Υπάρχει στο εξωτερικό μια συμπαθητική παρεξήγηση σχετικά με τα συλλαλητήρια των ημερών στην Ελλάδα. Πολλοί συν-Ευρωπαίοι τα θεωρούν εκδηλώσεις υποστήριξης της κυβέρνησης στις κρίσιμες διαπραγματεύσεις της με τις Βρυξέλλες. Αρκετοί μάλιστα (όχι βέβαια τόσο πολλοί όσο θέλουν να πιστέψουμε οι ανταποκριτές των ελληνικών ΜΜΕ) προσπαθούν να ενισχύσουν τη φωνή των κινητοποιημένων Ελλήνων με παράλληλες συγκεντρώσεις αλληλεγγύης στις χώρες τους.

Η παρεξήγηση βρίσκεται στο ότι τα εδώ συλλαλητήρια δεν γίνονται υπέρ της κυβέρνησης, αλλά ουσιαστικά εναντίον της. Σκοπός τους δεν είναι να τη συνεπικουρήσουν στη μάχη της για έναν λογικό και έντιμο συμβιβασμό, αλλά να εμποδίσουν οποιονδήποτε συμβιβασμό. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα κάνοντας ένα πέρασμα μέσα από το πλήθος των συγκεντρωμένων και σχηματίζοντας δική του εικόνα αντί γι’ αυτή που δίνουν τα τηλεοπτικά πλάνα και ρεπορτάζ. Δύο είναι τα κυρίαρχα συνθήματα στα πλακάτ των συγκεντρωμένων και στα φυλλάδια που μοιράζουν: «Ούτε βήμα πίσω» και «100% διαγραφή του Μνημονίου». Το μήνυμα είναι σαφές. Οχι διαπραγμάτευση. Ξεχάστε τα βαρουφακικά περί 70% και 30%. Ή θα τους τσακίσετε και θα μας τα δώσουν όλα ή θα έχετε να κάνετε με τον λαό, δηλαδή με εμάς. Ή ταν ή επί τας. Εξίσου σαφές είναι από πού έρχεται αυτή η αμείλικτη προειδοποίηση: από τις γραμμές της ίδιας της κυβερνητικής παράταξης.

Καθώς ξεθυμαίνει σιγά σιγά η ευφορία των πρώτων εβδομάδων μετά τις εκλογές –το αίσθημα ότι όλα είναι τώρα εφικτά -, οι εσωτερικές αντιφάσεις τής πολλαπλά υβριδικής κυβέρνησης αρχίζουν να έρχονται στο προσκήνιο και να βαραίνουν στους έτσι κι αλλιώς δύσκολους χειρισμούς της. Ο Πρωθυπουργός και το οικονομικό επιτελείο του βρίσκονται στριμωγμένοι ανάμεσα στην ακαμψία των δανειστών μας και την αδιαλλαξία των δύο ετερογενών άκρων του κυβερνητικού σχήματος, την οποία υπέθαλψαν συστηματικά οι ίδιοι όλο το προηγούμενο διάστημα. Κάθε παραχώρηση στους εταίρους θα εκληφθεί ως προδοσία από τον «λαό», ο οποίος «πήρε την κατάσταση στα χέρια του», όπως διακηρύσσουν προβεβλημένα στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας, και μας έδωσε «εντολή να πάμε μέχρι τέλους», όπως σκληρίζει tweet του Καμμένου.

Οποια έκβαση και αν έχουν οι συνομιλίες στις Βρυξέλλες, θα δούμε σύντομα να σταθεροποιείται μια εικόνα που τα περιγράμματά της έχουν αρχίσει να διαγράφονται από καιρό. Η κυβερνητική σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δείχνει με τρόπο που δεν θα μπορούσε να είναι πιο εμβληματικός ότι η πολικότητα του πολιτικού πεδίου δεν ορίζεται πια με βάση τις έννοιες της Δεξιάς και της Αριστεράς, αλλά με βάση τη διάκριση σε ευρωπαϊστές και αντιευρωπαϊστές.

Ο όρος «ευρωπαϊστής», έτσι όπως χρησιμοποιείται συνήθως, παράγει κάποιες αντηχήσεις γραφειοκρατικής θεσμολαγνείας ή, από την άλλη, λόγιου ιδεαλισμού. Ο ευρωπαϊσμός, όμως, δεν είναι τόσο ζήτημα ιδεολογίας (και πολλοί αντιευρωπαϊστές είναι υπέρ της Ευρώπης, αλλά «των λαών»). Είναι προπαντός ζήτημα βιωμάτων και αίσθησης. Είναι εκείνο που σε προφυλάσσει από το να μεταφράζεις τυφλά το «δεν μασάμε» σε «we don’t chew». Αν έχεις δουλέψει ή σπουδάσει σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αν έχεις ζυμωθεί με άλλες ευρωπαϊκές κουλτούρες, αν έχεις ερωτευτεί «διευρωπαϊκά», αν διατηρείς στενούς φιλικούς ή επαγγελματικούς δεσμούς με άλλους Ευρωπαίους, τότε η ευρωπαϊκή κοινότητα είναι για σένα κάτι βιωμένο και η πολιτική έκφρασή της σου είναι πολύτιμη. Αν, αντίθετα, δεν έχεις τέτοιες εμπειρίες, τα αισθήματά σου θα είναι εθνοκεντρικά, έστω και αν στα λόγια είσαι ευρωπαϊστής ή διεθνιστής.

Με αυτή την έννοια, βλέπω ευρωπαϊστές στην κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ. Βλέπω και αντιευρωπαϊστές. Δεν είμαι βέβαιος ότι οι πρώτοι έχουν το πάνω χέρι. Και ανησυχώ.