Πριν από λίγες μέρες, γνωστός λογοτέχνης και διανοούμενος αισθάνθηκε μια ενόχληση και πέρασε από κάποιο νοσοκομείο. Για λόγους προληπτικούς τον κράτησαν. Ισως και εξαιτίας του σεβασμού που εμπνέει το όνομά του αφού στη χώρα μας η αναγνωρισιμότητα εξασφαλίζει, τρόπον τινά, πρόσβαση στο αυτονόητο, και ευτυχώς στην προκειμένη περίπτωση μια και ο ίδιος, λόγω ιδιοσυγκρασίας, δεν θα διεκδικούσε ούτε καν αυτό. Το αντιλήφθηκε όμως κάποιος, εκπρόσωπος εκείνης της αχαρτογράφητης επαγγελματικής Νεφελοκοκκυγίας που εκτείνεται αορίστως ανάμεσα στην τέχνη και στο πυροτέχνημα, τη δημοσιογραφία και την εμπρηστική λογοδιάρροια, και θεώρησε καθήκον του να το δημοσιοποιήσει στο Διαδίκτυο. Με λάθος μάλιστα στοιχεία αλλά με ένα προανάκρουσμα συγκινησιακού ιατρικού ανακοινωθέντος. Και από κει και πέρα άρχισε ένα ιδιότυπο κυνήγι θησαυρού. Βρες το και πες το. Ή μάλλον πες το χωρίς καν να το έχεις βρει.

Σαν μπαλάκια του πινγκ-πονγκ έπεφταν τα σχόλια ειδικά όταν άρχισαν οι αναδημοσιεύσεις. «Είναι σε αυτό το νοσοκομείο». «Οχι, είναι στο άλλο». «Εχει αυτό». «Οχι, έχει το άλλο». Μέχρι που κάποιος έπαιξε τα ρέστα του. «Εκεί εργάζεται ένας φίλος μου γιατρός. Θα τον ρωτήσω και θα μου πει ακριβώς». Μην αναρωτιέστε τι έγινε. Του είπε. Και ο άλλος τον ευχαρίστησε δημόσια αναφέροντας το όνομά του. Ανάγοντας τον κανιβαλισμό σε διαδικτυακό χόμπι. Κι εγώ, ενώ προσπαθούμε μαζί με άλλους να προστατεύσουμε τον φίλο λογοτέχνη από τον διασυρμό της υγείας του, αναρωτιέμαι μέχρι πού μπορεί να φτάσει κάποιος για λίγες αράδες ιντερνετικού παραγοντισμού.