Εκτός από τους τουλάχιστον 23 ανθρώπους, ξένους τουρίστες κυρίως, που έχασαν τη ζωής τους, μεταξύ των θυμάτων της τρομοκρατικής επίθεσης στο φημισμένο Μουσείο του Μπαρντό της Τύνιδας συγκαταλέγεται και η νεοσύστατη δημοκρατία της Τυνησίας. Περισσότερο από τέσσερα χρόνια μετά την Επανάσταση των Γιασεμιών η οποία αποτέλεσε την αρχή της Αραβικής Ανοιξης, η μοναδική χώρα στον αραβικό κόσμο που κατάφερε να μετουσιώσει τη λαϊκή οργή σε πολιτική βούληση για τη δημοκρατική αλλαγή βρίσκεται πλέον στο στόχαστρο των εξτρεμιστών ισλαμιστών.

Η Τυνησία αποτελεί την πιο επιτυχημένη δημοκρατία ολόκληρου του αραβικού κόσμου αναφέρουν σε δημοσίευμά τους οι «Νιου Γιορκ Τάιμς». Τον περασμένο Δεκέμβριο διενεργήθηκαν οι πρώτες ελεύθερες προεδρικές εκλογές μετά την απομάκρυνση, το 2011, του επί σειρά ετών δικτάτορα της χώρας Μπεν Αλι. Η πλειονότητα του λαού απέρριψε τους μετριοπαθείς ισλαμιστές του Ενάχντα, του κόμματος που ανέλαβε τη διαδικασία μετάβασης προς τη δημοκρατία, δίνοντας την ψήφο τους στον κοσμικό Χαμπίμπ Εσίντ. Υπουργός Εσωτερικών υπό το καθεστώς του Μπεν Αλι, ο σημερινός πρωθυπουργός της Τυνησίας εκλέχτηκε στο ανώτατο αξίωμα της χώρας υποσχόμενος την αποκατάσταση της σταθερότητας και την πάταξη της ισλαμικής τρομοκρατίας, ενώ ηγείται μιας κυβέρνησης συνασπισμού στην οποία συμμετέχουν και οι μετριοπαθείς ισλαμιστές.

Ωστόσο οι δημοκρατικές ελευθερίες τις οποίες άρχισαν να βιώνουν σταδιακά από το 2011 και μετά οι Τυνήσιοι και οι Τυνήσιες, επέτρεψαν στους θιασώτες του ισλαμικού φονταμενταλισμού να προσελκύσουν εκατοντάδες νέους μαχητές εκμεταλλευόμενοι την ξαφνική ελευθερία του λόγου αλλά και τη δεινή οικονομική κατάσταση πάρα πολλών νεαρών Τυνησίων. Την ώρα που οι δυνάμεις ασφαλείας έδιναν και εξακολουθούν να δίνουν σκληρή μάχη για να πατάξουν τη δράση των ντόπιων τζιχαντιστών, έως και 3.000 Τυνήσιοι επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και να μεταβούν στο Ιράκ ή στη Συρία για να ενταχθούν στις τάξεις της τρομοκρατικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος. Μετά τη Σαουδική Αραβία η Τυνησία αποτελεί τη μεγαλύτερη δεξαμενή μαχητών για τις δυνάμεις του χαλιφάτου του Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι.

Χθες, αποκαλώντας τους δύο τυνήσιους τρομοκράτες «ιππότες του Ισλαμικού Κράτους» και χαρακτηρίζοντας τη δολοφονική επίθεση που εξαπέλυσαν στο Μουσείο του Μπαρντό «ευλογημένη εισβολή σε ένα από τα κρησφύγετα των απίστων και της εξαθλίωσης στη μουσουλμανική Τυνησία», το Ισλαμικό Κράτος ανέλαβε, όπως άλλωστε αναμενόταν, την ευθύνη για το τρομοκρατικό χτύπημα. Μάλιστα, οι προπαγανδιστές του χαλιφάτου προανήγγειλαν και άλλες επιθέσεις εναντίον των «αποστατών», αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «όσα έχουμε δει μέχρι σήμερα αποτελούν την πρώτη σταγόνα της βροχής».

Νωρίτερα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη σύλληψη εννέα ατόμων που σχετίζονται με την επίθεση. Οι πέντε από τους συλληφθέντες είχαν άμεση σχέση με τους δύο ενόπλους και οι λοιποί τέσσερις φέρεται ότι έδρασαν υποστηρικτικά. Σε δηλώσεις του ο Χαμπίμπ Εσίντ ανέφερε επίσης ότι ένας από τους δύο τρομοκράτες ήταν γνωστός στις μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες ωστόσο θεώρησαν ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας για το άτομό του. Μερικές ώρες μετά εκατοντάδες Τυνήσιοι κατέβηκαν στους δρόμους της Τύνιδας και συγκεντρώθηκαν έξω από το Μουσείο του Μπαρντό για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους τόσο στα θύματα της επίθεσης όσο και στη νεοσύστατη δημοκρατία τους.

Αποτελεί όμως γεγονός ότι η προχθεσινή επίθεση σηματοδοτεί την εξάπλωση, αν όχι την εγκαθίδρυση της τρομοκρατίας σε ακόμη μία αραβική χώρα, η οποία μέχρι το πρωί της Τετάρτης θεωρούνταν πρότυπο ασφάλειας και πολιτικής σταθερότητας τόσο για τις λοιπές χώρες της Αραβικής Ανοιξης όσο και για τον αραβικό κόσμο στο σύνολό του. Ενα από τα πρώτα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της τρομοκρατικής απειλής είναι η ανάπτυξη στρατευμάτων στις μεγαλύτερες πόλεις της Τυνησίας.

Αρκετοί ωστόσο εκφράζουν ήδη την έντονη ανησυχία τους για το ενδεχόμενο η νέα κυβέρνηση να αναγκαστεί να εφαρμόσει αυταρχικές πολιτικές όπως του προηγούμενου καθεστώτος, ούτως ώστε να περιορίσει τη δράση των τζιχαντιστών οι οποίοι, εκτός από τη νεαρή Δημοκρατία της Τυνησίας, πλέον απειλούν ανοιχτά και την Ευρώπη ευρισκόμενοι μερικές εκατοντάδες μίλια μακριά από τις ακτές της Ιταλίας και της Γαλλίας προειδοποιεί ο γάλλος ισλαμολόγος Ζιλ Κεπέλ.

500

Τυνήσιοι επέστρεψαν στη χώρα τους από τα πεδία των μαχών της Συρίας όπου πολέμησαν στο πλευρό των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους. Σύμφωνα με την κυβέρνηση της χώρας, σήμερα στην Τυνησία υπάρχουν έως και 2.000 υποστηρικτές του ισλαμικού εξτρεμισμού. Ομως, ιδιαίτερη ανησυχία στην κυβέρνηση προκαλεί και η χαοτική κατάσταση που επικρατεί στη γειτονική Λιβύη, προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους στη Βόρεια Αφρική. Μάλιστα, οι δύο δράστες της προχθεσινής επίθεσης εκπαιδεύτηκαν εκεί.