«Μπέκετ ή Ιονέσκο;». Αυτό ήταν το ανέκδοτο μεταξύ συνεργατών του Γιώργου Λούκου κάθε φορά που έφευγαν από συνάντηση με τον εκάστοτε υπουργό Πολιτισμού. Μπέκετ όταν η αναμονή ήταν βασανιστική και Ιονέσκο όταν η στενή επαφή με την ελληνική γραφειοκρατία αποκτούσε στοιχεία παραλόγου. Σε μία από αυτές τις συναντήσεις ο δεξιός υπουργός προσποιήθηκε ότι έψαχνε πάνω στο γραφείο του τη στοίβα με τα σχεδιαγράμματα της Πειραιώς 260. Λεπτομέρεια: ο πάκος ήταν αόρατος. Αρα εδώ είχαμε περίπτωση Ιονέσκο.

Τα θεατρικά μονόπρακτα προφανώς και δεν σταμάτησαν εκεί. Ο Λούκος είναι ο πρόεδρος ενός Φεστιβάλ που έχει επιβιώσει με έξι κυβερνήσεις, πέντε πρωθυπουργούς, εννέα υπουργούς Πολιτισμού και πέντε (συγ)κυβερνώντα κόμματα. «Ακόμη και με τον ΣΥΡΙΖΑ τα βρίσκει» θα σκέφτηκαν όσοι έμαθαν ότι το ΔΣ του Ελληνικού Φεστιβάλ αντικαταστάθηκε πρόσφατα από τον Νίκο Ξυδάκη με μυστικό ΦΕΚ. Ο θεσμικός ρέκορντμαν που βλέπει τους πολιτικούς να περνούν μπαίνει αισίως στον δέκατο χρόνο του πλέον εξωστρεφούς θεσμού τοκίζοντας τη συμπάθεια του κοινού και μετρώντας συγκρούσεις που προκαλούν οι επιλογές του.

Φέτος παρουσιάζει ένα πρόγραμμα «κουρεμένο», κατά γενική ομολογία, λόγω της τοξικής οικονομικής δυσπραγίας. Τα χρόνια που τον χωρίζουν από το εναρκτήριο λάκτισμα του 2006 αποτελούν ήδη έναν κόσμο χωριστά. Το άστρο του ανέτειλε την εποχή που η Ελλάδα είχε βάλει γκολ στο Euro και είχε μόλις φιλοξενήσει το ολυμπιακό όνειρο. Η είσοδός του στην πολιτιστική ζωή θύμιζε κάτι από τα γκανγκ που χρειάζονται οι ασπρόμαυρες ταινίες όταν κάνουν «κοιλιά». Μέσα στη γενική κατατονία για το αραχνιασμένο θέαμα περασμένων δεκαετιών ο τότε διευθυντής της Οπερας της Λυών εμφανίστηκε σαν τη γέφυρα με τον ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό. Και κάποια στιγμή, τον Ιούνιο του 2005, τα βραδινά δελτία ειδήσεων έπαιξαν την επίσκεψή του στο Μέγαρο Μαξίμου για να συναντήσει τον τότε πρωθυπουργό –και υπουργό Πολιτισμού –Κώστα Καραμανλή. Στο παρασκήνιο, το ραντεβού είχε κλείσει με μεσολάβηση του φίλου Δημήτρη Παπαϊωάννου και της Ντόρας Βυζοβίτη, διευθύντριας δημοσίων σχέσεων του πρώην πρωθυπουργού. Κάπως έτσι, η ληξιαρχική πράξη γέννησης του Φεστιβάλ Αθηνών εμπεριείχε και τον τρόπο λειτουργίας που θα επέβαλλε έκτοτε ο πρόεδρός του: οι προσωπικές επαφές ανοίγουν τις πόρτες που η γραφειοκρατία κλείνει.

Είναι άγνωστο πόσα ακριβώς άτομα από εκείνη την τετράδα γνώριζαν τα ονόματα που θα κατέκλυζαν τα επόμενα χρόνια το Ηρώδειο, την Πειραιώς 260 και την Επίδαυρο. Σε μια δεκαετία που επεξέτεινε τον καλλιτεχνικό ιστό της πόλης, δημιούργησε προστιθέμενη θετική ενέργεια και άφησε ισχυρό αποτύπωμα στη φεστιβαλική συνείδηση. Εικόνες που δύσκολα ξεθωριάζουν: η Πίνα Μπάους στο κοίλον της Επιδαύρου να παρακολουθεί μαζί με τους υπόλοιπους θεατές τις Τρεις Μοίρες στο «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ. Ο προσωπικός θρίαμβος του Κέβιν Σπέισι στον «Ριχάρδο Γ’» επί τρεις συνεχόμενες βραδιές στο αργολικό θέατρο. Το άνοιγμα της Πειραιώς 260 στα ρεύματα της Ευρώπης και στη «νεολαία με τις σαγιονάρες». Το «Πεθαίνω σαν χώρα» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, αντί άλλου σχολίου στα χρόνια της κρίσης.

Δεν ήταν μια δεκαετία χωρίς ενστάσεις. Οι δημοσιογράφοι ζητούσαν κάθε χρόνο τα οικονομικά στοιχεία του Φεστιβάλ, χωρίς να παίρνουν ισοσκελισμένη απάντηση. Η πρόσκληση σε φίλιες δυνάμεις να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους δεν ξέφευγε πάντοτε από το «σύνδρομο Κιτσοπούλου»: η ζυγαριά έγερνε κάποτε στην πρόκληση του θεάματος παρά στην πρόταση του θεάτρου. Αλλά ο πρόεδρος έβαζε πλάτη ομολογώντας ότι κανείς δεν μπορεί να αποφύγει το λάθος. Με δεδομένα τα sold out στις πλέον «δημοφιλείς» παραγωγές, δεν έλειψε η αίσθηση ότι το Φεστιβάλ απευθύνεται ενίοτε σε ένα ειδικό ακροατήριο αποκλείοντας από τους πειραματισμούς του το ευρύτερο κοινό. Η συμμετοχή της μουσικής, ελληνικής και ξένης, στο πρόγραμμα υποχωρούσε όσο περνούσαν τα χρόνια της μεταολυμπιακής ευμάρειας. Φέτος τα προσχήματα σώζει(;) μόνο η συναυλία του Ανταμ Κοέν.

Οπως κάθε θεσμός που δείχνει τα χρόνια του, το Ελληνικό Φεστιβάλ πρέπει να πείσει ότι δεν αποτελεί το νέο κατεστημένο. Τον έφηβο που ξεκίνησε με ορμή, ξόδεψε την ενέργειά του και κουράστηκε νωρίς. Οτι τα σημάδια κόπωσης που εντοπίζουν οι τεχνοκριτικοί είναι παροδικά. Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ αυτόν τον δέκατο χρόνο λειτουργίας, το όνομα του Λούκου ακούστηκε έντονα για την ανάληψη της διεύθυνσης στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (αν και η φημολογία σταμάτησε από τον περασμένο Νοέμβριο). Γεγονός παραμένει ότι οι ακριβές μετακλήσεις αντικαταστάθηκαν επί των ημερών του από τις προσωπικές γνωριμίες του. Οι συχνές εμφανίσεις της Σιλβί Γκιλέμ, για παράδειγμα, ή της Μαγκί Μαρέν δεν μπορεί παρά να πραγματοποιήθηκαν σε κόστος χαμηλότερο ενός ατζέντη επειδή ο επικεφαλής του θεσμού μιλούσε μαζί τους –και ευτυχώς –στο απευθείας τηλέφωνο.

Οι πολλοί ας τον λένε «τσάρο», αλλά το Φεστιβάλ είναι ο Λούκος –και ανάποδα. Γεγονός που γεννά τον σημαντικότερο ίσως προβληματισμό. Από μια διαστροφή της Ιστορίας, το σημαντικότερο ερώτημα αφορά την ανανέωση ενός θεσμού που επιθυμούσε να ανανεώσει τον «πρόγονό» του: μετά τον Λούκο, τι; Με ποιον τρόπο έχει θωρακίσει ο υπερκομματικός πρόεδρος του Φεστιβάλ τη διοικητική του αυτοτέλεια ώστε να αντέξει στην επόμενη φάση της οικονομικής κρίσης; Αν και το πρόγραμμα του 2015 δεν περιέχει ούτε Μπέκετ ούτε Ιονέσκο, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ίδιο για το 2016.