Στα τέλη του 20ού αιώνα θεωρούσαμε ότι το είχαμε λύσει. Καλαμπουρίζαμε, λέγαμε ότι «ο Θεός πέθανε, ο Μαρξ πέθανε κι εμείς δεν αισθανόμαστε καθόλου καλά», αλλά στην ουσία αισθανόμασταν άριστα. Κι η φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία με τους κανόνες της αρκούσε για να δίνει επαρκείς, νομίζαμε, απαντήσεις.

Αλλά ο Θεός επανήλθε φανατικά στις ζωές μας μέσω ριζοσπαστικών ιδεολογιών που διεκδίκησαν την ταυτότητα και την παράδοση. Στην Ελλάδα, ο Χριστόδουλος ύψωνε το λάβαρο της Επανάστασης του 1821 και ζητούσε «να γυρίσουμε πίσω». Και στις περιοχές όπου κέρδιζε έδαφος ένα νέο, ριζοσπαστικό Ισλάμ, ετοιμαζόταν μια επίθεση στον δυτικό κόσμο στηριγμένη στην πίστη, στην άρνηση δηλαδή της γνώσης.

Η διεκδίκηση της ταυτότητας, στην Ελλάδα μιας πρωτόγνωρης ευμάρειας, ξεχάστηκε γρήγορα –την ξανάφεραν στην επιφάνεια, σε άλλες πιο απειλητικές εκδοχές, οι πολιτικές μετά τη χρεοκοπία. Αλλά η θρησκευτική πίστη έγινε πολιτικό επιχείρημα ενός νέου, καλά οπλισμένου Ισλάμ, που έκανε θεαματικά αισθητή την παρουσία του την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Με βία, κατευθείαν στην καρδιά του δυτικού κόσμου. Ως απειλή στην ευημερία του, αλλά και στις δομές του, στην ελευθερία, στην πρόοδο, στην ολοένα και μεγαλύτερη χειραφέτηση του ανθρώπου από το μεταφυσικό μυστήριο.

Οι δυτικές κοινωνίες είναι ευάλωτες στη βία. Αλλά δεν έχει νόημα να απαντήσουν τυφλά σε όσους τη χρησιμοποιούν εναντίον τους, θα είναι σαν να δίνουν τη νίκη σε όσους τις επιβουλεύονται. Οπως θωρακίστηκαν, παλαιότερα, απέναντι στην κάθε είδους τρομοκρατία, εθνικιστική (όπως αυτή του IRA) είτε αριστερόστροφη, με τον ίδιο τρόπο μπορούν να απαντήσουν και στους φανατικούς θεούς.

Η ιδέα της Ευρώπης, ωστόσο, είναι ταυτόσημη με τη συνύπαρξη. Αλλά για να νοείται συνύπαρξη χρειάζεται και σεβασμός των δημοκρατικών κανόνων. Κοινών για όλους, αριστερών και δεξιών, γηγενών ή καινουργιοφερμένων.