«Οποιος πληρώνει τον αυλητή κανονίζει τι θα παίζει» (He who calls the piper calls the tune) λέει ένα παλιό αγγλικό ρητό. Το μεγάλο ερώτημα στη Μονόπολη του πολιτισμού που παίζεται στον άξονα της Λεωφόρου Συγγρού, ορίζοντας μια φιλόδοξη νέα «πολιτιστική γειτονιά» –όπως τη βλέπουν δύο μεγάλα κοινωφελή ιδρύματα, το Κοινωφελές Ιδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης και το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος –είναι ποιος πληρώνει τον αυλητή.

Από την πλευρά και των δύο ιδρυμάτων, που μέχρι σήμερα –το Ιδρυμα Ωνάση εδώ και 40 χρόνια και το Ιδρυμα Νιάρχου από το 1996 τουλάχιστον –ενισχύουν πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς φορείς με χορηγίες, υποτροφίες, προγράμματα κ.ά., η απάντηση δείχνει κατ’ αρχάς εαυτούς. Το Ιδρυμα Ωνάση (όπως επανέλαβαν στα «ΝΕΑ» οι εκπρόσωποί του Αφροδίτη Παναγιωτάκου και Εφη Τσιότσιου) έχει σαφή οικονομική θέση απέναντι στο έργο που επιτελείται μέσα από την «πολιτιστική ναυαρχίδα» του εδώ και έξι χρόνια, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Μιλάμε για έναν ιδιωτικό πολιτιστικό πολυχώρο που χρηματοδοτείται από ίδιους πόρους και χορηγίες, με την αρωγή προγραμμάτων ΕΣΠΑ (με συγχρηματοδότηση από το Δημόσιο).

Στην περίπτωση της κτιριακής δωρεάς των 566 εκατ. ευρώ από το Ιδρυμα Νιάρχου στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ)στο Φάληρο, τα ανώτατα στελέχη – εκπρόσωποί του (Γιώργος Αγουρίδης, Γιάννης Τροχόπουλος, Ελλη Ανδριοπούλου, Πάνος Παπούλιας, Λένα Βλαβιανού, Αννα Μαρία Κοσμόγλου) που απάντησαν στις ερωτήσεις των «ΝΕΩΝ» –σε μια έρευνα που διήρκεσε πάνω από έναν μήνα –ξεκαθάρισαν ότι το οικονομικό βάρος για τη λειτουργία της δωρεάς θα το αναλάβει το Δημόσιο. Το οποίο, όπως επέμειναν, θα έχει και τη διοίκηση στη φάση λειτουργίας –και όχι στην παρούσα φάση υλοποίησης, μέχρι την παράδοση –με έως τρία μέλη τού 7μελούς ΔΣ από την ΕΛΣ και την ΕΒΕ, σύμφωνα με τη σύμβαση που έχει συναφθεί από το 2009 και έχει κυρωθεί με ΦΕΚ.

Το παράδειγμα του Μεγάρου

Πώς όμως θα συμβεί αυτό από ένα Δημόσιο που έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι λεφτά δεν υπάρχουν για τον πολιτισμό; Το παράδειγμα του προγενέστερου Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ενός ιδιωτικού μεγαλεπήβολου σχεδίου που ογκώθηκε στα 170.000 τ.μ. των σημερινών κτιριακών του εγκαταστάσεων, πλέον για το Δημόσιο – εγγυητή των δανείων του (ύψους ανάλογων εκατομμυρίων με τη δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου) και σύντομα πλήρη ιδιοκτήτη των κτιρίων, με πλειοψηφία στο ΔΣ, σημαίνει την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων της τάξης των 20 εκατ. ευρώ ετησίως.

«Η βιωσιμότητα του Κέντρου Πολιτισμού είναι ευθύνη όλων» υποστηρίζουν στελέχη του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Η παραπομπή στο ελληνικό Δημόσιο σημαίνει ότι θα επωμιστεί ένα ετήσιο βάρος 14,5 εκατ. ευρώ από πλευράς Εθνικής Λυρικής Σκηνής (έναντι των 10 εκατ. που είναι σήμερα), σύμφωνα με πρόταση του διευθυντή της Μύρωνα Μιχαηλίδη, ώστε να επεκτείνει δραστηριότητες και εκπαιδευτικό έργο, φιλοξενούμενη πλέον στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, και άλλα 7 εκατ. ευρώ ετησίως για την Εθνική Βιβλιοθήκη (2,9 εκατ. για λειτουργικά και έξοδα συντήρησης, 2,7 εκατ. για μισθοδοσία κάπου 150 υπαλλήλων στη φιλοξενούμενη Εθνική Βιβλιοθήκη από τους 43 που εργάζονται σήμερα και 1,4 εκατ. για ψηφιοποίηση και αγορά βιβλίων –κάτι που δεν έχει γίνει τα τελευταία 17 χρόνια, κατά τον διευθυντή Φίλιππο Τσιμπόγλου). Για δε το κόστος λειτουργίας και συντήρησης του Οργανισμού του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που θα λειτουργεί υπό το Δημόσιο (μετά τις αρχές του 2017, αν συνυπολογίσουμε και τον χρόνο μετακίνησης των δύο φιλοξενούμενων οργανισμών), το υπουργείο Οικονομικών, που θα λάβει και τη σχετική απόφαση, μελετά ακόμη πιθανά σενάρια, όπως αποσαφήνισαν στα «ΝΕΑ» οι εκπρόσωποι του Ιδρύματος Νιάρχου. Μιλάμε και για τη διατήρηση του πράσινου πνεύμονα που δημιουργείται με τη δωρεά στο Φάληρο και θα βαρύνει επίσης το Δημόσιο. Για το αποτέλεσμα, κάποιοι, όπως ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών Γιώργος Κουρουπός, εκφράζουν αμφιβολίες κρίνοντας από την κατάσταση στην οποία έχει αφεθεί να περιέλθει ο Εθνικός Κήπος, πόσω μάλλον ένα τόσο μεγάλο (170 στρέμματα) και ευρωβόρο έργο, ακόμη κι αν το ζήτημα της άρδευσης λύνεται με συστήματα ανακύκλωσης νέας τεχνολογίας που περιλαμβάνονται στη δωρεά.

Πώς θα λειτουργεί λοιπόν αυτή η δωρεά άμα τη παραλαβή της; Και ποιος πληρώνει τον αυλητή; Εκφράζονται αντιρρήσεις; Οπως φαίνεται, ναι, κυρίως στην περίπτωση της Βιβλιοθήκης που στεγάζει εθνικούς θησαυρούς της Ελλάδας: από χειρόγραφα των αγωνιστών της Επανάστασης και του Διονύσιου Σολωμού μέχρι την πρώτη δανειακή σύμβαση που συνήψε η Ελλάδα με τους συμμάχους και από χειρόγραφους κώδικες με κείμενα του Πινδάρου και του Αριστοτέλη μέχρι κοσμημένους –μοναδικούς παγκοσμίως –κώδικες ευαγγελίων από τον 9ο αιώνα (οκτώ από τους οποίους, όταν ταξίδεψαν έως την Ουάσιγκτον για την έκθεση «Heaven And Earth», ασφαλίστηκαν στους Λόιντς έναντι 13 εκατ. δολαρίων έκαστος!).

«Ενας «ευεργέτης», εν προκειμένω το Ιδρυμα Νιάρχου, παραλαμβάνει από το κράτος την (ομολογουμένως) περιορισμένων έως τώρα δυνατοτήτων Εθνική Βιβλιοθήκη με σκοπό να τη μεταστεγάσει δωρεάν σε αρτιότερες εγκαταστάσεις. Στην ουσία, όμως, αποκτά αδιαπραγμάτευτα την εθνική πολιτισμική παρακαταθήκη, την εθνική μνήμη» παρατήρησε σε άρθρο του στην κυριακάτικη «Αυγή» (2 Φεβρουαρίου 2014) ο συγγραφέας και εκδότης Αρης Μαραγκόπουλος. Στο κείμενό του, που εκδόθηκε και στον τόμο «Πεδία μάχης αφύλακτα» (εκδ. Τόπος, 2014) και δεν απαντήθηκε ούτε διαψεύσθηκε μέχρι σήμερα, συνεχίζει: «Από αυτή την προνομιακή θέση τη διαχειρίζεται με τους όρους ενός παγκοσμιοποιημένου παιχνιδιού συμφερόντων, όπου οι ισχυρότεροι παίκτες είναι η Google, η Vodafone, το Bill & Melinda Gates Foundation (και οι τρεις «υποστηρίζουν» και «συνεργάζονται» στο γενικότερο πλαίσιο για την Εθνική Βιβλιοθήκη), το γερμανικό κονσόρτσιουμ των μίντια Bertelsmann – Penguin Random House-RTL Group κ.ά.». Η σύνδεση με το Ιδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς (του μεγιστάνα της πληροφορικής) ανάγεται ίσως στη βράβευση, το 2012, στο πλαίσιο ετήσιου διεθνούς διαγωνισμού –με 1 εκατ. δολάρια για την «Πρόσβαση στη μάθηση» και τη χρήση νέων τεχνολογιών –της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Βέροιας, στην οποία επιτέλεσε έργο ο Γιάννης Τροχόπουλος, μετέπειτα διευθύνων σύμβουλος στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Αντίρροπες τάσεις

Κοιτώντας κάποιος από ψηλά τη Μονόπολη του πολιτισμού, διαπιστώνει και κάτι ακόμη: ότι η αγαστή συνεργασία που δηλώθηκε στα «ΝΕΑ» από την πλευρά των στελεχών του Ιδρύματος Ωνάση, με στόχο τη δημιουργία από κοινού της νέας «πολιτιστικής γειτονιάς» στον άξονα της Συγγρού, εμφανίζει αντίρροπες τάσεις. Από τη μια το Ιδρυμα Ωνάση, παρά το πρώτο «όχι» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πρόγραμμα ανάπλασης του ιστορικού κέντρου της Αθήνας (το Rethink Athens, στο οποίο εντασσόταν η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου, που χαρακτηρίστηκε στην πρώτη διαβούλευση ως «περιττή»), εμμένει –με τη συναίνεση του αρμόδιου υπουργείου που δηλώνει ότι θα επαναφέρει τη μελέτη προς διαβούλευση στην Κομισιόν –στην «αναζωογόνηση» του κέντρου, κόντρα στην «αιμορραγία που προκαλεί η προαστιακή αστυφιλία». Αρα και στην αξιοποίηση μεγάλων πολιτιστικών δομών του, στις οποίες περιλαμβάνεται τουλάχιστον η Εθνική Βιβλιοθήκη. Από την άλλη πλευρά, το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος με τη δωρεά του, ήτοι το Κέντρο Πολιτισμού, προς το Δημόσιο μετακινεί και φιλοξενεί τους δύο παραπάνω δημόσιους οργανισμούς προς το Φάληρο. Αυτό συνεπάγεται εκκένωση του ιστορικού Βαλλιάνειου Μεγάρου στην Πανεπιστημίου, δωρεά των πάμπλουτων ομογενών αδελφών Μαρίνου, Παναγή, Ανδρέα Βαλλιάνου (που πέθαναν προτού εγκαινιαστεί το 1903) στο ελληνικό Δημόσιο.

Μέσα στην ίδια την Εθνική Βιβλιοθήκη έχει εκφραστεί από τον Οκτώβριο του 2013 η άποψη –με βάση σχετική μελέτη και την ξένη εμπειρία –ότι το ολομάρμαρο Βαλλιάνειο, με υπογραφή Τσίλερ, μέρος της αρχιτεκτονικής τριλογίας (μαζί με το Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία) στην Πανεπιστημίου, με τα μεγάλα σήμερα προβλήματα –από τα ηλεκτρολογικά και τα υδραυλικά μέχρι τις συνθήκες διατήρησης των εθνικών θησαυρών –θα έπρεπε να αποκατασταθεί αίθουσα προς αίθουσα, όπως έγινε και στην περίπτωση της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας, που διατήρησε με σταδιακή αποκατάσταση το ιστορικό κτίριο της οδού Ρισελιέ, όπου σήμερα στεγάζονται τα «ασημικά», όπως λένε, του έθνους και μετέφερε το υπόλοιπο υλικό στο νέο κτίριο Μιτεράν (κάτι αντίστοιχο έγινε και στην Ουαλία, όπου το παλιό ιστορικό κτίριο, αναπαλαιωμένο, συνεχίζει να στεγάζει τους θησαυρούς του Βύρωνα και του Σέλεϊ). Η μελέτη έγινε από τον αναπληρωτή πρόεδρο του εφορευτικού συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, καθηγητή Αρχιτεκτονικής με έδρα στο περίφημο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και πρόεδρο του Κολλεγίου Αθηνών Σπυρίδωνα Πολλάλη. Κατέληγε δε στην ανάγκη να συνεχίσει να λειτουργεί στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας το Βαλλιάνειο, φιλοξενώντας τα «ασημικά» της εθνικής κληρονομιάς, με ένα τμήμα ανοιχτό στο κοινό και ένα κλειστό, παράλληλα με τον βασικό όγκο της Εθνικής Βιβλιοθήκης που θα φιλοξενείται στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Ολα αυτά ύστερα από σταδιακή αποκατάσταση (μέχρι σήμερα δεν έχει τεθεί επί τάπητος παρά η εκκένωση του ιστορικού κτιρίου), με εκτιμώμενο κόστος 12,5 εκατ. ευρώ και ορίζοντα αποπεράτωσης στα 4 χρόνια.

Η μελέτη του Σπύρου Πολλάλη έμεινε κενό γράμμα. Και όχι μόνο αυτό. Μόλις έγινε γνωστή η επικείμενη εκκένωση του Βαλλιανείου, η Σύγκλητος μέσω του τότε πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδόση Πελεγρίνη αιτήθηκε, με επιστολή της, την παραχώρηση του κενού κτιρίου στο Πανεπιστήμιο! Για να λάβει την απάντηση ότι κάτι τέτοιο αντίκειται στη δωρεά των Βαλλιάνων (που στα χρόνια της ανερχόταν σε 2,8 εκατ. δραχμές –σημερινή εκτίμηση: 1 δισ. ευρώ).

Info

Το επόμενο Σάββατο: Η πενιχρή δημόσια κριτική, η περίπτωση της Λυρικής και τα «απαγορευμένα» λογότυπα