Δύο είναι οι συχνότερες αντιδράσεις κατά την ανάγνωση του «A brief history of seven killings». Κατ’ αρχάς, το πίσω – μπρος των σελίδων για να θυμηθείς ποιος είναι ποιος από τη λίστα των 80 πάνω – κάτω χαρακτήρων του μυθιστορήματος. Και, δεύτερον, η ερώτηση πόσο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας έχει διαβάσει ο Μάρλον Τζέιμς.

Η υπερδαστήρια φαντασία του μπαινοβγαίνει σε τρεις δεκαετίες, από την Τζαμάικα του 1960 ώς τη Νέα Υόρκη του 1990, για να δημιουργήσει ένα καλειδοσκόπιο όπου πρωταγωνιστούν οι συμμορίες του Κίνγκστον, οι τοποτηρητές της CIA, ένας ανταποκριτής του «Rolling Stone» και οι υπερφιλόδοξοι πολιτικοί και των δύο χωρών (αναφέρεται μέχρι και ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος).

Από το κάστινγκ, πάντως, ξεχωρίζουν μια κεντρική γυναικεία φιγούρα (η πολύ σκληρή για να πεθάνει Κιμ Μαρί Μπέρτζες) και το ομιλούν πτώμα ενός παλιού πολιτικού, με τα λόγια του οποίου ξεκινά το βιβλίο («Ακούστε. Οι νεκροί δεν σταματούν ποτέ να μιλούν»).

Η άλλη μεγάλη επιρροή είναι ο Γουίλιαμ Φόκνερ, το βιβλίο του οποίου «Καθώς ψυχορραγώ» αναφέρει ο συγγραφέας στις ευχαριστίες της τελευταίας σελίδας. Ο δαιδαλώδης μακροπερίοδος λόγος και ο εσωτερικός μονόλογος ορίζουν τη γραφή του Τζέιμς (ορισμένες φορές σε σημείο εξοντωτικό για τον αναγνώστη, καθώς κάποια κεφάλαια είναι γραμμένα στο ιδίωμα των Τζαμαϊκανών).

Για να είμαστε πάντως δίκαιοι, ο ίδιος ο συγγραφέας, σε συνέντευξή του στους «Λος Αντζελες Τάιμς» δήλωσε ότι «οδηγός μου ήταν το «Αμερικανικό ταμπλόιντ» του Τζέιμς Ελρόι, αλλά διάβασα και το «Libra» του Ντον ντε Λίλο».

Η ΤΖΑΜΑΪΚΑ ΧΘΕΣ. Το σύμπαν των 686 πυκνογραμμένων σελίδων είναι χτισμένο γύρω από ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο ο Τζέιμς χρησιμοποιεί μόνο ως αφορμή: την ένοπλη επίθεση εναντίον του Μπομπ Μάρλεϊ και της συζύγου του, τον Νοέμβριο του 1976, μέσα στο σπίτι τους, λίγες ημέρες πριν από τη συναυλία του «Χαμογέλα Τζαμάικα». Γύρω από αυτό το εύρημα ο Τζαμαϊκανός συγγραφέας ανασυστήνει την ταραχώδη εποχή της πατρίδας του που πήρε εμφυλιοπολεμικό χαρακτήρα, όταν συγκρούστηκαν οι άσπονδοι πολιτικοί αντίπαλοι Μάικλ Μάνλεϊ (Δημοκράτης σοσιαλιστής) και Εντουαρντ Σεάγκα (Συντηρητικός).

Ολο το βιβλίο είναι μια καλοστημένη χορογραφία της βίας, όπου τα καρτέλ ναρκωτικών ορίζουν τις τύχες των ανθρώπων και οι φιλοδοξίες κόβουν το νήμα της ζωής. Οι οριστικές λύσεις σε ένα δράμα δεκαετιών δίνεται μόνο στο τέλος, αλλά μέχρι τότε ο Μάρλον Τζέιμς έχει αξιοποιήσει την τοξική ειρωνεία (να ένα ακόμη στοιχείο από τον Φόστερ Γουάλας) και δεκάδες ποπ αναφορές σε έναν κόσμο που προλάβαμε να μυθοποιήσουμε στα 80s.

Οταν σε κάποιο σημείο η Ντόρκας Πάλμερ μένει στο δωμάτιο με έναν άγνωστο μέχρι τότε άντρα, μονολογεί: «Το ξέρω αυτό το σημείο, έχω δει τη «Δυναστεία». Κανονικά πρέπει να τον ρωτήσω εάν θέλει ένα ποτό. Αλλά το μόνο που έχω είναι φτηνή βότκα».

Η «Σύντομη ιστορία των εφτά φονικών» που βραβεύθηκε χθες με το Μπούκερ (με έπαθλο 50.000 στερλίνες) είναι το τρίτο στη σειρά μυθιστόρημα του 45χρονου Τζέιμς, ο οποίος ασχολείται κατά κύριο λόγο με την άγραφη ιστορία της πατρίδας του. Στο πρώτο βιβλίο του «John Crow’s devil» αφηγείται τη σύγκρουση δύο ιερέων στην Τζαμάικα του 1957, ενώ στο δεύτερο «The book of night women» (2010) την προσωπική επανάσταση μιας γυναίκας των φυτειών στις αρχές του 19ου αιώνα, επίσης στην Τζαμάικα.

Οι άλλοι πέντε

ΧΑΝΙΑ ΓΙΑΝΑΓΚΙΧΑΡΑ

Τραυματισμένες ψυχές στη Νέα Υόρκη

Στην αρχή έχεις την αίσθηση ότι θα είναι η σάγκα τεσσάρων φίλων που ξεκινούν από τα λοφτ της Νέας Υόρκης για να κατακτήσουν τον μέχρι σήμερα γνωστό κόσμο. Σε προϊδεάζουν γι’ αυτό και το εισαγωγικό σημείωμα – με το όνομα και την ιδιότητα καθενός – και τα κεφάλαια που αναφέρονται στον καθέναν ξεχωριστά. Ο Γουίλεμ είναι ο φτασμένος ηθοποιός που κάποια στιγμή θα παίξει την καριέρα του κορώνα γράμματα.

Ο JB ο ζωγράφος που κερδίζει credits στον καλλιτεχνικό κόσμο ζωγραφίζοντας πορτρέτα των φίλων του. Ο Μάλκολμ ανερχόμενος αρχιτέκτονας που διαρρυθμίζει τα σπίτια των άλλων τριών. Και ο Τζουντ με την «αδιευκρίνιστη» καταγωγή;

Ο Τζουντ είναι ένα κεφάλαιο από μόνος του, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σχεδόν το μισό βιβλίο των 720 σελίδων (που θα κυκλοφορήσει από το «Μεταίχμιο» το φθινόπωρο του 2016) αφορά τη ρημαγμένη ζωή του. Παρατημένο βρέφος που αφήνεται έξω από την πύλη ενός μοναστηριού, μεγαλώνει με τους μοναχούς, υφίσταται την υποκρισία και τους ψυχαναγκασμούς τους, για να πέσει τελικά θύμα σεξουαλικής κακοποίησης.

Την ώρα που οι φίλοι του ξανοίγονται στο αμερικανικό όνειρο εκείνος τρυπάει τα χέρια και τα πόδια του σαν ένα είδος τελετουργικού αυτοεξευτελισμού. Είναι ο τυπικός αντιαμερικανός που αποδέχεται την ήττα «μέσα στον κόσμο».

Η περιγραφή των ακρωτηριασμών, του σεξουαλικού βασανισμού, αλλά και οι μυθιστορηματικές εναλλαγές αφήνουν ανοιχτή την πόρτα στις κατηγορίες για ένα ηδονοβλεπτικό καπρίτσιο της Γιαναγκιχάρα. Κατά την προσωπική ανάγνωση δεν ίσχυσε αυτό: χωρίς τις πληγές του ο Τζουντ δεν υπάρχει. Ο πάσχων ήρωας, δηλαδή ο ηδονοβλεψίας αναγνώστης, είναι συστατικό χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος.

ΕΛΕΓΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΙΑ. Η συγγραφέας Χάνια Γιαναγκιχάρα θα αυξομειώσει πολλές φορές την ταχύτητα στο ογκώδες βιβλίο της, μια ελεγεία για τη φιλία ως πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων – σε βαθμό τέτοιο που εξοστρακίζει την οικογένεια. Θα αλλάξει άλλες τόσες τον φωτισμό στα διαμερίσματα των ηρώων και στον εσωτερικό καθεδρικό του βιβλίου. Και κάθε φορά που ο αναγνώστης θα πλησιάζει το απόλυτο σκοτάδι (τον πόνο) οι μικρές ανάσες ανθρωπισμού θα το υπονομεύουν.

Λίγο πριν από την τελική αλλαγή ταχύτητας (κρατήστε αυτό το ρητορικό σχήμα όσοι διαβάσετε τελικώς το μυθιστόρημα) το ζευγάρι των Τζουντ και Γουίλεμ στέκεται και σαν υπόμνηση του κλασικού αμερικανικού μυθιστορήματος που κρατά από την εποχή των Τομ Σόγιερ και Χακ Φιν: «Κάθησαν εκεί για λίγο, στον ζεστό αέρα του καλοκαιριού, γυμνοί και οι δύο… Ηταν η πρώτη φορά εδώ και μήνες που έβλεπε τον Τζουντ γυμνό και δεν ήξερε τι να πει. Στο τέλος έβαλε απλώς το χέρι του γύρω του και τον τράβηξε κοντά του, με τη σκέψη ότι αυτό ήταν το πιο σωστό που θα μπορούσε να πει».

Με το βιβλίο της «A little life», η Γιαναγκιχάρα από τη Χαβάη – με καταγωγή από τη Σεούλ – γράφει το μεγάλο μυθιστόρημα των ’90s μία δεκαετία αργότερα. Το προσωπικό ποτέ δεν ήταν πιο πολιτικό, η μεγάλη ιστορία λείπει ακόμη και ως φόντο (η 11η Σεπτεμβρίου 2001 μετά βίας στέκεται ως αναφορά), η Νέα Υόρκη παρέχει τον κατάλληλο καμβά για τη συναισθηματική γεωγραφία των πρωταγωνιστών και τα new age διλήμματα είναι εδώ για να μείνουν: ευθανασία, ψυχιατρική υποστήριξη, υιοθεσία, «καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο». Ας πούμε ότι είναι το «American Psycho» κινηματογραφημένο από τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν.

ΑΝ ΤΑΪΛΕΡ

Το μυθιστόρημα των οικογενειακών παθών

Η 73χρονη αμερικανίδα Αν Τάιλερ έχει τα περισσότερα ένσημα σ’ αυτή τη δουλειά, με δεδομένο ότι το πρώτο μυθιστόρημά της «If morning ever comes» έχει κυκλοφορήσει το 1964. Για την ιστορία, ο νεότερος της λίστας ήταν ο Νιγηριανός Ομπιόμα, που διανύει μόλις την τρίτη δεκαετία της ζωής του.

Το «A spool of blue thread» είναι μια συμπύκνωση του διαχρονικού ύφους της, το οποίο οι φίλοι της εκθειάζουν ως «διεισδυτική ματιά στον μικρόκοσμο της αμερικανικής οικογένειας» και οι άσπονδοι εχθροί της επικρίνουν ως «γλυκερό». Οταν παλιότερα ο Ανταμ Μαρς Τζόουνς του «Ομπσέρβερ» έγραψε ότι προσφέρει στους αναγνώστες «γάλα και κουλουράκια», η συγγραφέας δέχθηκε μέρος της επίθεσης: «Μέχρι ένα σημείο, αυτό είναι σωστό. Θα έλεγα ότι ο Φίλιπ Ρoθ δίνει όξο και χολή, ενώ εγώ κουλουράκια. Νομίζω πάντως ότι υπάρχει και ένταση κάτω από την “ελαφριά” γλώσσα που χρησιμοποιώ».

Στο νεότερο – εικοστό στη σειρά – μυθιστόρημά της πρωταγωνιστούν τα μέλη της οικογένειας Γουίτσανκ. Ο Ρεντ και η Αμπι, που μπαίνουν πια στα γεράματα, οι δύο γιοι τους, δύο κόρες και αρκετά εγγόνια. Σύμφωνα με τον κανόνα της οικογενειακής σάγκας, τραυματικά γεγονότα από το παρελθόν διακόπτουν το παρόν, παρ’ όλο που η φωνή του αφηγητή παραμένει παραδόξως ανεπηρέαστη (ακόμη κι όταν αποκαλύπτεται ότι ένα από τα παιδιά τής οικογένειας είναι στην πραγματικότητα ορφανό που έχει υιοθετηθεί).

Σχέσεις που στερεύουν κάποτε από αγάπη, ένα πατρικό που διεκδικεί ισότιμο ρόλο με τους ανθρώπινους πρωταγωνιστές και η αδελφική αγάπη ως αντίδοτο για την απώλεια της γονεϊκής: είναι τα υλικά που η Τάιλερ φέρνει στην επιφάνεια από την αρχαιολογία του προσωπικού της ύφους, το οποίο οι έλληνες αναγνώστες είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν μέσα από τις παλαιότερες εκδόσεις του Ζαχαρόπουλου («Αταίριαστοι εραστές», «Ψίθυροι της καρδιάς», «Δεσμώτες του παρελθόντος», «Η κλίμακα του χρόνου») και μέσα από τις «Τολμηρές ανατροπές» (Μεταίχμιο, 2002).

Η ΒΑΛΤΙΜΟΡΗ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ. Ο κόσμος του μυθιστορήματος, όπως και των παλαιότερών της, είναι η Βαλτιμόρη, η πόλη στην οποία μένει από το 1967. Μια επικράτεια μεγαλοαστών, όπου ο καθένας προσπαθεί να αποτρελάνει τον συμβίο του, χωρίς ποτέ να αρνείται ότι η ζωή του ενός είναι και ζωή του άλλου. Το πέρασμα του χρόνου μπορεί να είναι ανελέητο, αλλά μπορεί να φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά στην εξιλέωση. Και η Τάιλερ δεν αφήνει να πέσει κάτω ούτε ένα βλέμμα όταν πρόκειται να περιγράψει την ψυχολογία των ηρώων της.

Της γιαγιάς Αμπι, εν προκειμένω: «Παρακολουθούσε τον τρόπο με τον οποίο οι πωλητές τον αντιμετώπιζαν τελευταία (σ.σ. τον Ρεντ), έναν τρόπο αφ’ υψηλού. Τον περνούσαν για έναν ακόμη κακομοιρούλη γεράκο. Πονούσε μέσα όταν το έκαναν αυτό».

Για να ξαναγυρίσουμε εκεί απ’ όπου επιστρέψαμε, με τον τρόπο της η επιτροπή αναγνώρισε στην υποψηφιότητα της Τάιλερ το «μυθιστόρημα των οικογενειακών παθών», που μοιάζει βγαλμένο από τον αμερικανικό Νότο, χωρίς όμως την γκόθικ ατμόσφαιρα (αντιθέτως, οι αναφορές επιστρέφουν στο 1920 και 1930). Ειδικά αν σκεφτούμε ότι μια από τις πολλά υποσχόμενες ανθυποψήφιες, η Χάνια Γιαναγκιχάρα, χρησιμοποίησε στον πυρήνα του δικού της μυθιστορήματος – «A little life» – τη φιλία τεσσάρων ανδρών εξορίζοντας την πυρηνική οικογένεια από το προσκήνιο.

ΤΟΜ ΜΑΚΑΡΘΙ

Ο θρίαμβος της λιτότητας

Υπάρχουν τουλάχιστον τρία «κλειδιά» για να αποκωδικοποιήσει κανείς την απόφαση της επιτροπής που περιέλαβε στην τελική εξάδα τον βρετανό Τομ Μακάρθι. Το πρώτο είναι ότι επέλεξε τη φόρμα έναντι του περιεχομένου. Αν κάτι διαφοροποιεί τον Μακάρθι έναντι των ανθυποψηφίων του είναι το μέγεθος του μυθιστορήματός του: μόλις 172 σελίδες μικρού σχήματος, όταν το «A little life» της Γιαναγκιχάρα αριθμούσε 720 και το «The year of runaways» του Σαχότα 486. Οπότε το «Satin island» μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ο θρίαμβος της λιτότητας εις βάρος της πολυφωνίας.

Το δεύτερο κλειδί αφορά την ίδια την ηλικία του Μακάρθι. Δεν είναι ο βετεράνος του ανταγωνισμού – αυτή είναι η ιδιότητα της 73χρονης Αν Τάιλερ – ούτε όμως το «νέο αίμα» (όπως οι Ομπιόμα και Σαχότα). Ο 49χρονος ανήκει στη μεσαία ζώνη ως συγγραφέας που έχει δείξει ήδη δείγμα γραφής με τα «Απομεινάρια» και το «Ανθρωποι στο Διάστημα» (αμφότερα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πάπυρος) και το σημαντικότερο «C», υποψήφιο επίσης το 2010 στη μικρή λίστα του Μπούκερ. Η επιτροπή φέρεται να επιβράβευσε, λοιπόν, μια συνεπή πορεία.

Ο ΝΙΤΣΕ ΣΤΟ ΤΟΡΙΝΟ. Το τρίτο κλειδί δεν μπορεί παρά να αφορά το ίδιο το «Satin island»: ένα «περίπου μυθιστόρημα» που κινείται στην περιοχή της καταγραφής αναμνήσεων, της παρατήρησης και των διακειμενικών αναφορών (από τον Λεβί-Στρος και τον Νίτσε ώς την Ιερά Σινδόνη του Τορίνου). Ο κεντρικός ήρωας, ο εθνολόγος U. (αναφορά στον Κ. του Κάφκα;), συμμετέχει σε μια κατηγοριοποίηση πληροφοριών υπό τον γενικό τίτλο «Η Μεγάλη Εκθεση» για λογαριασμό μιας πολυεθνικής. Σκοπός του, να καταγράψει τα σημεία των καιρών πάνω στον πλανήτη («Την Πρώτη και Τελευταία λέξη της εποχής», όπως γράφει κάπου ο Μακάρθι).

Σαν ένα μουσείο πληροφοριών το οποίο θα επισκέπτονται οι άνθρωποι στο μέλλον. Οσο γενικόλογο και αν ακούγεται, αυτός είναι ο άξονας του Μακάρθι και δεν τον μετακινεί ούτε εκατοστό. Οι ανάσες αφήγησης είναι λιγοστές μέσα σ’ αυτό το αεροστεγές περιβάλλον: το σεξ με την Μάντισον, τα αεροπορικά ταξίδια, φευγαλέες στιγμές ζάπινγκ, ο καρκίνος του φίλου του Πετρ. Ο τελευταίος μάλιστα πρέπει να στείλει δείγμα καρκινικών κυττάρων σε ένα εξειδικευμένο εργαστήριο στην Ελλάδα (!). «Πώς προέκυψε αυτό;» τον ρωτάει ο U, o οποίος φαντάζεται ένα εργαστήριο με υδρίες και λευκοντυμένους γιατρούς που προσφέρουν θυσίες με σάρκα και αίμα.

Και πάνω από αυτούς το δωδεκάθεο που κάθεται γύρω από ένα τραπέζι συσκέψεων κόβοντας και ράβοντας ανθρώπινες ζωές.Οι σουρεαλιστικές εικόνες είναι για το βιβλίο ό,τι και οι διαφημίσεις σε ένα επιστημονικό ντοκιμαντέρ.

Εκτός και αν αποδεχθούμε ότι η κουλτούρα της οθόνης, διάχυτη μέσα στο ψυχρό μετα-αστικό περιβάλλον του «Satin island, είναι μια καλοστημένη παρωδία του συγγραφέα για να δηλώσει κάτι πολύ σαφές: όταν ο σύγχρονος αναγνώστης αναζητά ιλουστρασιόν ιστορίες με αισθητικό περιεχόμενο, ο θεός της λογοτεχνίας χαμογελά. Ακόμα κι έτσι, είναι ικανοποιητικό ως θεωρία. Ή για να γραφτεί μια «Μεγάλη Έκθεση» πειραματικής λογοτεχνίας.

Ο Μακάρθι έχει αποδείξει, έτσι κι αλλιώς, με πόση ευκολία μπορεί να δανείζεται ιδέες από τη γαλλική κριτική σχολή (για να αποδομήσει τις περιπέτειες του Τεν Τεν), τον Αντόρνο και τον Ζίζεκ. Τι τον διασώζει από το συγγραφικό ναρκισισμό, θα αναρωτηθείτε. Το γεγονός ότι δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά. Οι τελευταίες προτάσεις του βιβλίου το επιβεβαιώνουν.

ΣΑΝΤΖΙΒ ΣΑΧΟΤΑ

Από την Ινδία στο Λονδίνο της παγκοσμιοποίησης

Τα λεγόμενα ινδοβρετανικά μυθιστορήματα έχουν πέραση τη δεκαετία που διανύουμε, αλλά η διάκριση κάποιου από αυτά εξαρτάται από την εσωτερική δυναμική της επιτροπής του Μπούκερ (τα μέλη της, ως γνωστόν, αλλάζουν ανά χρονιά).

Ο γεννημένος στο Ντερμπισάιρ Σάντζιβ Σαχότα (1981)μπήκε στην τελική εξάδα με ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα γραμμένο την εποχή της πολυπολιτισμικότητας (και της κριτικής της), εμπλουτισμένο με το ιδίωμα των Βρετανών Ινδών, δομημένο όμως με τις αρχές του παλιού καλού storytelling. Στην πρώτη απόπειρά του άλλωστε, με το «Ours are the streets», δεν είχε καταφέρει και λίγα: η επιλογή του να «μπει» στο μυαλό ενός επίδοξου βομβιστή του Σέφιλντ τον έβαλε στη λίστα με τους καλύτερους μυθιστοριογράφους του έγκριτου περιοδικού «Granta».

Το Σέφιλντ πρωταγωνιστεί και στη «Χρονιά των φυγάδων», καθώς στην αγγλική πόλη προσπαθούν να κοιτάξουν τα άστρα από τον υπόνομο τρεις Ινδοί – ο Τότσι, ο Ραντίπ, ο Αβτάρ – και η Ινδοβρετανή Ναρίνταρ. Η γυναίκα που πιστεύει ότι η ανθρωπιά πρέπει να βρίσκεται στον πυρήνα οποιασδήποτε θρησκευτικής δραστηριότητας δέχεται να συνάψει λευκό γάμο με τον Ραντίπ, μόνο και μόνο για να αποκτήσει ο τελευταίος τη βίζα για την Αγγλία.

Αλλά η σχέση τους απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί μονοσήμαντη – όπως και οι σχέσεις των άλλων μέσα στο μυθιστόρημα. Η μεγάλη εικόνα είναι προφανώς ένα από τα πλέον πολιτικά ζητήματα της εποχής – η μετανάστευση –, αλλά ο Σαχότα το φιλτράρει μέσα από το μικροσκόπιο του προσωπικού. «Δεν είναι η δουλειά που μας κάνει να αφήσουμε τις οικογένειές μας και να έρθουμε εδώ» λέει κάποια στιγμή ο Γκερντίπ: «Συναισθηματικές βλακείες», απαντά ο Αβτάρ. «Ερχόμαστε εδώ για τον λόγο που ο λαός μας κάνει τα πάντα: από καθήκον».

ΦΟΒΟΙ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΕΣ. Η μεγαλύτερη αρετή του Σαχότα, πάντως, είναι η σκιαγράφηση των ξεχωριστών χαρακτήρων παρόλο που μοιράζονται τις ίδιες κακουχίες και ζουν κάτω από την ίδια πνιγηρή, παγωμένη στέγη (ένα κοινόβιο εργαζομένων που ξυπνούν πριν από τις 5 για να ετοιμάσουν πρωινό πριν φύγουν για την οικοδομή). Ο μεγαλύτερος φόβος του Τότσι στην Ινδία είναι οι εθνικιστές που κυνηγούν την κάστα του (τους λεγόμενους «άθικτους»). Στο Σέφιλντ, πάλι, είναι η ανάβαση για πρώτη φορά σε κυλιόμενες σκάλες.

Ο Ραντίπ τη μία ημέρα μεγαλώνει σαν πρίγκιπας και την άλλη κατηγορείται για σεξουαλική παρενόχληση. Κι όλοι μαζί βγαίνουν στο «κυνήγι για δουλειά», όπως είναι μία από τις αγαπημένες εκφράσεις του Σαχότα, για να μπορούν να μετρούν τις στοίβες με τα χαρτονομίσματα μέσα στο δωμάτιο: μία για τα χρωστούμενα, μία για ένα παλιό δάνειο, μία για το έμβασμα στους γονείς και μία για τα προσωπικά μικροέξοδα (καμία στοίβα προφανώς για αποταμίευση). Σε μια χρονιά που η μετανάστευση αλλάζει τους εσωτερικούς συσχετισμούς εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου, ο νεαρός συγγραφέας υπογραμμίζει ότι το μέλλον των προσφύγων δεν προδιαγράφεται ευοίωνο από τη στιγμή που περνούν τα σύνορα. Καμιά φορά είναι εξίσου κακό –αν όχι χειρότερο.

ΤΣΙΓΚΟΖΙΕ ΟΜΠΙΟΜΑ

Η χαμένη ευκαιρία της άγνωστης Νιγηρίας

Τα όρια των «Ψαράδων» (που κυκλοφορούν στις 22 Οκτωβρίου από το Μεταίχμιο) δεν είναι τα όρια του κόσμου μας. Ο κόσμος τους είναι η επικράτεια των δεισιδαιμονιών και της προφορικής παράδοσης που επηρεάζουν την προσωπική ζωή παιδιών και ενηλίκων. Μέσα σ’ αυτόν τον αταβιστικό κόσμο της προφορικότητας που στενεύει τα όνειρα των ανθρώπων, η μεγάλη ιστορία κινείται παράλληλη κι ανεξέλεγκτη.

Από τον εμφύλιο της Νιγηρίας (γνωστό και ως πόλεμο της Μπιάφρας, 1967-1970) ώς την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατηγό Αμπάτσα (1993) και την κυβερνητική αλλαγή του 2003. Την ώρα που μια οικογένεια ζει το δικό της δράμα, «η κυβέρνηση είχε αυξήσει την τιμή των καυσίμων… αναγκάζοντας τα πρατήρια να στοκάρουν βενζίνη, κάτι που προκάλεσε μακριές, ατελείωτες ουρές στα βενζινάδικα όλης της χώρας».

Ο Ομπιόμα αγαπά τα πολλά πρόσωπα της πατρίδας του. Τη Νιγηρία των θρυλικών αφηγήσεων (τα κεφάλαια του βιβλίου, άλλωστε, αντλούν έμπνευση από ονόματα ζώων), της απομόνωσης και αυτοεγκατάλειψης, αλλά και εκείνην που πασχίζει να ανοιχτεί στον κόσμο. Τη χώρα όπου το μοντέρνο αντιμάχεται το παραδοσιακό. Το όνειρο του πάτερ φαμίλιας μέσα στο βιβλίο δεν είναι άλλο από το να πάρουν τα τέσσερα παιδιά του «δυτική παιδεία σαν πολιτισμένοι άνθρωποι».

Αντί γι’ αυτό εκείνοι διαλέγουν να γίνουν ψαράδες (αλλά κι αυτό ακόμη θα ανατραπεί στο τέλος με τη χάρη που διαθέτουν τα μεγάλα μυθιστορήματα). Οπως σημείωσε ο ίδιος ο Ομπιόμα για το ντεμπούτο του: «Οι “Ψαράδες” ξεκίνησαν ως φόρος τιμής στο πλήθος των αδελφών μου και ως κάλεσμα αφύπνισης προς ένα έθνος που φθίνει».

(Περισσότερα για τους «Ψαράδες» στο Βιβλιοδρόμιο του Σαββατοκύριακου)