Μία νέα βιογραφία του Αδόλφου Χίτλερ δια χειρός ενός διακεκριμένου γερμανού ιστορικού υποστηρίζει ότι έχει υποτιμηθεί η πολιτική οξυδέρκεια του ηγέτη των Ναζί και ότι έχει υπερτονιστεί η άποψη περί γοητείας που ασκούσε επί των Γερμανών.

Η βιογραφία με την υπογραφή του Πέτερ Λόγκεριχ και τίτλο «Χίτλερ» κυκλοφορεί την Δευτέρα 9 Νοεμβίου κι είναι ένα έργο 1.295 σελίδων που περιλαμβάνει υλικό από τα ημερολόγια του υπουργού Προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας Γιόζεφ Γκέμπελς και από μερικές εκ των πρώτων ομιλιών του Χίτλερ.

«Συνολικά, έχουμε την εικόνα ενός δικτάτορα, ο οποίος είχε πολύ μεγαλύτερο έλεγχο, λάμβανε πολύ περισσότερες ατομικές αποφάσεις απ΄ό,τι εθεωρείτο μέχρι σήμερα. Ήθελα να επαναφέρω στο επίκεντρο τον Χίτλερ ως άτομο», δήλωσε ο Λόγκεριχ σε συνέντευξή του στο Reuters.

Πρόσφατα έργα για τον Τρίτο Ράιχ έχουν τονίσει περισσότερο το κοινωνικο-πολιτικό κλίμα που οδήγησε στην άνοδο του ναζισμού μετά την ήττα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Λόνγκεριχ, ο οποίος είναι καθηγητής στο London University, υποστηρίζει ότι ενώ η πολιτική του Χίτλερ και τα αποτελέσματά της ήταν καταστροφικά, ο ίδιος ενήργησε με εξυπνάδα σε συγκεκριμένες καταστάσεις.

«Θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα πώς κατάφερε να φτάσει τόσο ψηλά: προφανώς είχε την ικανότητα να εκμεταλλεύεται συγκεκριμένες καταστάσεις για δικό του όφελος και για τους δικούς του σκοπούς», εξηγεί ο ιστορικός.

Μάλιστα, ο ίδιος υποστηρίζει ότι ακόμη κι η ρατσιστική του ιδεολογία που οδήγησε στην εξόντωση τουλάχιστον έξι εκατομμυρίων εβραίων στο Ολοκαύτωμα, οφειλόταν εν μέρει σε πολιτικό οπορτουνισμό. Ο Λόνγκεριχ πιστεύει ότι σε νεαρή ηλικία ο Χίτλερ δεν υπήρξε φανατικός αντισημίτης.

«Περίπου το 1919-1920 αντιλήφθηκε ότι θα μπορούσε να επιτύχει στην πολιτική υιοθετώντας και υποκινώντας τον αντι-σημιτισμό», εξηγεί ο καθηγητής και προσθέτει ότι την δεκαετία του 30′ αυτά τα χαρακτηριστικά έγιναν κεντρικό στοιχείο του χαρακτήρα του Χίτλερ.

Ο Λόνγκεριχ επίσης επιχειρεί να καταρρίψει τη θεωρία ότι ο Χίτλερ είχε ένα ακαταμάχητο χάρισμα που μάγευε τους Γερμανούς υποστηρίζοντας ότι ουσιαστικά ήταν κατασκευασμένο από την ναζιστική μηχανή προπαγάνδας που πρόβαλε φωτογραφίες από γοητευμένους οπαδούς του σε πορείες.

Ο συγγραφέας δεν απαλλάσσει, πάντως, τους Γερμανούς από την ευθύνη λέγοντας ότι μεγάλο τμήμα του λαού υποστήριζε τον Χίτλερ ενώ άλλοι τον ακολουθούσαν από συμφέρον, αλλά γράφει ότι υπήρχε κοινωνική δυσαρέσκεια και εντάσεις, για παράδειγμα στους κόλπους της εκκλησίας.

Εβδομήντα χρόνια μετά τον θάνατό του οι απόψεις των Γερμανών για τον Χίτλερ ακόμη εξελίσσονται, επισημαίνει ο Λόνγκεριχ.

«Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κανένας ενθουσιασμός για τον Χίτλερ αλλά βλέπουμε να καταρρίπτονται τα ταμπού», υποστηρίζει, επικαλούμενος πρόσφατες ταινίες σχετικά με τον δικτάτορα καθώς και τον διάλογο που προκλήθηκε μετά την επανέκδοση του ναζιστικού ιδεολογικού μανιφέστου «Mein Kampf» (Ο Αγών Μου).

Ο Λόνγκεριχ προειδοποιεί ότι, καθώς αυξάνονται οι φόβοι για άνοδο του ακροδεξιού εξτρεμισμού εξαιτίας της προσφυγικής κρίσης στη Γερμανία, σε μία «σκληρότερη» πολιτική ατμόσφαιρα, «η ικανότητα ενός και μόνο πολιτικού προσώπου είναι ένας παράγοντας που δεν θα πρέπει να υποτιμάται».