Οι πολιτικοί αρχηγοί της Βρετανίας είχαν προετοιμαστεί για μια δύσκολη εβδομάδα. Οι πολίτες είχαν αρχίσει (με δυσκολία) να αντιλαμβάνονται πώς εφαρμόζεται το συνταγματικό δίκαιο της χώρας τους όταν δεν κερδίζει το πρώτο κόμμα την πλειοψηφία και οι πολιτικοί αναλυτές είχαν επεξεργαστεί εξονυχιστικά κάθε σενάριο συμμαχίας ή συνεργασίας στην περίπτωση ενός αποτελέσματος μειοψηφίας. Τα εκλογικά αποτελέσματα τους προσγείωσαν όλους σε μια διαφορετική πραγματικότητα.

Ο Ντέιβιντ Κάμερον ξεπέρασε την απαιτούμενη πλειοψηφία των 326 εδρών, κατευθυνόμενος με άνεση σε μια δεύτερη θητεία, χωρίς τη βοήθεια κανενός. Μάλλον ούτε ο ίδιος το πίστευε όταν μιλούσε προχθές τα ξημερώματα στους συναδέλφους του για «την πιο γλυκιά νίκη του κόσμου». Ο Εντ Μίλιμπαντ, από την άλλη, που είχε αρχίσει να πιστεύει (και να πείθει αρκετούς) ότι θα περάσει από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, όχι μόνο δεν προσέγγισε τον πολιτικό του αντίπαλο στον τελικό αριθμό ψήφων, αλλά υπέστη μια ιστορική ήττα, που του στοίχισε την αρχηγία του Εργατικού Κόμματος. Ο αποχαιρετισμός του έγινε με μια έντονη αίσθηση υπευθυνότητας και αποφασιστικότητας, που μόνο τον τελευταίο μήνα έχει επιδείξει ο ίδιος. «Αναλαμβάνω την αποκλειστική ευθύνη για την ήττα του κόμματός μου και των βουλευτών που έχασαν τις θέσεις τους (σαφής αναφορά στην ήττα του σκιώδους υπουργού Οικονομικών Εντ Μπολς)» είπε, συμπληρώνοντας ότι «η Βρετανία χρειάζεται ένα δυνατό Εργατικό Κόμμα» και πως παραιτείται αμέσως για να ανασυγκροτηθεί το κόμμα του ταχύτατα.

Ο μεγαλύτερος, όμως, χαμένος των εκλογών ήταν ο Νικ Κλεγκ, ο αρχηγός των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και εταίρος στην κυβέρνηση του Κάμερον, που ήλπιζε να συμμετάσχει και στη νέα κυβέρνηση. Αντ’ αυτού, οδήγησε το κόμμα του σε μια βαριά ήττα –μόλις οκτώ έδρες από τις 57 που κατείχε –και, εύλογα, έχασε τη θέση του ως αρχηγού. Ανακοινώνοντας την παραίτησή του –και πνίγοντας τη συγκίνησή του με έναν ξερόβηχα –ο Κλεγκ δήλωσε «πληγωμένος που οι βουλευτές του έχασαν τις θέσεις τους εξαιτίας δυνάμεων που ήταν έξω από τον έλεγχό τους». «Ο φιλελευθερισμός έχασε από την πολιτική του τρόμου» είπε αναφερόμενος ξεκάθαρα στην επίθεση που είχε εξαπολύσει το Συντηρητικό Κόμμα για την «επέλαση» του σκωτσέζικου εθνικιστικού κόμματος (SNP) στο Ουέστμινστερ.

Στον φόβο είχε ποντάρει, κατά μία έννοια, και άλλος ένας πολιτικός που δεν κατάφερε να πείσει, όσο θα ήθελε, το εκλογικό κοινό της περιφέρειάς του με τις αντιμεταναστευτικές θέσεις του. Ο λόγος για τον Νάιτζελ Φάρατζ, αρχηγό του ξενόφοβου Κόμματος για την Ανεξαρτησία του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP), που έχασε κατά περίπου 3.000 ψήφους στην Περιφέρεια του Σάουθ Θάνετ. Το κόμμα του αντιθέτως, όπως είχε προβλεφθεί, κέρδισε μία έδρα στη Βουλή και πολλές δεύτερες και τρίτες νίκες σε άλλες εκλογικές περιφέρειες. Ο Φάρατζ παραιτήθηκε –δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, εφόσον είχε δεσμευτεί προεκλογικά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εγκατέλειψε την πολιτική, ούτε το κόμμα του. Ο ίδιος δήλωσε ότι, αφού κάνει διακοπές το καλοκαίρι –«για πρώτη φορά από το 1993» -, θα σκεφτεί αν θα υποβάλει εκ νέου υποψηφιότητα για την αρχηγία του κόμματος τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.

Τελικά, το μόνο που δεν ήρθε ως έκπληξη στο βρετανικό κοινό ήταν η σαρωτική νίκη της Νίκολα Στέρτζον, αρχηγού του σκωτσέζικου εθνικιστικού κόμματος (SNP), που αύξησε τη δύναμή του στο Ουέστμινστερ κατά 50 ολόκληρες έδρες, αλλάζοντας καθοριστικά την πολιτική δομή της Βουλής των Κοινοτήτων. Ο Κάμερον το γνωρίζει αυτό και το επεσήμανε, ήδη, από την πρώτη μέρα της δεύτερης θητείας του. Εξω από την Ντάουνινγκ Στριτ, με την περηφάνια της νίκης στην έκφρασή του, ο Κάμερον δήλωσε ότι «θα ηγηθεί ενός ενωμένου έθνους» και ότι θα προωθήσει τη μετάβαση εξουσιών στις κυβερνήσεις της Σκωτίας, της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ουαλίας, με τελικό στόχο να «κάνει τη Μεγάλη Βρετανία μεγαλύτερη». Δεν παρέλειψε και μια αναφορά στο δημοψήφισμα για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ. Αυτό, είπε, θα γίνει έως το 2017.