Η περασμένη εβδομάδα στο Λονδίνο άρχισε με μια έκτακτη σύσκεψη στην Ντάουνινγκ Στριτ 10. Το «επείγον περιστατικό» για το οποίο κάλεσε άρον άρον ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον τα ανώτερα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Αγγλίας συνοψίζεται σε μία λέξη: Grexit. Είναι όμως εμφανές ότι οι ανησυχίες του πρωθυπουργού δεν αφορούσαν τόσο στη μοίρα της Ελλάδας και της ευρωζώνης όσο στο δικό του στοίχημα, που συνοψίζεται σε μια άλλη λέξη: εκλογές. Το δυνατό χαρτί του Κάμερον στην αναμέτρησή του με τον Εργατικό Εντ Μίλιμπαντ, ενώπιον των γενικών εκλογών του Μαΐου, είναι η οικονομία. Η οχύρωσή της, λοιπόν, απέναντι στο χειρότερο σενάριο που μπορεί να βγει από την υπόθεση της Ελλάδας στέλνει ένα σαφές μήνυμα στους υποστηρικτές του αντιπάλου του: «Εγώ είμαι έτοιμος».

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι κυβερνητικά στελέχη και οικονομολόγοι δεν ανησυχούν για την πιθανότητα μιας ελληνικής εξόδου από το ευρώ. Κάθε άλλο. Οι εκτιμήσεις για το μέλλον της Ελλάδας στην ευρωζώνη πληθαίνουν, με τις περισσότερες να μεταφράζουν κάθε προγραμματική δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης ένα βήμα πιο κοντά στο Grexit. Κάπως έτσι έχουν καταλήξει να δίνουν μέχρι και 50% στην πιθανότητα να βρεθεί η Ελλάδα έξω από την οικογένεια του ευρώ (σύμφωνα με αναλύσεις της LNG Capital), ενώ η τράπεζα Berenberg τοποθετεί στο 45% την πιθανότητα να στερέψει η ελληνική οικονομία, γεγονός που σύμφωνα με τους αναλυτές της θα οδηγούσε σε άμεση παραίτηση τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.

ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ. Σε αυτό το κλίμα συνέτεινε η διαρροή, την περασμένη Δευτέρα, της μυστικής σύσκεψης του Cabinet Office Breefing Room A, της ομάδας που είναι γνωστή και ως Cobra και συγκαλείται σε έκτακτες συνήθηκες. «Η προετοιμασία της βρετανικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας στην αγορά είναι απόρροια κοινής λογικής» δηλώνει χαρακτηριστικά στα «ΝΕΑ» ο Πίτερ Κέλνερ, πρόεδρος του διεθνούς οργανισμού ερευνών YouGov. Η Βρετανία ζει σε επανάληψη το καλοκαίρι του 2012, όταν παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις του τότε προέδρου του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα, στις 6 Μαΐου και τις 17 Ιουνίου, οδήγησαν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να λάβουν τα μέτρα τους απέναντι στο ενδεχόμενο ενός Grexit. Το Λονδίνο ετοίμασε το δικό του σχέδιο εκτάκτου ανάγκης. Τότε, όπως και σήμερα, δεν είχε δει το φως της δημοσιότητας το περιεχόμενο του σχεδίου. Μια γεύση, όμως, είχε δώσει η τότε υπουργός Εσωτερικών Τερέζα Μέι.

Η ίδια είχε γνωστοποιήσει ότι στο υπουργείο «εργάζονταν σκληρά» για την εξέταση –νομότυπων πάντα –τρόπων που θα μπορούσαν να περιορίσουν το δικαίωμα εισόδου των οικονομικών μεταναστών, οι οποίοι θα πολλαπλασιάζονταν έπειτα από μια καταστροφή στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Υστερα επενέβη ο πρωθυπουργός όχι για να ακυρώσει τη θέση της Μέι ως προς την ελεγχόμενη εισροή μεταναστών, αλλά για να επιβεβαιώσει ότι «υπάρχουν οι νομικές δυνατότητες που θα ανταποκριθούν σε ιδιαίτερες συνθήκες», χωρίς να ξεχάσει να εκφράσει την ελπίδα του «να μην έρθει ποτέ μια τέτοια στιγμή». Με το μάτι στραμμένο στην αύξηση των αντιευρωπαϊκών και αντιμεταναστευτικών τάσεων στη Βρετανία, ανακοινώνοντας την ύπαρξη σχεδίων, η βρετανική κυβέρνηση ήθελε να αποδείξει στους δελεασμένους από το ξενοφοβικό κόμμα UKIP ότι όλα είναι υπό έλεγχο.

Το σοκ δεν ήταν μικρό. Μολονότι η ελληνική αγορά απορροφά μόλις το 0,4% των βρετανικών εξαγωγών, τα σενάρια Grexit του 2012 είχαν ταράξει τις βρετανικές επιχειρήσεις, τα επιτόκια δανεισμού είχαν εκτοξευθεί και η κατανάλωση είχε πάρει τον κατήφορο. Για να κατευνάσει τη νευρικότητα των επιχειρηματιών, ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας σερ Μάρβιν Κινγκ δήλωνε ότι οι «αρμόδιες Αρχές είχαν προετοιμαστεί με τα δικά τους σχέδια εκτάκτου ανάγκης», με χειροπιαστή απόδειξη τη νεοσύστατη, αρμόδια για τη διαχείριση οικονομικών κρίσεων, Επιτροπή Δημοσιονομικής Πολιτικής. Ακόμη και το ενδεχόμενο να επιστραφούν οι «παγιδευμένοι» στην Ελλάδα Βρετανοί είχε εξεταστεί από το υπουργείο Εξωτερικών.

Η καθοριστική κίνηση πάντως που εξασφάλισε τη σταθερότητα στις ευρωπαϊκές, και κατ’ επέκταση βρετανικές, αγορές το 2012 δεν προήλθε από κανένα σχέδιο εκτάκτου ανάγκης, αλλά από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι και την περίφημη δήλωσή του ότι «θα κάνει ό,τι χρειαστεί» για την προστασία του ευρώ. «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι βρετανικές αγορές σήμερα δεν κινδυνεύουν από ένα Grexit» σύμφωνα με τον Ρομπ Γουντς, επικεφαλής οικονομολόγο στην τράπεζα Berenberg. Οπως επισημαίνει ο ίδιος, άλλωστε, η τύχη της Ελλάδας από μόνη της δεν είναι τόσο σημαντική για τη βρετανική οικονομία. Το ρίσκο προκύπτει από μια μετάδοση της ελληνικής κρίσης σε οικονομίες με τις οποίες συνεργάζεται στενά η βρετανική, όπως είναι η ιταλική και η ισπανική. «Γι’ αυτό έχει τόση σημασία ο έλεγχος της μετάδοσης και γι’ αυτό το καλύτερο όπλο μας είναι η πολιτική του Ντράγκι» επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο Γουντς.

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ. Ο κίνδυνος του Grexit για τη Βρετανία είναι επομένως περισσότερο πολιτικής παρά οικονομικής φύσης. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, με ό,τι αυτή συνεπάγεται για τη σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα δικαιώσει τις αντιευρωπαϊκές κορόνες που ηχούν σε διάφορες γωνιές της Γηραιάς Ηπείρου. Πρώτος πρώτος ο ξενοφοβικός Νάιτζελ Φάρατζ θα εκμεταλλευτεί την αποσταθεροποίηση της ευρωζώνης για να φουσκώσει τις αντιευρωπαϊκές θέσεις του και να προσελκύσει όσο πιο πολλούς ψηφοφόρους μπορεί έως τις 7 Μαΐου. Μάλιστα, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του YouGov, κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν προβλέπεται να έχει πλειοψηφία την επομένη της 7ης Μαΐου, με το συγκυβερνών κόμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών να βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά, είναι αρκετά πιθανό να βρεθεί το UKIP σε μια κυβέρνηση συνεργασίας. «Αν υπάρξουν νέες εκλογές και το UKIP κερδίσει από 20 έως 30 έδρες», εξηγεί ο Κέλνερ, «τότε είναι πολύ πιθανό να παίξει κάποιο ρόλο το κόμμα του Φάρατζ στον σχηματισμό κυβέρνησης».

Αν πάλι η Ελλάδα βγει νικήτρια από τις διαπραγματεύσεις και συνεπώς αποκτήσει σταθερό πάτημα στην ευρωζώνη θα δώσει, αναμφίβολα, κουράγιο σε όσους αναζητούν μια διαφορετική Ευρώπη. Σε αυτούς ανήκει, φυσικά, ο Πάμπλο Ιγκλέσιας του ισπανικού Podemos, στενός σύμμαχος του έλληνα Πρωθυπουργού και συνοδοιπόρος του στη μάχη κατά της λιτότητας. Ανάμεσά τους, όμως, βρίσκονται και πρόσωπα από την απέναντι όχθη του πολιτικού φάσματος. Η αρχηγός του γαλλικού Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν θα απαιτήσει μια Ευρωπαϊκή Ενωση όπως τη φαντάζεται η ίδια και ο, ακόμη μια φορά κερδισμένος της υπόθεσης, Φάρατζ θα διεκδικήσει τη νέα σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ, ακόμη και αν αυτό σημαίνει Brexit. Από την άλλη πλευρά, το τρίτο σενάριο που θέλει την Ελλάδα να υποχωρεί στις θέσεις της ως ένδειξη συμβιβασμού με τις απαιτήσεις των εταίρων της, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Γουντς, θα ενδυναμώσει τα μεγάλα κόμματα της Ευρώπης, «βοηθώντας τα να συνεχίσουν ακάθεκτα τις μεταρρυθμίσεις τους».

Ανεξάρτητα από την ελληνική υπόθεση, το προεκλογικό κλίμα στη Βρετανία είναι ιστορικά θολό. Με την αναμέτρηση Συντηρητικών και Εργατικών να γίνεται όχι μόνο σε εθνικό (η οικονομία, το έλλειμμα και το βρετανικό ΕΣΥ) αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο (το δημοψήφισμα για την παραμονή της Βρετανίας στην Ενωση), οι εξελίξεις των επόμενων ημερών θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα του Μαΐου.