«Η Ανάσταση» δημοσιευόταν σε συνέχειες από το 1899 στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Νιβά», εγείροντας το διεθνές ενδιαφέρον για έναν ηθικό στοχαστή και κοινωνικό αναμορφωτή του μεγέθους του 72χρονου τότε Τολστόι. Τυπώθηκε σε βιβλίο δύο χρόνια αργότερα και ξεπέρασε σε πωλήσεις τα άλλα δύο μεγάλα –σε αξία και όγκο –έργα του, το «Πόλεμος και ειρήνη» και το «Αννα Καρένινα».

Ο Τολστόι αυτοβιογραφείται εδώ όχι τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά της ζωής του όσο ως προς τους πνευματικούς του αγώνες και την εσωτερική διαπάλη του με το Κοινωνικό Κακό. Προκύπτει ένα βιβλίο με στόχευση, μια στρατευμένη πραγματεία όπου τίθεται στο μικροσκόπιο η κοινωνική κρίση της ύστερης τσαρικής Ρωσίας, ενώ αυτές καθαυτές οι καλλιτεχνικές απαιτήσεις τίθενται συχνά σε δεύτερη μοίρα, παρά τους επιδέξια σμιλεμένους χαρακτήρες και τις ρεαλιστικές σκηνές του. Ακριβώς δε λόγω της εμπλοκής του συγγραφέα σε σειρά ηθικών ζητημάτων που απασχολούν το βιβλίο και κυρίως τον κεντρικό του ήρωα, τον πρίγκιπα Νεχλιούντοφ, ο Τολστόι εξαντλήθηκε και αρρώστησε κατ’ επανάληψη στη διάρκεια της εργώδους του προσπάθειας.

Κοπέλα σε απόγνωση

Εχει γραφεί ότι «Η Ανάσταση» είναι μητέρα κάθε μελοδράματος που ακολούθησε. Υπάρχει μια δόση αλήθειας σ’ αυτήν τη διατύπωση υπό το φως των δεκαετιών που μεσολάβησαν. Ο νεαρός ιδεαλιστής Νεχλιούντοφ συνάπτει ερωτική σχέση με την ψυχοκόρη των θειάδων του Κατερίνα Μάσλοβα και την αφήνει έγκυο. Η κοπέλα, σε απόγνωση, θα εγκαταλείψει τη φιλόξενη στέγη, θα χάσει το παιδί της, θα εμπλακεί σε ερωτικές περιπέτειες, θα σπιτωθεί και εντέλει θα καταλήξει επαγγελματίας πόρνη, εν μέρει λόγω της έλξης που της ασκούν τα λούσα και η καλή ζωή. Οταν μία δεκαετία αργότερα θα κατηγορηθεί αδίκως για τη ληστεία και τον φόνο ενός πελάτη, ο Νεχλιούντοφ θα είναι κατά τύχη ένορκος. Οι τύψεις θα τον κατακυριεύσουν. Εν μέσω μιας κακοδικίας η Μάσλοβα θα καταδικαστεί σε τετραετή κάθειρξη στη Σιβηρία, οπότε ο μέχρι τότε καλοπερασάκιας Νεχλιούντοφ θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να την αθωώσει ενώ θα της ομολογήσει ότι θέλει να την παντρευτεί. Θα εκχωρήσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του στους μουζίκους, θα εγκαταλείψει μνηστή και τρυφηλή ζωή και θα ακολουθήσει τη Μάσλοβα και δεκάδες άλλους πολιτικούς ή ποινικούς κρατουμένους στη μεγάλη πορεία προς τη Σιβηρία. Ομως στο τέλος ο Τολστόι θα επιλέξει την επικράτηση της τέχνης επί της ηθικής τάξεως, αποφεύγοντας ένα γλυκερό χάπι εντ. Η Μάσλοβα θα αρνηθεί να παντρευτεί τον Νεχλιούντοφ και θα προτιμήσει έναν εγγύτερό της πνευματικά και ταξικά κρατούμενο. Και ο ίδιος ο ήρωας, λυτρωμένος πλέον, θα αρχίσει μια καινούργια ζωή ανοιχτή σε όλα τα ενδεχόμενα. Εχει πια συνειδητοποιήσει το μεγάλο λάθος: οι άνθρωποι θέλουν, όπως μας λέει, να καταπολεμήσουν το κακό όντας οι ίδιοι κακοί. Γι’ αυτό, το καλύτερο είναι να θεωρούν εαυτούς υπολόγους μόνο απέναντι στο θείο και να μην επιχειρούν να επανορθώσουν το κακό με μηχανιστικές μεθόδους. Αναδρομικά η ως άνω προειδοποίηση αποκτά ειδικό βάρος υπό το φως των πεπραγμένων της μετεπαναστατικής Ρωσίας.

Τοιχογραφία ιδεών

Το σημαντικό ωστόσο στην «Ανάσταση» είναι η τοιχογραφία των ιδεών που παραθέτει ο Τολστόι. Καταρχήν διαβάζοντάς την κανείς κατανοεί αναδρομικά το γιατί θα ακολουθούσαν σύντομα ποικίλες εξεγέρσεις, με αποκορύφωμα βεβαίως την Οκτωβριανή Επανάσταση. Παρά το ότι ο Τολστόι δεν είναι τόσο επαναστάτης όσο αναρχοχριστιανός και κοινωνικός μεταρρυθμιστής, η δημοσίευση ενός εξαιρετικά τολμηρού έργου –που κατεδαφίζει τα πεπραγμένα της αριστοκρατίας, εκθέτει με μελανές πινελιές το επίπεδο διαβίωσης των δουλοπαροίκων, αποκαλύπτει τις ανεπάρκειες του δικαστικού συστήματος, μας εισάγει στην απεχθή ατμόσφαιρα των φυλακών και βάλλει ευθέως κατά των εκκλησιαστικών θεσμών και του ιερατείου –οδηγεί ευθέως στους δρόμους της επανάστασης.

Είναι ακόμη γεγονός ότι προκειμένου να γράψει το βιβλίο ο Τολστόι έκανε πραγματική εξαντλητική έρευνα σε ποικίλα πεδία. Επισκέφθηκε φυλακές και κάτεργα, πέρασε απέραντες ώρες σε δίκες και μελέτησε δικογραφίες για να καταλήξει ότι το δικονομικό σύστημα της χώρας του ήταν εντελώς άδικο και οι λειτουργοί του ανεπαρκείς και χωρίς συνείδηση (υπάρχουν πολλές εύστοχες σχετικές σκηνές στο βιβλίο). Διαπίστωσε επίσης ότι είχε επικρατήσει η δικαιική αρχή «καλύτερα δέκα αθώοι στη φυλακή –κάποιος ανάμεσά τους μπορεί να είναι ο ένοχος». Επισκέφθηκε συστηματικά οίκους ανοχής και μελέτησε συγγράμματα περί πορνείας. Προκύπτουν εξαιρετικά μελετημένα επεισόδια με νατουραλιστική ζωντάνια, ενώ στα μάτια του Νεχλιούντοφ αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος που δεν είχε καν υποψιαστεί την ύπαρξή του στο παρελθόν. Επιπλέον, ο πρίγκιπας θα επισκεφθεί επιτέλους τα κτήματά του και προς μεγάλη έκπληξη των καχύποπτων χωρικών θα επιχειρήσει να τους εκχωρήσει την περιουσία του ή έστω μέρος της. Θα αναλάβει ακόμη να διαμεσολαβήσει στις Αρχές για την απελευθέρωση διαφόρων αδίκως καταδικασμένων ενώ σταδιακά θα συνειδητοποιήσει τις διαφορές ποινικών και πολιτικών εγκλημάτων.

Κοινωνικός δαρβινισμός

Το βιβλίο λειτουργεί επομένως και ως μακρά λίστα μικρών επιμέρους δραματικών ιστοριών που διαρκώς αυξάνουν και εμπλουτίζονται όσο ο ήρωάς μας διεισδύει στα έγκατα της κόλασης. Θα καταλήξει με μια πολύ ενδιαφέρουσα κατηγοριοποίηση των αιτίων της εγκληματικής δράσης όπου σε πέντε ξεχωριστές κατηγορίες ο Νεχλιούντοφ – Τολστόι θα επιχειρήσει μια πρώιμη ταξινόμηση των μορφών της παραβατικότητας. Υπό το φως των θεωριών του Χέρμπερτ Σπένσερ και με οδηγό τον κοινωνικό δαρβινισμό, σε μια πρώιμη εκδήλωση κοινωνιστικών ερμηνειών, θα καταλήξει λίγο σχηματικά στο ότι για κάθε έγκλημα υπεύθυνες είναι η κοινωνική ανισότητα και η φτώχεια.

Η σχέση του Νεχλιούντοφ με την Εκκλησία περνάει επίσης από μύρια κύματα. Ενώ περιγράφονται λ.χ. σε μία από τις καλύτερες σκηνές του βιβλίου η λειτουργία της Ανάστασης και ο πρώτος ασπασμός μεταξύ Νεχλιούντοφ και Κατερίνας, στη συνέχεια ο χριστιανισμός βάλλεται ευθέως για την αυτονόμηση και τα προνόμια που έχει επιδαψιλεύσει στον κλήρο, ενώ ο Νεχλιούντοφ θα ισχυριστεί ότι καμιά από τις τελετουργίες και τους εκκλησιαστικούς θεσμούς δεν έχει την προέλευσή της στις διδαχές του Ιησού.

Καταλαβαίνει εύκολα κανείς γιατί το τσαρικό καθεστώς δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα από την έκδοση του βιβλίου, ενώ το ενδιαφέρον που προκάλεσε στη Δύση ήταν τεράστιο. Αν και ζωή και τέχνη συμπλέκονται στενά στην περίπτωση Τολστόι, τελικά και εδώ η τέχνη θριαμβεύει. Η αναπαραστατική του δύναμη είναι τεράστια, η συμπόνια για το ανθρώπινο είδος οξυμμένη και ο ρεαλισμός του ωθείται ώς τις έσχατες συνέπειές του. Αν πού και πού αφήνει μια υπόγευση μελό, ας ψέξουμε καλύτερα τη ροζ λογοτεχνία του αιώνα που ακολούθησε.

Lev Tolstoy

Η Ανάσταση

Μτφ. Ελένη Μπακοπούλου

Εκδ. Κέδρος, 2015, σελ. 634

Τιμή: 25 ευρώ