«Οπως σε κάθε καθαρόαιμο μυθιστόρημα που υφαίνεται εξ ολοκλήρου πάνω σ’ έναν πολιτικό καμβά ανακρούεται συχνά στο βάθος του ένας μεγάλος έρωτας, το ίδιο ακριβώς, αλλά με διαφορετικές αναλογίες, ισχύει για την “Πρόβα νυφικού”. Ενας ή μάλλον πολλοί μεγάλοι έρωτες μέσα σε ένα πλαίσιο ακραιφνέστατα πολιτικό» ανέφερε μεταξύ άλλων ο Θανάσης Νιάρχος για τη θεατρική μεταφορά του μπεστ σέλερ «Πρόβα νυφικού» από το Εθνικό Θέατρο (σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη) ενάμιση χρόνο πριν.
Η περιγραφή αυτή δεν απέχει πολύ από τη μυθιστορηματικών διαστάσεων ζωή της συγγραφέως, η οποία κυκλοφόρησε προσφάτως συμπυκνωμένη αυτοβιογραφία της με τον τίτλο «Μια ζωή σαν πρόβα» (εκδ. Καστανιώτη) που αναπτύσσεται σε 266 σελίδες και καλύπτει «έναν αιώνα και 15 χρόνια», όπως σημειώνει η Ντόρα Γιαννακοπούλου. Σε αυτές περιγράφεται μια ζωή που πρωτοείδε το φως του ήλιου στο Μεσαίο Χάλικα της απελευθερωμένης Λέσβου και έμελλε να έχει μια συναρπαστική διαδρομή.
Η συγγραφέας μεταφέρει μνήμες της μητέρας της (παρουσία κυρίαρχη στο βιβλίο) από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την απελευθέρωση της Λέσβου, τη δικτατορία του Μεταξά, τη γερμανική κατοχή, τον Εμφύλιο. Σκιαγραφεί τη δύσκολη αλλά και με χαρές γεμάτη ζωή στη Λέσβο, την ορφάνια, την αγάπη της για το θέατρο. Αφηγείται πώς είδε τα βήματά της να συναντώνται και να συνεχίζουν σε κοινή πορεία με εκείνα των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι. Να συνεργάζεται με τους Τίτο Βανδή, Αλέκο Αλεξανδράκη, Αλίκη Γεωργούλη, Πέτρο Φυσσούν, Αλέκα Παΐζη, Ελλη Φωτίου, να απαγγέλλει στίχους Σεφέρη, Λειβαδίτη, Ρίτσου και Ελύτη, να τραγουδά με Νότη Μαυρουδή, Γρηγόρη Μπιθικώτση και Γιώργο Ζαμπέτα, με Στέλιο Βαμβακάρη και Αγάθωνα. Αποτυπώνει πολιτικοκοινωνικά γεγονότα όπως τα βίωσε, κοινωνικά κινήματα, καλλιτεχνικά ρεύματα, σχέσεις με ανθρώπους, εκτός των δικών της, που καθόρισαν τη ζωή της.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ Ο ΚΑΤΡΑΚΗΣ. Το πέμπτο από τα έξι παιδιά της κυρα-Λένης και του μπαρμπα-Στρατή είχε την πρόζα στο αίμα του. «Είχα πάντα ψώνιο με το θέατρο» θα πει η ίδια. Με τον νεανικό της έρωτα, τον Τάκη Γιαννακόπουλο –μέντορα και εμπνευστή της -, ήρθε στην πρωτεύουσα. Μόλις είχαν παντρευτεί, γράφτηκε στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη και ο δάσκαλός της Μάνος Κατράκης την έβγαλε για πρώτη φορά στη σκηνή. Ουσιαστικά ο «Ομηρος» είναι η στιγμή της εκκίνησης της καριέρας της.Ηταν άλλωστε το κορίτσι της ιστορίας που ερωτεύτηκε ο εγγλέζος όμηρος των Ιρλανδών – Χρήστος Πάρλας. «Μα αυτή είναι ντιζέζ» είπε ο Γιάννης Τσαρούχης όταν άρχισε να τραγουδά η Γιαννακοπούλου το «Ανοιξε λίγο το παράθυρο» από το «Ενας όμηρος» του Μπρένταν Μπίαν, που ανέβασε ο Λεωνίδας Τριβιζάς με το Κυκλικό Θέατρο σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη το 1962. Ανθρωπος αεικίνητος, η Γιαννακοπούλου εκείνη την περίοδο παίρνει μέρος σε συναυλίες του Θεοδωράκη και εμφανίζεται σε μπουάτ. Συγκλονιστική στιγμή, όπως την χαρακτηρίζει η ίδια, ήταν η συναυλία στο θέατρο Κεντρικόν μετά τη δολοφονία του προέδρου των ΗΠΑ Τζον Κένεντι. Στη μνήμη του, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, η Γιαννακοπούλου τραγούδησε το «Γελαστό παιδί» καταβάλλοντας προσπάθεια να συγκρατήσει τους λυγμούς της.
Ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή της (και στο βιβλίο) αποτελεί ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και κριτικός Μηνάς Χρηστίδης, ο οποίος πέθανε στις 22 Ιουλίου, ακριβώς μετά την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας. «Τα γεγονότα δεν περιμένουν, ο έρωτας τρέχει με μεγάλες δρασκελιές, στέκεται στη γωνία και χαμογελά» σημειώνει στην αυτοβιογραφία της. Λίγο μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Χρηστίδης αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι. Η Γιαννακοπούλου, αν και πανικοβάλλεται, ακολουθεί τον δρόμο της καρδιάς της. Αμφότεροι αναπτύσσουν σημαντική αντιδικτατορική δράση. Από το Παρίσι αρχίζει περιοδείες σε Ολλανδία και στην τότε ΕΣΣΔ (αξέχαστη θα της μείνει η συναυλία στη Μόσχα). Εγκυος, επιστρέφοντας από τη σοβιετική πρωτεύουσα στη Φρανκφούρτη, χωρίζει προσωρινά με τον Χρηστίδη. Από το 1969 ώς το 1971 μένει στην Ολλανδία (κάνοντας τουρνέ σε χώρες της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης με ένα ιδιόμορφο πρόγραμμα βασισμένο στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη) και στον Καναδά.
Λίγο μετά την «επική εξέγερση των φοιτητών», η Γιαννακοπούλου, που έχει στο μεταξύ επιστρέψει στην Ελλάδα, σταματά κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα. Εχει αποκάμει και επιθυμεί να αφιερώσει χρόνο στο μονάκριβο παιδί της που στο μεταξύ είχε στερηθεί. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90 δείχνει μια άλλη πτυχή δημιουργίας της, εξίσου επιτυχημένη. Κρυφά, ακόμα και από τον (δεύτερο) σύζυγό της, γράφει στο δώμα του σπιτιού τους. «Τι κάνεις εκεί πάνω;»τη ρωτούσε ο Μηνάς Χρηστίδης. «Τις ντουλάπες φτιάχνω» φώναζε εκείνη. Η «Πρόβα νυφικού» είναι η αρχή. Ο Χρηστίδης μάλιστα, αυστηρός κριτής της, απέρριψε την πρώτη γραφή του μυθιστορήματος, με αποτέλεσμα η Γιαννακοπούλου να το ξαναγράψει. Και ήταν εκείνος που έδωσε τον τίτλο, από τους πιο εμπορικούς των τελευταίων ετών.

info

Ντόρα Γιαννακοπούλου, «Μια ζωή σαν πρόβα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη