Λόγια του Κήρυκα στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου.
Δεν πρωτοσυνάντησα εκεί τον στίχο.
Είχε προλάβει ο Σεφέρης στο «Με τον τρόπο του Γ.Σ.» να μου φανερώσει τον πανάρχαιο λόγο.
«Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει, ολοένα ταξιδεύει
κι αν “ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς”
είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι,
εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν».
Μικρός, και ποιος ξέρει τι κατάλαβα. Ομως το αίσθημα το θυμάμαι ακόμα. Σαν αποκάλυψη πάμφωτη έκανε να τρέμει μέσα μου κάτι που λες και μου ‘φερνε τον παλμό της καρδιάς στα χείλη.
Αργότερα στη σχολή στο μάθημα του Τερζάκη, δάσκαλος μέγας (μέγεθος ξεχασμένο πια στην πιάτσα της παιδείας, κι όμως να ‘ξεραν πόσο ζωντανό), εκεί που κάναμε «Οιδίποδα» πώς γύρισε η κουβέντα κι έφτασε στον Αισχύλο, και θέλοντας να δείξει της τέχνης το υψηλόν ή και για να επισημάνει ίσως τη διαφορά ανάμεσα στον σοφόκλειο στίχο, μετέφρασε πρόχειρα (τι πρόχειρα; τίποτα πρόχειρο δεν είχε ο λόγος του) την αισχύλεια φράση: «Βλέπαμε το Αιγαίο πέλαγος νεκρούς ν’ ανθεί».
Πώς γίνεται ο νεκρός να είναι άνθος;
Φαντάζομαι τους λευκούς αφρούς, κρίνα αιωρούμενα στις κορφές των κυμάτων.
Μέχρι εκεί έφτανε η φοιτητική μου νιότη.
Το ότι ο ποιητής έβλεπε «ωραία λουλούδια κι άσπρα» τους νεκρούς, αυτό με ξεπερνούσε αλλά και με παίδευε μαζί.
Παιδεύω – εκπαιδεύω, τόσο κοντά τότε.
Τώρα, άλλα μέτρα, άλλα σταθμά, άλλη ζωή. Το λέω. Δεν μου κάνει.
Και πέρασαν τα χρόνια, δυόμισι χιλιάδες, όχι αστεία κι εξακολουθούμε να βλέπουμε «ν’ ανθεί νεκρούς το Αιγαίο».
Δεν ξέρω πόσο μέτρησε αυτό που είδαν οι αρμόδιοι (;) Ευρωπαίοι.
Ακουσα τα τετριμμένα λόγια τους. Λόγια κούφια. Λέξεις βαλμένες στην αράδα σαν κομπολόι για τουρίστες στα νησιά.
Αλλά και σε μας εδώ τους ιθαγενείς της δυστυχίας δεν νομίζω πως αγγίζει πιο βαθιά το θέμα, έτσι όπως έρχεται σαν πληροφορία, στριμωγμένο ανάμεσα στις αερολογίες του Φίλη (υπουργός Παιδείας ένας αιώνιος φοιτητής, πού να το πεις δηλαδή;), στο κυνήγι της αρχηγίας της Νέας Δημοκρατίας (Θα κάμομε διβαίητ ή δεν θα κάμομε. Αμλέτειον το ερώτημα) ή στις αρλούμπες μετά βαρβαρισμών και σολοικισμών του Πρωθυπουργού (Τι «εκτίθει» ήταν αυτό; Σε ποια κατάληψη του το διδάξανε;) αλλά και σ’ όλα αυτά τα φασιστοειδή που σε κάθε ευκαιρία προτάσσουν τη βία ως μόνο μέσο συμπεριφοράς. (Στο βίντεο, πέρα από τη βάναυση επίθεση του ανδροειδούς στον βουλευτή Κουμουτσάκο, η σχεδόν αδιάφορη στάση του αστυνομικού αξίζει ιδιαίτερης προσοχής)
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό της παράνοιας και της παραφροσύνης ποιος έχει το κουράγιο να κοιτάξει με το μάτι της ψυχής του το ανθισμένο Αιγαίο;
Σκέφτομαι τον Ευριπίδη και τον λόγο του.
«Ολα τ’ αντέχει ο άνθρωπος».
Κι ο Γιώργος Χειμωνάς. «Θεοί, μη μας λυπάστε».