν υπάρχουν προτάσεις του υπουργείου, αλλά λίγα σκόρπια κείμενα από παλαιά μαζί με τις «Αφετηριακές σκέψεις» του προέδρου της Επιτροπής Διαλόγου Αντώνη Λιάκου.

Το κείμενο αυτό διαπνέεται από μία ιδεαλιστική και αυταρχική αντίληψη για την παιδεία, είναι μακριά από την πραγματικότητα, ενώ χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις και άκριτη μεταφορά προβληματισμών που αφορούν τον διεθνή χώρο.

Αρχίζοντας από το τελευταίο: Το κύριο πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι ο αποκλεισμός που αντικατέστησε την ενσωμάτωση, όπως λέει ο Α. Λιάκος, διότι έχουμε από τους μεγαλύτερους αριθμούς μαθητών/φοιτητών και δεν έχουμε εδώ, παρά τα φροντιστήρια, απαγορευτικό ύψος διδάκτρων. Η παιδεία, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο εξωτερικό, δεν έγινε «μετρήσιμο οικονομικά προϊόν» διότι εδώ και η στοιχειωδέστερη μέτρηση δαιμονοποιείται. Ούτε ο «διευθυντισμός και η τεχνοκρατία» αντικατέστησαν την κοινότητα αφού οι εκπαιδευτικές κοινότητες (φοιτητών, εκπαιδευτικών, διοικητικών) κυριαρχούν ενώ κάθε τι που θυμίζει τεχνολογία εξοστρακίζεται ειδικά από την παράταξη που μιλά για τεχνοφασισμό.

Οι αντιφάσεις: Από τη μια ο Α. Λιάκος αναγνωρίζει εργαλειακή αξία για την παιδεία αφού λέει πως μπορεί να δώσει χέρι βοήθειας στην κοινωνία μας να βγει από την κρίση, και από την άλλη την αντιμετωπίζει ως αύταρκες αγαθό, αντικείμενο «στοχαστικής απόλαυσης». Από τη μια προκρίνει τις γνώσεις απέναντι στις δεξιότητες και από την άλλη ζητάει οι μαθητές «να μάθουν να μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν».

Και η λογική του κειμένου: Ο Α. Λιάκος θέλει η εκπαίδευση να διαμορφώνει χαρακτήρες με τρόπο ολιστικό –δεν μιλάει πουθενά για καλλιέργεια κριτικής σκέψης. Λέει πως οι δυο πρώτες βαθμίδες πρέπει να γίνουν πεδία πειραματισμών (στου κασίδη το κεφάλι;) όταν αυτό είναι δουλειά των σχετικών πανεπιστημιακών τμημάτων. Ισχυρίζεται πως η έλλειψη ελπίδας προκαλεί κατάρρευση του νοήματος και προσπαθεί να την αναπληρώσει είτε προσφέροντας αόριστες παραμυθίες και οράματα είτε ανέφικτες λύσεις (όπως την αντικατάσταση των αμφιθεάτρων με σεμινάρια με τους μεγάλους αριθμούς φοιτητών και τους ελάχιστους των διδασκόντων). Ομως, η έλλειψη ελπίδας στους πολίτες είναι πιο πεζή (οι πτυχιούχοι δεν βρίσκουν δουλειές) και η αναίρεση της συνθήκης του μοντερνισμού, για την οποία μιλούσε ο Νίτσε ήδη από την αυγή του 20ού αιώνα, δεν γίνεται με χύμα διαλόγους στο Διαδίκτυο υπό την αιγίδα υπουργών. Ο διάλογος του υπουργείου και του Α. Λιάκου δεν είναι παρά η παράσταση πίσω από την οποία προάγονται παρασκηνιακά αυταρχικές λύσεις.

Η Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών