Η συγγραφέας εμπνεύστηκε τον τίτλο του μυθιστορήματός της από μια αγιογραφική εικόνα του Νικολάου Τζαφούρη (15ος αι.) στην οποία εμφανίζεται ο εικονογραφικός τύπος «Χριστός, η Ακρα Ταπείνωσις», όπου μαζί με την ταπείνωση και το μαρτύριο του Θεανθρώπου συνυπάρχει και η ελπίδα της Ανάστασης.

Στις τελευταίες πράξεις του μυθιστορήματος βλέπουμε ότι ενώ οι ηρωίδες αρχικά έκρυβαν το παρελθόν τους, έπειτα συμφιλιώνονται με αυτό και αποφασίζουν να το κουβαλούν εσαεί στα όνειρά τους. Δίνουν όρκο αγάπης και αλληλεγγύης για τη σκληρή συνέχεια της ζωής. Πλέκουν αναμεταξύ τους τα δάχτυλα των χεριών τους («χέρι που αγγίζει άλλο χέρι όλο ελπίδα»), αφού τώρα πια καταλαβαίνουν ότι «δεν είχαν άλλο αντίδοτο στο φόβο από την αγάπη». Θυμηθείτε τους στίχους του Αναγνωστάκη: «Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους».