«Ξέρεις ποιος είναι ο τζάμπας;». Η φωνή από την άλλη άκρη του τηλεφώνου, ήρεμη, ευπροσήγορη, ήθελε να προσθέσει την πινελιά του στην «Γκερνίκα» του ελληνικού ποδοσφαίρου μιλώντας για τον μεγαλοπαράγοντα που πουλάει τζάμπα οπαδιλίκι.

Για πολλές δεκαετίες κάτοχος εισιτηρίου διαρκείας μεγάλης αθηναϊκής ομάδας, παρακολουθεί το ποδόσφαιρο ως νεαρός εραστής και όχι ως παντρεμένος μεσήλικος. Προσπάθειά του ήταν να καταδείξει πως ένας φίλαθλος, όσο πιστός κι αν είναι στην ομάδα που υποστηρίζει, διαθέτει και μνήμη και κρίση και δεν τρώει το κουτόχορτο που προσπαθούν να τον ταΐσουν οι εκάστοτε ηγήτορες των συλλόγων και οι υπηρέτες της καθεστωτικής τους νοοτροπίας.

Φλόγινες ανακοινώσεις για τη διαιτησία και το κακό που μας καταδιώκει, υπέρμετρος ενθουσιασμός για την απόκτηση μέτριων παικτών και αναζήτηση θυμάτων που θα τους φορτωθούν οι ευθύνες της απρόσμενης ήττας αποτελούν τα συστατικά της επιτυχίας του γλυκού του κάθε «τζάμπα».

Κι όταν αρπάξει στο ψήσιμο, η λάβα ξεχύνεται ανεξέλεγκτη, στήνονται «λαϊκά δικαστήρια», πέφτουν κορνέδες και η οργή παρασύρει αθώους και ενόχους.

Είναι η στιγμή που ο προπονητής μετατρέπεται σε Ιφιγένεια για να εξευμενιστεί ο Ποσειδώνας και να φουσκώσει ξανά τα πανιά της επιτυχίας. Μόνο που στο ποδόσφαιρο η θεά Αρτεμις δεν δείχνει κανέναν οίκτο και το κεφάλι κυλά στα σκαλοπάτια των εξεδρών.