«1.001 γραμμάρια»: Το ζήτημα του προσωπικού βάρους έχει τις προεκτάσεις του. Υπάρχουν, για παράδειγμα, το βάρος της ψυχής και το βάρος του σώματος. Και είτε μιλάμε για το πρώτο είτε για το δεύτερο, καταλήγουμε πάντα στο βάρος που φορτώνεσαι –είτε οικειοθελώς είτε επειδή δεν έχεις επιλογή. Το κοινωνικό συμβόλαιο, ιδωμένο από μια πλάγια οπτική γωνία, μοιάζει με ατέρμονο διάδρομο γυμναστηρίου, μια γραμμή ζωής σχεδιασμένη ούτως ώστε να ολοκληρώσει την προαπαιτούμενη εξάσκησή σου στα βάρη του αστικού βίου. «Σύζυγος» άλλωστε (έννοια πυρηνικής σημασίας για την κοινωνική συνοχή) είναι αυτός που μοιράζεται τον «ζυγό».

Η Μαρί πάντως δεν είναι παντρεμένη –ο μόνος δεσμός της είναι οικογενειακός: είναι αυτός που μοιράζεται με τον πατέρα της. Επιστήμονες και οι δύο, ασχολούνται μονάχα με το βάρος. Σε κάθε χώρα φυλάσσεται κάτω από ειδικές συνθήκες ένα πρότυπο χιλιόγραμμο, το γνωστό μας κιλό. Κάθε χρόνο, επιστήμονες απ’ όλο τον κόσμο συγκεντρώνονται στο Παρίσι προκειμένου να ζυγίσουν του κόσμου τα χιλιόγραμμα και να προσδιορίσουν την ακρίβειά τους. Και η Μαρί (την ενσαρκώνει εξαίσια η Αν Νταλ Τορπ) που ζει έναν απολύτως καλοζυγισμένο βίο υποχρεώνεται να παραστεί σε ένα τέτοιο συνέδριο, όταν μια ξαφνική ασθένεια του πατέρα «ταρακουνά» το πρόγραμμά της. Θα υποχρεωθεί λοιπόν να «ζυγίσει» με ακρίβεια τις προσωπικές της απογοητεύσεις και απαιτήσεις από μια ζωή που θα μπορούσε και να ήταν πραγματικά δική της.

Ο Νορβηγός Μπεντ Χάμερ στήνει την ταινία του με ακρίβεια επιστημονικής κοπής. Και εδώ υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Γιατί όχι μόνο τα πλάνα του δείχνουν αλφαδιασμένα, μα και κάθε δραματουργική εξέλιξη έρχεται ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, ούτως ώστε να τονιστεί το ανθρωποκεντρικό του μήνυμα. Με άλλα λόγια, τα «1.001 γραμμάρια» είναι μια απολύτως ισορροπημένη ταινία για την εξίσου απαραίτητη ανισορροπία που απαιτείται για μια καλύτερη –ή έστω, μια αληθινή –ζωή. Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, σε ένα γραφείο όπου όλα λειτουργούν ακριβώς όπως πρέπει, αισθάνομαι πως οι εκκλήσεις για ανατροπή, ακούγονται καλύτερα σε ταινίες που στήνονται δίχως δίχτυ ασφαλείας.

Βαθμοί: 6

Διπλή μερίδα ποπ κορν

«Οι Εκδικητές: H Εποχή του Ultron»: Ο Iron Man (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ) δημιουργεί τον Ultron, ένα εξελιγμένο ρομπότ που όμως διακατέχεται από ναπολεόντειες κρίσεις μεγαλείου: οι μεγάλοι υπερήρωες του πλανήτη Γη πρέπει να ενώσουν ξανά τις δυνάμεις τους. Ο σκηνοθέτης Τζος Γουέντον θεωρείται από τους σπουδαίους ανανεωτές της κόμικ εικονογραφίας, κυρίως επειδή μεγέθυνε τα τρωτά σημεία των φαινομενικά άτρωτων πρωταγωνιστών – με μια ιδιαιτερότητα: τους έκανε ντροπαλούς, ενίοτε συναισθηματικά μπερδεμένους και αντικοινωνικούς, χαρίζοντάς τους όλα τα κουσούρια των nerd οπαδών τους! Κανένα πρόβλημα, και ουδέποτε αρνήθηκα μια γενναία μερίδα ποπ κορν.

Ο Γουέντον μοιάζει εδώ να ερευνά ολόκληρη την ιστορία του ψυχαγωγικού κινηματογράφου, εμμένει όμως πεισματικά στην ποπ επιφάνεια του πράγματος.

Η οποία έχει ψωμί μονάχα αν την πλησιάσεις μέσω της (απούσας εδώ) διαλεκτικής. Ο δε «κακός» εδώ, μια απειλητική ρομποτική μορφή, είναι περισσότερο τρομακτικός στην όψη παρά στη σκέψη (άλλος ένας τρομοκράτης). Θα ήταν όμως ψέμα αν αρνηθούμε το εντυπωσιακό του όλου θεάματος. Που δυστυχώς κρατά μία ώρα παραπάνω απ’ ό,τι θα έπρεπε. Τέλος, ας δει ο Γουέντον λίγο ασιατικό σινεμά. Ισως μάθει επιτέλους να φιλμάρει ικανοποιητικά τις συμπλοκές σώμα με σώμα.

Βαθμοί: 5

Ολα κάλπικα

«Mommy»: Ο Ξαβιέ Ντολάν είναι αυτό που λέμε αγαπημένο παιδί των φεστιβάλ. Η πρώτη του ταινία, με τίτλο «Σκότωσα τη μητέρα μου» (όπως βλέπετε η θεματική του γκάμα δεν πάει και πολύ μακριά), συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών και έκτοτε γυρίζει τη μία ταινία μετά την άλλη, γεμίζοντας τα προγράμματα μεγάλων κινηματογραφικών διοργανώσεων που τον βραβεύουν κιόλας. Στο «Mommy» ο Ντολάν καδράρει το δράμα του σε αναλογίες iPhone (κοινώς, το στόρι συντελείται σε μια όρθια παραλληλόγραμμη οθόνη, δίχως καμία ουσιαστική αφορμή – έτσι, δηλαδή, επειδή θέλει και μπορεί), και αφηγείται την ιστορία μιας μάνας που προσπαθεί να αναθρέψει όσο καλύτερα μπορεί το δεκαπεντάχρονο τέκνο της, τέκνο που μπλέκει διαρκώς σε καβγάδες επιδεικνύοντας μια καθ’ όλα αντικοινωνική συμπεριφορά. Αισθητικά και φιλμικά τα πάντα είναι «τσιμπημένα» σε βαθμό οριακό, αλλά αυτή η υστερία δεν συνιστά δράμα. Με μια μικρή απόσταση αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι καμία ενέργεια των ηρώων δεν βγάζει νόημα και ότι αυτός εντέλει που ενδιαφέρεται λιγότερο απ’ όλους είναι ο ίδιος ο Ντολάν, που εκπορνεύει και εδώ τους χαρακτήρες του προφασιζόμενος έναν πέρα ώς πέρα κάλπικο ανθρωπισμό.

Βαθμοί: 2

Ανθρακας η ταινία

«Γυναίκα από χρυσό»: Η ιστορία αληθινή. Εξήντα χρόνια μετά την απόδρασή της από τη Βιέννη κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια ηλικιωμένη Εβραία, η Μαρία Αλτμαν, πήγε την αυστριακή κυβέρνηση στα δικαστήρια προκειμένου να ανακτήσει οικογενειακά κειμήλια που κλάπηκαν από τους Ναζί, ανάμεσά τους και ο διάσημος πίνακας του Κλιμτ «Πορτρέτο της Αντέλ Μπλοχ Μπάουερ». Ολο αυτό στημένο με όλη την έμπνευση που συναντά κανείς σε ένα τηλεοπτικό δράμα. ΟΚ, υπερβάλλω. Εχω δει πολύ καλύτερα τηλεοπτικά δράματα από αυτό. Κρίμα για την Ελεν Μίρεν.

Βαθμοί: 2

Επανέκδοση;

«Araya»: Αυτές εδώ οι 24 ώρες στη ζωή των εργατών σε μια από τις πιο «στεγνές» περιοχές του κόσμου, όπου οι άνθρωποι από το 1500 βασίζονταν αποκλειστικά σε αυτά που τους έδινε η θάλασσα (αλάτι και ψάρια) λειτουργούν περισσότερο σαν λυρικό δοκίμιο (κάποιοι μίλησαν και για ποίηση) παρά σαν ντοκιμαντέρ. Τι κρίμα όμως που αυτή η υπέροχη ταινία του 1959 προβάλλεται σε μια φτωχή ψηφιακή εκδοχή.

Βαθμοί: Με προσοχή