Το μεγαλύτερο μέρος της μπίρας που παραγόταν στο Βερολίνο του 1943 έφευγε για τους στρατιώτες στο σοβιετικό μέτωπο. Ακόμη και οι πιο καλοβαλμένοι αξιωματούχοι φορούσαν εφημερίδες μέσα στις μπότες για να αντέξουν τον βερολινέζικο χειμώνα. Και ο Χίτλερ χρησιμοποιούσε το τσεκ των επιταγών του για να δωροδοκεί πρώσους αξιωματούχους και να εξαγοράζει την αφοσίωσή τους.

Ακόμη και αν οι λεπτομέρειες μοιάζουν «ελαφριές» για μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται τον καιρό του Αδόλφου –για την ακρίβεια, λίγο πριν από την πτώση -, κάνουν ωστόσο τη διαφορά. Οπως και στα προηγούμενα έργα του Φίλιπ Κερ, αποτελούν σήμα κατατεθέν για το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται ο ήρωάς του Μπέρνι Γκούντερ. Εχοντας εγκαταλείψει την Πολιτική Αστυνομία, εργάζεται πλέον στο Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου. Μετά την επιτυχία που σημείωσαν η «Τριλογία του Βερολίνου» και η «Μοιραία Πράγα» ο Κερ παρατείνει τη φήμη του ολόδικού του πρωταγωνιστή, όπως κάθε συγγραφέας που σέβεται τη φλέβα χρυσού μέσα στο αναγνωστικό κοινό.

Ο Γκούντερ δεν είναι αδιάφορος –κάθε άλλο. «Δεν παριστάνει τον ιππότη με την αστραφτερή πανοπλία» όπως γράφει ο Κερ στον προγενέστερο «Χλωμό εγκληματία» (Κέδρος), αλλά δεν θα καθόταν «με σταυρωμένα τα χέρια την ώρα που είχαν μπει κλέφτες μέσα στο μαγαζί». Μονολιθικός, σχεδόν μονόχνοτος και οξύθυμος, αμφιθυμικός απέναντι στην ηθική όπως ο Φίλιπ Μάρλοου, έχει αποφασίσει ότι αξίζει να διεισδύσει στην κοινοτοπία του Κακού με οποιοδήποτε τίμημα. Το μείγμα που έχει κατοχυρώσει ο συγγραφέας παρέχει όλα τα εχέγγυα για να πετύχει. Τα εγκλήματα των Ναζί γίνονται το ανυποχώρητο φόντο μέσα στη «νύχτα της νύχτας», ενώ ένα εύρημα ενώνει τη μεγάλη ιστορία με τους νουάρ χαρακτήρες: η ανακάλυψη ενός ομαδικού τάφου στο δάσος του Κατίν, κοντά στο Σμολένσκ της κατεχόμενης από τους γερμανούς Ρωσίας.

Ο Σκωτσέζος Φίλιπ Κερ συνεχίζει να νιώθει περήφανος για τον ήρωα που έχει χαρίσει στην παγκόσμια νουάρ πινακοθήκη. Ολοι οι μηχανισμοί της αφήγησης κινούνται για χάρη του Μπέρνχαρντ Γκούντερ. Υστερα από έρευνα σε πηγές και αρχεία –τα οποία κατονομάζει στο τέλος –ο Κερ επιστρατεύει ιστορικά πρόσωπα για να τα φέρει σε αντιπαράσταση με τον πρωταγωνιστή του. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει προφανώς ο Γιόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος ανακαλύπτει στην περίπτωση του Κατίν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να ενοχοποιήσει τους Ρώσους ενεργοποιώντας την προσωπική αυτοκρατορία της προπαγάνδας. Η αποστολή του Γκούντερ είναι απλή, όπως υποδεικνύει ο ίδιος (σελ. 61): «Αν ο μαζικός τάφος είναι γεμάτος Εβραίους, τότε ξεχνάω το θέμα. Αν όμως είναι γεμάτος Πολωνούς αξιωματικούς, τότε αναλαμβάνει το γραφείο. Αυτό λέτε;».

Οι εναλλαγές μεταξύ της εσωτερικής φωνής του Γκούντερ, των σκέψεων του αφηγητή και του ιστορικού πλαισίου πιστώνονται στις αρετές του Κερ. «»Ολα εντάξει, ευχαριστώ». Οταν κάποιος στη Ρωσία σε ρωτάει πώς πάνε τα πράγματα, η σωστή απάντηση είναι αυτή γιατί δεν ξέρεις ποιος μπορεί να σε ακούει. Κάθε άλλη απάντηση δεν είναι πατριωτική». Αυτά για την επικράτεια του Στάλιν. Στο άλλο άκρο της ηπείρου ίσχυε μια άλλη σκέψη του Γκούντερ: «Υπήρχαν άνθρωποι στα Ες Ες οι οποίοι έμοιαζαν με παιδάκια χορωδίας του Χέντελ… Μερικές φορές για να πραγματοποιηθούν τα εγκλήματα, οι δολοφόνοι πρέπει να διαθέτουν αγγελικό πρόσωπο».

Ο «Ανθρωπος χωρίς ανάσα» θα φανεί «κινηματογραφικός» ίσως για τους αμετανόητους λάτρεις του νουάρ μυθιστορήματος και αμφιλεγόμενα «ιστορικός» για όσους έχουν εξοικειωθεί με την άτυπη βιβλιογραφία των χιτλερικών σπουδών. Βάζουμε μάλιστα στοίχημα ότι θα τους ξενίσει το γεγονός πως μαζί με τον Γκούντερ μια μεγάλη κατηγορία συμπατριωτών του εμφανίζονται ως πολέμιοι του ναζιστικού απολυταρχισμού. Ο Κερ, ωστόσο, έχει φροντίσει τα νώτα του. Πίσω από τον Γκούντερ έχει στοιχίσει ένα τρομαγμένο έθνος που από καιρό είχε αναστείλει τα ηθικά αντανακλαστικά του. Οχι από θαυμασμό για τον Χίτλερ αλλά από ένα άλλο ακατάλυτο και πρωταρχικό συναίσθημα: όταν ο Γκούντερ λέει «ναι» στον Γκέμπελς ενεργοποιεί και την κρίση συνείδησης: «Αντί να ζαλίσω τα αφτιά μου με κατηγορίες για δειλία και άνανδρη συνεργασία με έναν άνθρωπο και μια κυβέρνηση που απεχθανόμουν, εξέφρασα τη δυσαρέσκεια που ένιωθα για τον εαυτό μου… Ο φόβος είναι ένα πρόβλημα που έχω συχνά με τους ναζί, είναι ένα πρόβλημα που έχουν όλοι οι Γερμανοί με τους ναζί. Τουλάχιστον οι Γερμανοί που ζουν ακόμα».