Αν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί, για πάρα πολλούς λόγους, ένα μείζον ορόσημο στη νεότερη ευρωπαϊκή (και παγκόσμια) ιστορία –τόσο σημαντικό ώστε να δικαιολογείται πλήρως ο καταιγισμός εκδόσεων, εκδηλώσεων και αφιερωμάτων που σημάδεψε σε πολλές χώρες την περσινή εκατοστή επέτειο από το ξέσπασμα της πολεμικής αναμέτρησης -, η συζήτηση για το τι οδήγησε σε αυτό το πρωτόγνωρα τραγικό στις διαστάσεις του γεγονός αποτελεί αυτόνομα ένα σημαντικότατο ιστοριογραφικό ερώτημα. Η πραγμάτευση αυτού του ερωτήματος ξεκίνησε ήδη μεσούντος του ίδιου του πολέμου και συνεχίζεται με αμείωτη ένταση έως τις μέρες μας, ο δε όγκος του διαθέσιμου υλικού (πρωτογενών αρχειακών πηγών, καταγεγραμμένων προσωπικών μαρτυριών, επιστημονικών άρθρων και μονογραφιών) ξεπερνά κατά πολύ, όπως έχει αρμοδίως διατυπωθεί, τις πρακτικές δυνατότητες ακόμα και του πλέον φίλεργου και γλωσσομαθούς ερευνητή.

Πέρα από την αυτονόητη σημασία αυτής της πτυχής για την κατανόηση συνολικά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το γεγονός ότι στο ερώτημα περί της ευθύνης για τον πόλεμο δόθηκε μια επισημοποιημένη εκδοχή απάντησης μέσα από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών –οι προβλέψεις της οποίας είχαν καθοριστική σημασία, όπως σχεδόν ομόφωνα πλέον ομολογείται, για τις εξελίξεις των επόμενων δεκαετιών και τη διολίσθηση προς έναν νέο, ακόμα φονικότερο Παγκόσμιο Πόλεμο –προσέδωσε στην όλη συζήτηση ευρύτερο ενδιαφέρον, καθιστώντας το αντικείμενό της ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα και διαφιλονικούμενα σημεία της ιστορίας ολόκληρου του εικοστού αιώνα.

Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι ίσως τυχαίο το ότι ένα από τα πλέον ορατά σημεία αναφοράς της περσινής επετείου της εκατονταετηρίδας του Μεγάλου Πολέμου υπήρξε η κυκλοφορία (λίγο πριν από την έλευση της επετείου) ενός βιβλίου που επιχειρεί να προσεγγίσει αυτό ακριβώς το επίμαχο θέμα από μια νέα οπτική γωνία. Οι «Υπνοβάτες» (Sleepwalkers) του Κρίστοφερ Κλαρκ, καθηγητή Νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, αποτέλεσαν τεράστια εκδοτική επιτυχία και προκάλεσαν συζητήσεις που γρήγορα επεκτάθηκαν πολύ πέρα από τα στενά όρια του επιστημονικού διαλόγου. Η έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά συνιστά σημαντική συμβολή στην όχι ιδιαίτερα πλούσια βιβλιογραφία που είναι διαθέσιμη στη γλώσσα μας για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο συγγραφέας τονίζει από την αρχή του έργου ότι θα ασχοληθεί όχι με το «γιατί», αλλά με το «πώς» η Ευρώπη έφτασε στον πόλεμο το 1914. Η εξαγγελία αυτή ορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό και το περιεχόμενο του βιβλίου, καθώς τα βαθύτερα αίτια του πολέμου (ιδίως τα οικονομικά) εμφανίζονται μεν περιστασιακά στην αφήγηση, ωστόσο βρίσκονται σαφώς έξω από την κύρια στόχευση του συγγραφέα. Αυτό που, αντίθετα, τίθεται στο μικροσκόπιο είναι το εντυπωσιακό πλέγμα διασχέσεων, συμπτώσεων, προσωπικών επιλογών και ελιγμών, εθνικών επιδιώξεων και διπλωματικών εκτιμήσεων που, δρώντας συνδυαστικά, οδήγησαν στον πόλεμο το 1914.

Ο Κλαρκ εστιάζει το ενδιαφέρον του στις στρατηγικές επιδιώξεις και στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής. Αναλύοντας εκτενώς το προπολεμικό διπλωματικό σκηνικό, στέκεται ιδιαίτερα στις αμφιταλαντεύσεις των μεγάλων δυνάμεων ως προς τις στρατηγικές και τακτικές τους επιλογές, στη ρευστότητα που χαρακτήρισε τη διαμόρφωση συμμαχιών και τις σχέσεις των κρατών μέσα σε αυτές και στην αμφιθυμία που υπήρχε στις ηγετικές ομάδες σε σχέση με τη σκοπιμότητα ή μη της προσφυγής σε πόλεμο.

Το βιβλίο συζητήθηκε πάρα πολύ στο εξωτερικό, κυρίως γιατί θεωρήθηκε πως προσφέρει μια νέα, εναλλακτική θεώρηση για τους μηχανισμούς που οδήγησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαφοροποιούμενο από την κυρίαρχη (όχι μοναδική, πάντως) εκδοχή που απέδιδε τη μέγιστη ευθύνη στη γερμανική πλευρά – με κύριο υποστηρικτή στον χώρο της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας τον Φριτς Φίσερ ήδη από τη δεκαετία του 1960. Η ιδιαιτερότητα αυτή εξηγεί εν μέρει και τη μεγάλη εμπορική επιτυχία του έργου στην ίδια τη Γερμανία, η κοινή γνώμη της οποίας ήταν έτοιμη να καλωσορίσει μια διαφορετική αφήγηση. Αντίθετα, η έκδοση του βιβλίου προκάλεσε αντιδράσεις στη Σερβία, στην οποία ο συγγραφέας αφιερώνει το πρώτο κεφάλαιο του έργου του, επιχειρώντας να δει το περιστατικό της δολοφονίας στο Σαράγεβο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ιστορίας του σερβικού εθνικισμού και του τρόπου με τον οποίο αυτός επιδρούσε στη διαμόρφωση της κρατικής πολιτικής του Βελιγραδίου. Σκεπτικισμό έχει προκαλέσει επίσης σε μερίδα της κριτικής η βαρύτητα που αποδίδει ο συγγραφέας στη ρωσική πολιτική ως επιταχυντή της κλιμάκωσης της έντασης τον Ιούλιο του 1914.

Αναλύοντας το σκηνικό

Στην πραγματικότητα, ο Κλαρκ αναλύει εξαντλητικά το πολιτικό και διπλωματικό σκηνικό σε καθεμία από τις πέντε μεγάλες δυνάμεις που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις της εποχής (Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία, Ρωσία – πλούσια ανάλυση παρέχεται επίσης για τη Σερβία και λιγότερο για την Ιταλία), ενσωματώνοντας στο κείμενο τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά στοιχεία των σχεδιασμών και των επιλογών τους και τονίζοντας ότι ο συνδυασμός των συγκεκριμένων επιλογών από τους δεδομένους δρώντες την κρίσιμη χρονική συγκυρία ήταν εκείνος που έφερε τον πόλεμο και όχι τόσο (σίγουρα, όχι μόνο) μια μεμονωμένη στρατηγική ενός κράτους. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι σε ορισμένα σημεία η φρασεολογία που χρησιμοποιείται για τη Σερβία και τη Ρωσία είναι πιο αιχμηρή ή ακόμη και ατυχής.

Το μεγάλο πλεονέκτημα στο βιβλίο του Κλαρκ, που το καθιστά εύληπτο και προσιτό από ευρύτατα στρώματα αναγνωστών, είναι ο τρόπος γραφής του. Αφήγηση χειμαρρώδης, διανθισμένη – όπου είναι δυνατό – με χιούμορ, στην καλύτερη παράδοση της αγγλοσαξονικής ιστοριογραφίας, αλλά και ταυτόχρονα εξαιρετικά πυκνή σε περιεχόμενο – και είναι ευτύχημα που, με λίγες μεμονωμένες εξαιρέσεις, η ελληνική μετάφραση έχει καταφέρει γενικά να διατηρήσει αυτό το πολύ ξεχωριστό ύφος. Οσο γρήγορα μπορεί κάποιος να διαβάσει μια οποιαδήποτε σελίδα άλλο τόσο μπορεί να παραμείνει σε αυτήν αν θέλει να εμβαθύνει σε κάποια από τις προσφερόμενες πληροφορίες ή αν θέλει απλώς να τη δουλέψει στο μυαλό του ενόψει της συνέχειας της αφήγησης.

Με σχεδόν μυθιστορηματική γραφή, ο Κλαρκ εμφανίζει σταδιακά όλα τα πρόσωπα που επρόκειτο να γίνουν οι αποφασιστικοί δρώντες τον Ιούλιο του 1914, παρουσιάζει την ανέλιξή τους στις θέσεις ευθύνης, αλλά παράλληλα σκιαγραφεί σκόπιμα και το ψυχολογικό τους προφίλ, προετοιμάζοντας τον αναγνώστη για τον τρόπο δράσης τους την κρίσιμη ώρα των αποφάσεων.

Ο Κλαρκ έχει συμβουλευτεί ένα ευρύτατο δίκτυο πρωτογενών και δευτερογενών πηγών από πολλές χώρες, κάτι που του επιτρέπει να κινείται με ευχέρεια στα διπλωματικά παρασκήνια όλων σχεδόν των σημαντικών παικτών του προπολεμικού σκηνικού. Υπάρχουν πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές που αναλύονται στο τέλος του κειμένου, χωρίς να το βαραίνουν υπερβολικά, όπως συμβαίνει σε αρκετά παρεμφερή έργα – απουσιάζουν ωστόσο, και αυτό είναι ένα από τα λίγα μειονεκτήματα του βιβλίου, ένας συγκεντρωτικός κατάλογος βιβλιογραφίας καθώς επίσης και ένα χρονολόγιο.

Η ελληνική έκδοση

Σε ό,τι αφορά την ελληνική έκδοση, επισημαίνεται ότι, παρά το πλήθος των ονομάτων και των εξειδικευμένων πληροφοριών, το βιβλίο παραμένει ιδιαίτερα ευχάριστο στην ανάγνωση, ικανό να συγκινήσει τόσο τους επιστήμονες ιστορικούς όσο και το ευρύτερο φιλομαθές κοινό. Αν η επέτειος της εκατονταετηρίδας είναι η ιδανική αφορμή για να αναθερμανθεί το ενδιαφέρον για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα, το βιβλίο του Κλαρκ αποτελεί άριστο οδηγό για όποιον επιθυμεί να μελετήσει και να καταλάβει με ποιον τρόπο η Ευρώπη οδηγήθηκε στο πρώτο μεγάλο σφαγείο του εικοστού αιώνα.

Η Ελλη Λεμονίδου είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών

Τα χαρακτηριστικά της περιόδου

Η επιλογή του πολέμου δεν ήταν αναπόφευκτη

Αν θέλουμε να κωδικοποιήσουμε ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά εκείνης της ανήσυχης περιόδου, όπως προβάλλονται και αναλύονται στο βιβλίο του Κλαρκ, αυτά μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

n Οι μεγάλες συμμαχίες που είχαν συναφθεί προπολεμικά, με όλες τις κατά καιρούς τροποποιήσεις τους και τις αμφιταλαντεύσεις των συμμετεχόντων σε αυτές, καθόρισαν αποφασιστικά τις επιλογές των δρώντων τον Ιούλιο του 1914, με πιο σημαντικό δίπολο, στην ανάλυση του συγγραφέα, τη γαλλορωσική προσέγγιση που είχε ενισχυθεί ιδιαίτερα τα αμέσως προηγούμενα χρόνια.

n Παραμένει καθοριστικός ως προς τις συνδεόμενες με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξελίξεις ο ρόλος της αποδυνάμωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς με τον ευρύτερο χώρο της συνδέθηκαν οι κυριότερες προπολεμικές εξελίξεις (προσάρτηση Βοσνίας στην Αυστροουγγαρία το 1908, κρίση του Αγκαντίρ το 1911, επίθεση Ιταλίας στη Λιβύη το 1911, Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913) που επηρέασαν τις τάσεις, τις αντιλήψεις, τους υπολογισμούς και τις συμμαχίες των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ειδικότερα ο χώρος των Βαλκανίων, ως προνομιακό πεδίο άσκησης του ανταγωνισμού μεταξύ των δυνάμεων, προβάλλεται με ιδιαίτερη έμφαση στις σελίδες του Κλαρκ.

n Η ανάλυση των δεδομένων του Ιουλίου του 1914, μετά τη δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγεβο, δείχνει ότι η επιλογή του πολέμου δεν ήταν αναπόφευκτη, αλλά εξαρτήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις επιλογές των συγκεκριμένων προσώπων που έτυχε να έχουν εκείνες τις στιγμές στα χέρια τους τα ηνία των χωρών τους.

Christopher Clark

Οι Υπνοβάτες

Πώς η Ευρώπη πήγε

στον πόλεμο το 1914

Μτφ. Κώστας Κουρεμένος

Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2014, σελ. 736

Τιμή: 37,30 ευρώ