«Μακάρι να ’χαν τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου» γράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η φωτογραφία της διαπομπευόμενης Κορσικανής αποκλείεται να μη στοιχειώσει όποιον την κοιτάξει έστω και για δευτερόλεπτα. Επειδή θεωρούμε από τα μείζονα, πολιτικά και ηθικά, θέματα του κόσμου μας αυτό της διαπόμπευσης, – με όλα τα σύγχρονα παρακλάδια της – αναθέσαμε για πρώτη φορά τον σχολιασμό φωτογραφίας σε δύο ταυτόχρονα ανθρώπους: Στην εξαίρετη ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και την έξοχη ηθοποιό, σκηνοθέτιδα και προσφάτως και συγγραφέα Σοφία Φιλιππίδου.

Η Κορσικανή που κατηγορήθηκε ότι συνευρέθηκε με γερμανούς στρατιώτες κατά την αποβίβαση των Γερμανών στην Κορσική, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υποθέτω, φοράει ασπρόμαυρα παπούτσια Oxford! Η τάση σε αυτά τα παπούτσια χρονολογείται από τις αρχές του 19ου αιώνα καιη δημοτικότητά τους στις γυναίκες εκτοξεύθηκε τη δεκαετία 1940-1950.

Πώς βρέθηκαν άραγε τα «ολοκαίνουργια» παπούτσια στα πόδια του κοριτσιού και πώς γίνεται να είναι ασορτί με το δίχρωμο τσαντάκι, τοκρεμασμένο από τον αντίχειρα του αριστερού της χεριού; Είναι μήπως ηθήκη των παπουτσιών της, που μόλις σήμερα απόκτησε;

Η Κορσικανή είναιγυμνή, έχειεπίπεδη κοιλιά και μικρό στήθος, έφηβος σχεδόν, είναι κουρεμένη σαν γίδι με χοντρό ψαλίδι για να ταπεινωθείγια τη βδελυρή της πράξη και μάλλον έχει φάει πολύ ξύλοκαι θα βασανίστηκε χωρίς αμφιβολία, και πιέστηκε να μιλήσει, και θα φάει τις κλωτσιές τηςκαι μετά τη φωτογράφιση οπωσδήποτε: ναμάθειόλο το νησί τι τα κάνει η πατρίδα τα κακάκορίτσια που συνευρίσκονται με τους Γερμανούς, μέσα στους θάμνους και πίσω από τιςθημωνιές, στους στάβλους και στις αποθήκες. Ποιος ξέρει. Οι μελανιές στα μπράτσα και στον αγκώνα πάντως δείχνουν βία.

Στοστρατόπεδο μετο συρματόπλεγμα, πάνω στον φράκτη από τους κομμένους κορμούς δένδρων, οι πατριώτεςμε τις φόρμες εργασίαςπαρατηρούν το κορίτσι.Φαίνεται πωςέχει καταλαγιάσει κάπως το πάθος και η αγριάδα τηςδιαπόμπευσης. Μόνο οένστολοςαριστερά τής φωτογραφίας, κάτι σαν φύλακας που κρατάει το όπλο και στοχεύει στο πρόσωπο της μικρής, μοιάζειπως κάτι θέλει να πει. Βλέπω το άλλο χέρι του να κάνει μια χειρονομίασαν «έλα ‘δώ» ή «να σου πω». Νιώθω στο στόμα του ναδιαγράφεται ένα παράγγελμα σαν «υποτάξου». Τα μάτια του αστραποβολάνε, όπωςτου πεινασμένου λύκου άμα μυρίσει τσίκνα προβάτου. Ο άλλος πατριώτης, δεξιά της φωτογραφίας, με το τσιγάρο στο δεξί χέρι απορεί: πώς να ήταν άραγε ο Γερμανός στο «κρεβάτι» και τι να το κάνεις τώρα αυτό το «χαλασμένο» σώμα. Και από τους άλλους άνδρες πίσω της ο ένας, με το άσπρο φανελάκι,κοιτάζει προς τονένστολο και την κάννη του όπλου του: θα τραβήξει τώρα και τη σκανδάλη αναρωτιέται, ενώ οάνδρας στη μέση γέρνει ελαφρώς το κεφάλι καιχαμογελάει, κοιτάζοντας πονηρά και με κάποια ειρωνείατα άγουρα οπίσθια της Κορσικανής.Ο άλλος πάλι, ο όμορφοςμε την τραγιάσκακαι το χέρι στην τσέπη, δίπλα στον μουστακαλή με το όπλο, μοιάζει να παρατηρεί τις αναλογίες της κοπέλας, με κάποια ηδονικήαμηχανία ίσως;

Στο βάθος πίσω και αριστερά διακρίνεταιτο μισό πρόσωπο ενός άνδρα που μοιάζει με εκείνους τους παράξενους επισκέπτες που παρατηρούν τις κηδείες στα νεκροταφείααπό μακριάκαι είναι κι αυτός, όπως και ο νεαρός με το φανελάκι, από την έξω μεριά του στρατοπέδου. Η στρωμένη πέτρα στο χώμα δεν επιτρέπειστο γυμνό σώμα να πατήσει κάπου σταθερά και το βαθιά σκαμμένο πρόσωπο μοιάζει να ρουφήχτηκε προς τα μέσα σαν από μια μαύρητρύπα στο στομάχι.

Στο μέτωποέχει χαραχθεί μια βαθιά ρυτίδα από μια δυνατή σύσπαση των σπλάγχνων μάλλον, και δύο άλλες ρυτίδες σαν μαύρες παρενθέσειςστα μάγουλα, κλείνουν μέσα τα χείλη της, που τα τραβάνε προς τα κάτωδύο τεντωμένες φλέβες του λαιμού, την ίδια στιγμή που στα μάτια της ανεβαίνει μια υγρή απορία που τσούζει δυνατά και πονάει:γιατί δενπρέπει να συνευρίσκεσαι με τονγερμανό στρατιώτη που σου αγοράζει δερμάτινα Oxford με μαύρο λουστρίνι πάνω στα δάκτυλα;

Ο φωτογράφος έκανε μεγάλη επιτυχία αφού κατάφερε να περάσει τη φωτογραφία του στα πρωτοσέλιδατων εφημερίδωνκαι να μας κάνεικαι σήμερα ακόμη να κλαίμε κοιτάζοντας τα λυπημένα μέχρι θανάτου μάτια του κοριτσιού, που δεν κάνει καμία κίνηση να κρύψει το σώμα της, όπωςοι νεαρές πρωταγωνίστριεςστις ταινίες, μόνο προσπαθεί να ισορροπήσει με ανοιχτά τα πόδια να μην πέσει, ενώ η ψυχή τηςτρέχει τρομαγμένη, σαν το γυμνό κοριτσάκι του Βιετνάμ, στον δρόμο για τη φυγή μετά τη μεγάληέκρηξη και την εκτυφλωτική λάμψη, με ανοιχτά χέρια σε βοήθειαστον παράλογο κόσμο του πολέμου και της υποκρισίας που επιφορτίζεται επιπλέον και το καθήκον να διαπομπεύει γυμνά σώματα και μαύρες ψυχές που «ερωτεύτηκαν» με τον εχθρό της πατρίδας.

ΣοφίαΦιλιππίδου

***

Κι είδα το γυμνό να υποφέρει. Το βασανίζουν. Θα το βασανίσουν κι άλλο, κι άλλο. Το γυμνό σώμα, ταράτσα του έρωτα, συνθήκη του έρωτα. Κι ο έρωτας συνθήκη ζωής. Κοιτάω το πρόσωπο αυτό της γυναίκας· φαίνεται ολοκάθαρο στην έκφρασή της ότι καταριέται το σώμα της. Ναι, όλα χάνονται όταν κυριαρχεί η εγωπάθεια των ανθρώπων. Σπάνια στέκονται μαγεμένοι μπρος στη φύση, σπάνια αγκαλιάζουν με τα μάτια ένα μπουμπούκι. Διακρίνω όμως στο πρόσωπο του βασανιστή μια έντονη αμηχανία. Οχι, οι άνθρωποι δεν γεννιούνται εγκληματίες. Εξαρτάται η εξέλιξή τους από τη ζωή που τους έτυχε να ζήσουν, ποιες ήσαν οι συνθήκες, ποια η νοοτροπία της οικογένειας που τους μεγάλωσε. Τις ζωές όμως συχνά τις χαράζει και η «πίστη»: θρησκευτική, εθνικιστική, στρατιωτική, που όσο πιο απόλυτη είναι τόσο το καθήκον που αυτή επιβάλλει αποκλείει κάθε ηθική ανάλυση.

Το σώμα που είναι «η νίκη και η ήττα των ονείρων» υποφέρει, όμως, όχι μόνο από τις αβάσταχτες πληγές που ανοίγει η θηριωδία των ανθρώπων. Στο ανθρώπινο σώμα υποφέρει και η ψυχή του, αφού η φύση έδωσε, απ’ όσο ξέρουμε, μόνο στον άνθρωπο την ικανότητα να έχει συνείδηση της ύπαρξής του. Ετσι όταν μαστιγώνεται ουρλιάζει και ο νους του: «Αχ, μα γιατί σε μένα να τύχει αυτό;».

Υποφέρει και σκέφτεται, κλαίει μα δεν φαίνεται και ικετεύει τη μοίρα του να τον λυπηθεί.

Σώμα, ανθρώπινο σώμα, της ηδονής γέννημα, του πόνου υπηρέτης.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ