Η θεματογραφία
Η διηγηματογραφία του Γιώργου Ιωάννου ορθώνεται ως ένας ακρογωνιαίος λίθος του πεζογραφικού οικοδομήματος του 20ού αιώνα, ασχέτως αν μέσα στην τριακονταετία από τον θάνατό του έχει συρρικνωθεί σημαντικά η αναγνωσιμότητά του. Ακόμα και αν συρρικνωθεί περισσότερο στο μέλλον και του επιφυλάσσεται μια μοίρα αντίστοιχη με εκείνη του Πέτρου Πικρού ή του Αλκ. Γιαννόπουλου (του έξοχου στυλίστα διηγηματογράφου της γενιάς του ’30), ο Ιωάννου, αν και φαινομενικά θα χάνει, θα κερδίζει διαρκώς έδαφος. Εχοντας ξεκινήσει από την ποίηση («Ηλιοτρόπια», 1954) όπως ο γεννημένος την ίδια με αυτόν χρονιά Κώστας Ταχτσής και ο γεννημένος τρία χρόνια αργότερα Μένης Κουμανταρέας (μόνο που ο τελευταίος σε αντίθεση με τους δύο άλλους δεν δημοσίευσε ποτέ μεμονωμένο ποιητικό βιβλίο παρά κάποιους στίχους στο βιβλίο του «Η μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα»), με το πρώτο του κιόλας αφηγηματικό βιβλίο που θα δημοσιευθεί δέκα χρόνια αργότερα, τα πεζογραφήματα «Για ένα φιλότιμο», θα οριοθετήσει κατά τρόπο συγκλονιστικό τον χώρο όπου μέσα του θα κινηθεί στα μεταγενέστερα είκοσι – που είναι και τα τελευταία – χρόνια της συγγραφικής του δραστηριότητας.
Χωρίς να είναι τα μοναδικά του βιβλία οι συλλογές πεζογραφημάτων, όπως τις ονομάζει ο ίδιος, «Η σαρκοφάγος» και «Η πρωτεύουσα των προσφύγων» καθώς και οι συλλογές διηγημάτων «Η μόνη κληρονομιά» και «Επιτάφιος θρήνος», δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να δίνουν στη θεματογραφία του, όπως θεμελιώθηκε στο «Για ένα φιλότιμο», ένα απαρομοίαστο εύρος και πλάτος. Υποψιάζεται κανείς πως αν συνέχιζε να ζει ο Ιωάννου, ο κόσμος του συγγραφικά, ακόμη και αν δεν παρέμενε ο ίδιος, θα ανανεωνόταν μέσα από όσα είχε ήδη γράψει και δημοσιεύσει. Ξένος με την τεχνολογία, αισθανόταν ασφαλής και κατοχυρωμένος όσον αφορά την έκφρασή του όταν για τη διατύπωσή της χρησιμοποιούσε τα μέσα που είχαν συμβαδίσει με τις εποχές των μεγάλων αναστατώσεων και της μεγάλης δημιουργίας. Με το χαμηλό φως της λάμπας πάνω στο γραφείο, με τα μολύβια του και τα τετράδιά του, με τις βαριές κουρτίνες να εμποδίζουν την είσοδο ακόμα και του πιο αμυδρού φωτός, πώς αλλιώς θα μπορούσε να γράψει κανείς για τον πόλεμο του ’40, όταν ταυτίζει ένα ακρωτηριασμένο άγαλμα με τους ακρωτηριασμούς που είχαν διαπράξει οι Ναζί; Ή για τη Θεσσαλονίκη σαν ένα χώρο που αποθεώνει τη λαϊκή λεβεντιά, αλλά και για τη Θεσσαλονίκη σαν ένα σταυροδρόμι από γλώσσες, φυλές και πολιτισμούς.
«Εγώ θα γράφω για την Σαλλονίκη, για την Αθήνα, για την Ελλάδα και τους Ελληνες, αυτά που ξέρω καλά, κι οι άλλοι ας γράφουν για την υδρόγειο, για την ανθρωπότητα και τον φρέσκο αέρα των Ιμαλαΐων». Δεν είναι ο μόνος, αλλά το γεγονός ότι με το σύνολο του έργου του ο Ιωάννου συνέβαλε ώστε η έννοια της ιθαγένειας να μην είναι μεμπτή, αντίθετα να μπορεί να λογαριαστεί, λόγω των θεμάτων με τα οποία καταπιάστηκε, ως μια έκφραση αληθινά προοδευτική, δίνει στη γλώσσα απρόβλεπτες δυνατότητες. Με αποτέλεσμα στον ίδιο τον Ιωάννου η συγκάλυψη να λειτουργεί ως αιχμηρή αποκάλυψη και η συστολή να γίνεται τόσο διεγερτική όσο ένα γυμνό – συνήθως ανδρικό – κορμί.
Δεν μπορεί να ξέρει κανείς πόσα μπορεί να οφείλει στη διαχρονία της ελληνικής γλώσσας, όπως την είχε οικειωθεί χάρις στις συλλογές των παραμυθιών που είχε επιμεληθεί, ή στη μετάφραση της «Μούσας παιδικής» του Στράτωνος, είναι πάντως γεγονός ότι όσο ρηξικέλευθο ή επαναστατικό ή τολμηρό ηχούσε ακόμα και για τον ίδιον ένα αίσθημά του, μπορούσε να το κατανοήσει και να το σεβαστεί – αν και ασεβέστατο – μόνο αν το ενέτασσε σε μια τάξη πραγμάτων που διέθετε ηθική, ή μπορούσε να αναχθεί σε ποίηση. Αποστρεφόταν το χύμα στη γραφή και οικονομούσε και συγκέραζε με τον πιο εύγλωττο τρόπο την «ανορθοδοξία» του αισθήματος με την «ορθόδοξη» έκφραση. Εύλογα θα μπορούσε να διακινδυνεύσει κανείς μια κρίση, ότι σε τρεις διαπρεπείς πεζογράφους του 20ού αιώνα εκφρασμένα ομοφυλόφιλους, όπως ο Γιώργος Ιωάννου, ο Μένης Κουμανταρέας και ο Κώστας Ταχτσής, το έργο τους, χωρίς να επηρεάζεται στο παραμικρό λόγω της ερωτικής τους «ανορθοδοξίας», αποκτά μια ιδιότυπη μαγιά, που περιέργως το κάνει πιο ευρύ και καθολικό σε σχέση με το έργο συγγραφέων, επίσης ευθαρσώς εκφρασμένων – επίσημα και ανεπίσημα – ως στρέιτ.
«Αντικανονικότητα»
Να συνιστά σε τελευταία ανάλυση η «αντικανονικότητα» μια επιπλέον ευαισθησία, ή μήπως ο φόβος μη τυχόν και μεροληπτήσουν ως προς την «ανθρώπινη κατάσταση» γενικότερα, έκανε τελικά και τους τρεις ακόμα περισσότερο αντικειμενικούς από ό,τι δημιουργούς που λογαριάζονται υπεράνω πάσης υποψίας; Την απάντηση ίσως να την δίνει ο Κώστας Ταχτσής όταν έλεγε σε συνέντευξή του: «Η ομοφυλοφιλία είναι και θα είναι πάντα περιθωριακή γιατί περιθωριακή είναι και η ομοφυλόφιλη τάση στον άνθρωπο – άσχετα αν μερικοί καθηλώνονται αποκλειστικά σ’ αυτή. Πώς να το κάνουμε, η ανθρωπότητα αποτελείται από άνδρες και γυναίκες. Υπάρχει πάντα ένα περίσσευμα σεξουαλικότητας – ιδίως στους έφηβους και τους νέους που εκτονώνεται με πολλούς τρόπους: τον αυνανισμό, την ομοφυλοφιλία, την τέχνη, το όνειρο. Που μ’ αυτά όμως – κακά τα ψέματα – δεν μπορείς να κάνεις παιδιά. Είναι της παρηγοριάς». Ποια βάση όμως θα μπορούσε να δώσει κανείς σε έναν συγγραφέα όπως ο Κώστας Ταχτσής που, αν οι αντιφάσεις του λειτούργησαν υποδειγματικά στο «Τρίτο στεφάνι», θα έμενες το λιγότερο επιφυλακτικός απέναντί τους όταν από τη μια μπορούσε να ξεμπροστιάζει τον Ιωάννου – έστω στα ημερολόγιά του – και να φωνάζει μόλις έμαθε τον θάνατό του «Γιατί να πεθάνει ο Γιώργος και να μην πεθάνω εγώ;».
Επίκληση προς έναν άγνωστο
Η στέρηση και το άγγιγμα του κουρέα
Συνειδητοποιημένο από τον ίδιο με την προοπτική της «αιωνιότητας» το καθαρόαιμο πεζογραφικό του έργο, ο Γιώργος Ιωάννου μπορούσε να ερωτοτροπεί με την καθημερινότητα που το πιο προσιτό της βήμα υπήρξε πάντα η εφημερίδα. Μετρώντας είκοσι οκτώ συνεντεύξεις του στον τόμο «Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής», παρατηρούμε τις είκοσι να έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και οκτώ μόνο σε περιοδικά. Ολες τους μέσα σε μία δεκαετία, για την ακρίβεια ενδεκαετία (από το 1974 ώς το 1985), με εξαίρεση μόνο μία που δημοσιεύθηκε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του στο «Εντευκτήριο». Δεν θα χρειαζόταν καν ο ομώνυμος τόμος και τα όσα περιούσια διασώζει για να αντιληφθούμε τον «έρωτά» του για τις εφημερίδες.
Ο ιδανικός έρωτας
Ο Ιωάννου, παρά τα όσα έλεγε, λάτρευε οτιδήποτε τον οργάνωνε, του δημιουργούσε υποχρεώσεις στις οποίες όφειλε να ανταποκριθεί, του προσέθετε βάρη σε όσα του ήταν ήδη αδύνατον να σηκώσει. Με τον τρόπο αυτό δεν του χρειαζόταν η τεχνολογία – που την αποστρεφόταν – για να αισθάνεται ένας πλήρης άνθρωπος του καιρού του. Είτε επρόκειτο για προνόμιο είτε για κατάκτηση, τα κέρδιζε με το να κατεβαίνει κυριολεκτικά και μεταφορικά στο πεζοδρόμιο και να «σωματοποιεί» τις εντυπώσεις που του προκαλούσαν οι άλλοι, ή αν τύχαινε αυτοί οι άλλοι να τον ταλαιπωρήσουν να τους μεταβάλλει σε εντυπώσεις για να τους ξορκίσει.
Οπως όλοι οι συγγραφείς και όχι μόνο οι ομοφυλόφιλοι, θα θεωρούσε ως τον ιδανικό έρωτα της ζωής του αυτόν με έναν άγνωστό του που θα τον είχε θαυμάσει ως δημιουργό. Δεν θα τον είχε μόνο θαυμάσει, αλλά θα είχε ταυτόχρονα προσπαθήσει να τον βρει για να του εξομολογηθεί τον έρωτά του. Αν διαβάσει κανείς με αυτή την προοπτική όλα τα βιβλία του Ιωάννου, θα ανακαλύψει πως η επίκληση προς έναν άγνωστο μπορεί να μετατραπεί στη μαγεία μιας περιγραφής που μιλάει για στερήσεις, για συμφορές, ακόμα και για πολέμους. Φτάνει να προσέξουμε πώς έχει φωτογραφιστεί ο Γιώργος Ιωάννου στο περίφημο βιβλίο του «Ομόνοια 1980», άλλοτε στις σκάλες της πλατείας και άλλοτε ανάμεσα σε άγνωστούς του ντόπιους και μετανάστες. Με έναν τρόπο που το βλέμμα του είναι σαν να εξαερώνει το βάρος του και να τον κάνει σχεδόν ερωτικό. Οπως ακριβώς διατεινόταν σε συντροφιές φίλων, με το χιούμορ που τον διέκρινε, ο Μάνος Χατζιδάκις, λέγοντας για τους χοντρούς πως «στον έρωτα, όταν πραγματικά σε αγαπάνε, όλες οι εξοχές μεταβάλλονται σε εσοχές». Ή, όπως ακόμα καλύτερα, θέλοντας να δηλώσει μια στέρηση, αν και διαφορετικού είδους, έλεγε ο Ιωάννου: «Για χρόνια ολόκληρα η μόνη σωματική επαφή των ανθρώπων της γενιάς μου ήταν το άγγιγμα του κουρέα».