Την ακύρωση του δημοψηφίσματος ζητούν δύο Έλληνες πολίτες (μηχανικός και δικηγόρος τέως σύμβουλος Επικρατείας) με προσφυγή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Αύριο, θα καταθέσουν στον Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση με την οποία θα ζητούν να εκδοθεί προσωρινή διαταγή ή απόφαση του Τμήματος Αναστολών που να «παγώνει» το δημοψήφισμα.

Στην προσφυγή τους οι δύο πολίτες υποστηρίζουν ότι τόσο η πράξη του υπουργικού συμβουλίου για την πρόταση διεξαγωγής δημοψηφίσματος, όσο και το Προεδρικό Διάταγμα για την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, προσκρούουν στο άρθρο 44 του Συντάγματος και στο νόμο 4023/2011 που αφορά τους κανόνες διεξαγωγής των δημοψηφισμάτων.

Αναλυτικότερα, υπογραμμίζουν ότι από τις συνταγματικές επιταγές δεν επιτρέπεται να τίθεται σε δημοψήφισμα ερωτήματα τα οποία «ανάγονται στην διαχείριση της δημοσιονομικής πολιτικής και την αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτει ή επηρεάζουν άμεσα (δυσμενώς ή ευμενώς) την δημοσιονομική κατάσταση του κράτους».

Επιπρόσθετα παραβιάζεται η νομοθεσία που αφορά την διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων (νόμο 4023/2011), καθώς το ερώτημα που τίθεται και καλείται να αποφανθεί ο Έλληνας πολίτης, δεν διατυπώνεται με τρόπο σαφή και σύντομο -όπως απαιτεί ο νόμος- αλλά είναι πολυσύνθετο, περιγράφεται με ειδικούς τεχνικούς και επιστημονικούς όρους, οι οποίοι

είναι «αδύνατον να γίνουν κατανοητοί από την συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων».

Όμως, από την διατύπωση του ερωτήματος δεν προσδιορίζονται «έστω κατά προσέγγιση» οι νομικές και οι οικονομικές συνέπειες στην κρατική λειτουργία και την κοινωνική ζωή του τόπου «εκ της υιοθετήσεως της μίας ή της άλλης εκ των δύο ζητουμένων απαντήσεων».

Έτσι, λόγω του τρόπου διατύπωσης του ερωτήματος οι νομοθετικές πράξεις για την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος είναι μη νόμιμες και άκυρες.

Παράλληλα, είναι παράνομες λόγω του σύντομου χρόνου διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, που έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά αδύνατη την ενημέρωση του εκλογικού σώματος.