Τα υπέρ και τα κατά του «να μείνει ή να φύγει» από την επένδυση ζυγίζει πλέον η αραβοτουρκικών συμφερόντων κοινοπραξία της «Jermyn Street» μετά το φρένο που έβαλε στη συμφωνία πώλησης της Αστηρ Παλλάς το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Δύο είναι τα σενάρια, ανάλογα με την απόφαση που θα πάρει το επενδυτικό σχήμα μετά την απόρριψη από το Ανώτατο Δικαστήριο του σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος για την ανάπλαση της έκτασης του Αστέρα Βουλιαγμένης και γενικότερα της χερσονήσου Μικρό Καβούρι.

Στο πρώτο, που είναι και το πλέον αισιόδοξο, η κοινοπραξία αποφασίζει να υποβάλλει στο ΣτΕ ένα νέο βελτιωμένο σχέδιο ανάπλασης για την έκταση, το οποίο εφόσον εγκριθεί, τότε με μια μικρή διαφορά προς τα κάτω ως προς το αρχικό τίμημα των 400 εκατ. ευρώ, η επένδυση θα πάρει μπροστά. Σε αυτή τη περίπτωση υπολογίζεται ότι θα χαθούν το πολύ 4-6 μήνες.

Στο δεύτερο σενάριο, η κοινοπραξία κρίνει ότι δεν τη συμφέρει να υποβάλει νέο σχέδιο οπότε και αποχωρεί από την επένδυση. Σε αυτή την περίπτωση, οι πωλητές της έκτασης δηλαδή η Εθνική μαζί με το Δημόσιο ετοιμάζουν ένα νέο σχέδιο ανάπλασης, το καταθέτουν στο ΣτΕ, και εφόσον πάρουν την έγκρισή του, τότε προκηρύσσουν νέο διαγωνισμό.

Αν τελικά ο διαγωνισμός ναυαγήσει, θα περάσουν 1-2 χρόνια μέχρι να τελεσφορήσει ο καινούργιος διαγωνισμός, οπότε κάπου μέσα στο 2017 θα ανακηρυχθεί πλειοδότης, και θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες έναρξης της επένδυσης. Για την ιστορία θυμίζουμε ότι ο υφιστάμενος διαγωνισμός προκηρύχθηκε τον Απρίλιο του 2012.

Σαν βασική του ένσταση το ΣτΕ διαφώνησε με την πρόβλεψη του σχεδίου ανάπλασης, για τροποποίηση του υφιστάμενου καθεστώτος και παράλληλα με την ανάπλαση των υφιστάμενων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, να δημιουργηθούν νέες μονοκατοικίες (καμπάνες) και να κατασκευαστούν κρίσματα στο αδόμητο τμήμα της χερσονήσου Μικρό Καβούρι.

«Απαγορεύεται η λήψη μέτρων που επιφέρουν την επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και την υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του προβλεπόμενου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος», αναφέρει στην απόφασή του.

Στην ουσία δηλαδή το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάπτυξη κατοικιών επί του ακινήτου αλλοιώνει τον χαρακτήρα της περιοχής, για την οποία υπάρχει ειδικό διάταγμα.

Σχολιάζοντας την απόφαση στελέχη της αγοράς μιλούν για την κακοδαιμονία που ταλαιπωρεί κάθε επένδυση επί ακινήτων στην Ελλάδα, αφού η απουσία ενός ενιαίου χωροταξικού παντού, υποκαθίσται από εξαιρέσεις, και ειδικά καθεστώτα, όπως στην περίπτωση του Αστέρα, με συνέπεια η δυνατότητα αλλαγών ή όχι να εναπόκειται κάθε φορά στα χέρια του ΣτΕ.

Καια υτό καθώς το προεδρικό Διάταγμα που απερρίφθη από το Δικαστήριο προέβλεπε την έγκριση «του ειδικού σχεδίου χωρικής ανάπτυξης δημοσίου ακινήτου (ΕΣΧΑΔΑ), τη τροποποίηση του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως της Βουλιαγμένης στην έκταση του Αστέρα Βουλιαγμένης και το καθορισμό χρήσεων γης και όρων δόμησης».

Τι προέβλεπε το σχέδιο ανάπλασης

Αυτό που επιχειρήθηκε να γίνει με το ΠΔ ήταν αφενός να εγκριθεί ειδικό σχέδιο χωρικής ανάπτυξης δημοσίου ακινήτου (ΕΣΧΑΔΑ) συνολικού εμβαδού 301,9 στρέμματα που βρίσκεται στο Μικρό Καβούρι Αττικής, αφετέρου να τροποποιηθεί το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης της Βουλιαγμένης στην έκταση του Αστέρα, καθώς επίσης να καθορισθούν χρήσεις γης και όροι δομήσης κατά ζώνες, όπως και να εγκριθεί η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ).

Σύμφωνα με το σχέδιο διατάγματος, η έκταση των 301,9 στρεμμάτων του Αστέρα θα χωριζόταν σε πέντε ζώνες και στην κάθε μια από αυτές θα καθορίζονταν διαφορετικές χρήσεις. Η πρώτη θα είχε έκταση 201,4 στρέμματα και είχε χαρακτηριστεί περιοχή τουρισμού, αναψυχής και παραθεριστικής κατοικίας.

Από τα 201,4 στρέμματα (201.400 τμ), επιτρεπόταν να δομηθούν τα 56.500 τ.μ., εκ των οποίων στα 17.000 τ.μ. θα ανεγείρονταν αποκλειστικά ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, και στα 39.500 τ.μ. κατά κανόνα αυτοτελείς πολυτελείς κατοικίες, αλλά και άλλες εγκαταστάσεις. Ο συντελεστής δόμησης είχε καθοριστεί στο 0,2 και ο συντελεστής κάλυψης στο 0,1.

Στην υπόλοιπη έκταση της ζώνης αυτής (161.345 τ.μ.) προβλεπόταν η ανέγερση διαφόρων κατασκευών, ενώ προβλεπόταν και η κατασκευή ελικοδρομίων.

Οι δικαστές, δηλαδή η αντιπρόεδρος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Αγγελική Θεοφιλοπούλου και ο εισηγητής και πάρεδρος Δημήτρης Βασιλιάδης έκριναν μη νόμιμο το επίμαχο διάταγμα.

Αφού ερμήνευσαν το άρθρο 24 του Συντάγματος για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, αποφάνθηκαν πως «απαγορεύεται η λήψη μέτρων που επιφέρουν την επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και την υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του προβλεπόμενου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος».

Ακόμη αναφέρεται ότι «η προσθήκη της χρήσης κατοικίας στις νυν επιτρεπόμενες χρήσεις τουρισμού- αναψυχής και των συνοδευτικών τους χρήσεων στη ζώνη Ι του ΕΣΧΑΔΑ, η οποία περιλαμβάνεται στη χερσόνησο του Μικρού Καβουριού, και μάλιστα με τη δημιουργία ή την ανέγερση μεγάλου αριθμού κατοικιών ύψους 7,5 μ. σε δομημένες αλλά και αδόμητες επιφάνειες της χερσονήσου συνιστά επιβάρυνση των ήδη επιτρεπομένων χρήσεων και μετατρέπει στο διηνεκές την ευαίσθητη περιοχή της χερσονήσου σε οικιστική περιοχή με μικτές χρήσεις, προεχόντως κατοικίας, εν όψει και του συνολικού αριθμού των κατοικιών (έως 100), και δευτερευόντως, τουρισμού».