Μια σειρά σύγχρονων ισπανών και ισπανόφωνων συγγραφέων –μεταξύ τους ο Ενρίκε δε Εριθ, ο Χαβιέρ Μαρίας, ο Χουάν Γκοϊτισόλο, ο Χαβιέρ Θέρκας και ο νεκρός πια Χιλιανός, πλην «πολιτογραφημένος» Καταλανός Ρομπέρτο Μπολάνιο –συγκροτούν κατά την άποψή μου μια διακριτή σχολή που δεν έχει ακόμη βρει το όνομά της. Οι συγγραφείς αυτοί υπηρετούν ταυτόχρονα την ιστορική μνήμη σε αναφορά με σχετικά πρόσφατα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα, αντλούν από το «μυθιστόρημα-ντοκουμέντο» και τη σχολή της νέας δημοσιογραφίας, ενώ κατά κανόνα εγκιβωτίζουν μια αφήγηση σε μια άλλη, επιχειρώντας έτσι την υπέρβαση της κοινοτοπίας αλλά και την αποφυγή των δυσκολιών της πλοκής. Συχνά δίνουν στα βιβλία τους τίτλους που ακούγονται απλοϊκοί αλλά, μια και δεν μπορεί τόσο καλοί συγγραφείς να είναι απλοϊκοί ή να αναφέρονται σε εγκυκλοπαιδικά λήμματα, οφείλουμε να συνάγουμε ως αναγνώστες ότι κάτι άλλο κρύβεται πίσω από τα «Στρατιώτες της Σαλαμίνας» και «Ταχύτητα του φωτός» του Θέρκας, «Αγριοι ντετέκτιβ» του Μπολάνιο, «Οικογένεια Καρλ Μαρξ» του Γκοϊτισόλο ή «Τα λημέρια του λύκου» του Μαρίας. Και συχνά έτσι είναι. Μέσα από τον μεταμοντερνιστικό σχετικισμό τους προβάλλεται –τουλάχιστον στα πιο πετυχημένα εξ αυτών –μια άλλη πραγματικότητα από την περιγραφόμενη. Πίσω λ.χ. από μια αστυνομική ιστορία προβάλλει ένας κατά κανόνα μακροσκελής προβληματισμός περί τη γραφή ή μια εξόφθαλμη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει αλήθεια όσο κι αν ψάξεις γι’ αυτήν ή ακόμη μια μυθοποίηση της γλώσσας και της ανάγνωσης. Ταυτόχρονα κυριαρχεί σ’ αυτή τη «σχολή» ένα είδος γραφής επιδεικτικά επίπεδης, με προβολή της σοφιστικέ κοινοτοπίας, χωρίς καλολογικά στοιχεία και εξάρσεις, με μια επιτηδευμένη μονοτονία από την οποία υποτίθεται ότι πρέπει να ανασύρεις ενδιαφέρουσες ιδέες και καλά κρυμμένα αισθήματα. Βρισκόμαστε πλέον εμφανώς στους αντίποδες του μαγικού ρεαλισμού.

Ετσι κι εδώ, στο τελευταίο βιβλίο του Χαβιέρ Θέρκας. Ενας συγγραφέας αναζητά –όχι για εντελώς σαφείς λόγους –την αλήθεια για μια μυθική νεανική συμμορία που δρούσε το καλοκαίρι του 1978 σε μια καταλανική μεσαίου μεγέθους πόλη, τη Χιρόνα, μεταξύ Βαρκελώνης και γαλλικών συνόρων (κατά σύμπτωση στο πανεπιστήμιό της διδάσκει ο συγγραφέας). Προς τούτο παίρνει μακροσκελείς εναλλάξ συνεντεύξεις από δύο πρωταγωνιστές της εποχής. Ο ένας είναι ο Ιγνάθιο Κάνιας, παιδί μικροαστικής οικογένειας που είχε μπλέξει με τη συμμορία κατά τύχη και κυρίως επειδή τον είχε παγιδέψει ερωτικά η Τέρε, υποτιθέμενη ερωμένη του αρχηγού της συμμορίας, του Γαλανομάτη. Ο άλλος είναι ένας αστυνόμος, φτωχοπαίδι που αποφάσισε να ζητήσει μετάθεση στη Χιρόνα γιατί τον είχε γοητεύσει ένα μάλλον μέτριο «λαϊκό αφήγημα» για την κατάκτηση της πόλης από τις στρατιές του Ναπολέοντα και ξέμεινε έκτοτε σ’ αυτήν ώς τη συνταξιοδότησή του. Η πορεία των δύο συμπλέκεται με τα πραγματικά γεγονότα και μετακινεί κάθε τόσο τον φακό της ανεύρετης αλήθειας.

Αποδεικνύεται εξαρχής ότι υπάρχει ένα σύνορο στη Χιρόνα, ένα ποτάμι που πολύ σχηματικά χωρίζει το εύπορο από το φτωχό κομμάτι της πόλης. Στο δεύτερο συσσωρεύονται εκείνα τα πρώτα μεταφρανκικά χρόνια λογής λογής εσωτερικοί μετανάστες που ζουν σε ημιάθλιες συνθήκες. Ανάμεσά τους ο Γαλανομάτης –ατρόμητος, φιλόδοξος και ευφυής -, η Τέρε –με τα ίδια στοιχεία συν τον ερωτισμό –και άλλα παιδιά που όταν δεν βρίσκονται σε σφαιριστήρια, ντισκοτέκ και μπαράκια καπνίζοντας μπάφους επιδίδονται σε ληστείες σπιτιών και κλοπές αυτοκινήτων. Ο νεαρός Κάνιας θα μπλέξει μαζί τους το καλοκαίρι εκείνο εν μέρει ως αντίδραση στην κακοποίηση που υφίσταται από συμμαθητές του στο σχολείο, εν μέρει γιατί η Τέρε θα τον χειριστεί επιδέξια, κυρίως όμως λόγω της πλήξης και της έλλειψης νοήματος στη ζωή του. Ετσι ανδρώνεται διά της παραβατικότητας και του βασανιστικού εφηβικού έρωτα.

Η συμμορία γίνεται με τον καιρό θρασύτατη, μέχρι να διαπράξει τα μοιραία λάθη που θα οδηγήσουν στην εξάρθρωσή της. Τα μέλη της συλλαμβάνονται ή πεθαίνουν, αλλά ο Κάνιας διαφεύγει με τη βοήθεια του Γαλανομάτη που συλλαμβάνεται αντ’ αυτού για να περάσει από ‘κεί και πέρα όλη του τη ζωή στη φυλακή. Ο έγκλειστος πλέον αρχηγός της συμμορίας συχνά δραπετεύει, επιδίδεται σε βίαιες πράξεις, διακινεί ναρκωτικά, αρρωσταίνει και εξελίσσεται σε λαϊκό ήρωα για τα ταμπλόιντ και τα ριάλιτι της τηλεόρασης. Κάποια στιγμή οι δρόμοι τους τέμνονται ξανά. Ο Κάνιας έχει σωθεί μέσω των γνωριμιών του πατέρα του και λόγω της ανεκτικότητας του αστυνόμου (και δεύτερου αφηγητή) που αποφασίζει να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Εχει σπουδάσει νομικά, παντρεύτηκε και χώρισε, κάνει μια σπουδαία καριέρα στην πατρική του πόλη και αναστοχάζεται συχνά το παρελθόν καθώς παρακολουθεί τους μετασχηματισμούς της πόλης ένθεν κακείθεν των νοητών συνόρων της. Οι νόμοι των συνόρων έχουν αλλάξει λόγω της ανάπτυξης, της εισβολής του τουρισμού και του εκσυγχρονισμού. Αλλά όταν ο Γαλανομάτης θα του ζητήσει να αναλάβει την υπεράσπισή του και η Τέρε ξαναγίνει ερωμένη του, οι ταξικές ενοχές θα εισβάλουν μαζί με την ενσυναίσθηση για τη μοίρα των άλλων –των λιγότερο τυχερών.

Αδυναμίες

Οι απαντήσεις εκκρεμούν επιδεικτικά

Η αναζήτηση της αλήθειας στο βιβλίο του Θέρκας θα φτάσει σε αδιέξοδο: Ποιος πρόδωσε τη συμμορία; Ηταν η Τέρε ερωμένη του Γαλανομάτη; Γνώριζε ο αστυνομικός την ενοχή του Κάνιας; Γιατί μια ζωή του διέφευγε ο αξεπέραστος εφηβικός του έρωτας; Ποιοι είναι οι νόμοι των συνόρων και ποια είναι εντέλει τα σύνορα; Οι απαντήσεις εκκρεμούν επιδεικτικά. Οι εκκρεμότητες με τον εαυτό μας και τους άλλους παραμένουν και η αλήθεια είναι ανεύρετη, θέλει να μας πει ο Θέρκας. Μπορεί να έχει δίκιο, αν και δεν το πολυπιστεύω. Και εν πάση περιπτώσει είναι κρίμα γιατί χρειάστηκαν πάνω από 500 πυκνογραμμένες σελίδες για να το διαπιστώσουμε. Διπλά κρίμα γιατί το μυθοπλαστικό υλικό προσφερόταν για ουσιαστικότερη και κατά πολύ πυκνότερη αφήγηση χωρίς περιττές, φλύαρες επαναλήψεις και υποδηλώσεις περί κρυμμένου νοήματος των πραγμάτων, που παραμένει ωστόσο εκκρεμές. Επιπλέον, το πολυφορεμένο εσχάτως τέχνημα του συγγραφέα που κάνει έρευνα για να αφηγηθεί κατιτίς χιλιοειπωμένο καίγεται εδώ χωρίς αιτιολόγηση και λειτουργικότητα. Παρά ταύτα, στο πρώτο μισό του τουλάχιστον το καλομεταφρασμένο αυτό βιβλίο σε κρατάει. Μέχρι να εισβάλει η τελική μελαγχολία.