Πολλαπλή θα χαρακτήριζε κανείς την ευεργεσία που μας προσφέρει σήμερα η «δίκη» του Μάνου Χατζιδάκι, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», στις 8 Ιουνίου του 1963, δηλαδή πριν από 51 ακριβώς χρόνια. Δεν είναι μόνο γιατί αναγνωρίζει μεγάλους καλλιτέχνες και ποιητές να παίζουν σαν παιδιά. Είναι κυρίως γιατί, αν και είναι όλοι τους φευγάτοι με εξαίρεση – ευτυχώς –, τον Θεοδωράκη, τον Βασιλικό και τον Λυκουρέζο, αισθάνεσαι πως με ένα νεύμα θα επανέρχονταν τα χρόνια της αθωότητας. Ωστε να δικαιολογείται η θυμωμένη κουβέντα μιας γυναίκας γενημένης στη δεκαετία του ’80 όταν είπε στη μητέρα της που «αλώνιζε» στη δεκαετία του ’60 από το «Θέατρο Τέχνης» ώς τις μπουάτ «Απανεμιά» και «Ταβάνια», κάνοντας μια στάση στο θέατρο Κεντρικό για την «Εβδομάδα Σύγχρονης Σκέψης»: «Μα καλά ήταν ανάγκη να τα ζήσετε όλα εσείς στη δεκαετία του ’60 και να μην αφήσετε τίποτε για μας;»

ΜΕΤΑ τη «Δίκη» του Κάφκα που µας έδειξε ο Ορσον Ουέλς στο σινεµά και µετά τις δίκες ΔΕΗ, Ανδρεάδη, Καρδαµάκη, Χανίων, Αγρινίου και Ηρακλείου που προκάλεσε η ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραµανλή τους τελευταίους µήνες σε διάφορα δικαστήρια της ταλαίπωρης αυτής χώρας, έρχεται τώρα να προστεθεί κι άλλη µία: Η «δίκη Χατζιδάκι»!

Η διαφορά ανάμεσα στη «δίκη Χατζιδάκι» και τις προηγούμενες δίκες, είναι ότι η «δίκη Χατζιδάκι» δεν είναι ούτε… μυθιστόρημα ούτε φιλμ αλλά ούτε και πραγματικότης! Είναι μια φάρσα που προκλήθηκε από πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένα απ’ το στήσιμο του ανδριάντα του Τρούμαν μέσα στην καρδιά της Αθήνας, εκατό μέτρα μακριά απ’ το Στάδιο και πέντε μέτρα μακριά απ’ το σπίτι του Χατζιδάκι.

Η αφορμή

Στις 13 Μαΐου, ο δημοσιογράφος κ. Θ. Δασκαλόπουλος δημοσιεύει σε αθηναϊκή απογευματινή εφημερίδα μια ενδιαφέρουσα έρευνα με θέμα «Τι να γίνει με το άγαλμα Τρούμαν». Δέκα εκπρόσωποι του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου, οι γλύπτες Θανάσης Απάρτης, Χρήστος Καπράλος και Γιάννης Παππάς, οι ζωγράφοι Γιάννης Μόραλης και Παν. Τέτσης, οι αρχιτέκτονες Κ. Μπίτσιας, Δ. Πικιώνης και Αγγ. Στάγας, ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης και ο διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνος Καλλιγάς, απαντούν ότι «το έργο δεν πρέπει να στηθεί γιατί είναι κάκιστο από κάθε άποψη, γιατί είναι ογκώδες και τελείως ασυμβίβαστο με τον χώρο όπου θέλουν να το τοποθετήσουν και γιατί προηγούνται τα αγάλματα που λείπουν απ’ την Αθήνα: του Περικλή (δεν εννοούν τον κ. Καραμανλή…), του Σολωμού, του Βενιζέλου, του Καβάφη, του Παλαμά, του Σικελιανού, του Καζαντζάκη». Στις γνώμες αυτές προστέθηκε αργότερα και του αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη, που επίσης εναντιώθηκε στην απόφαση της κυβερνήσεως Καραμανλή να στήσει σώνει και καλά τον απαράδεκτο ανδριάντα του Τρούμαν στη Λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου.

Δεκαπέντε μέρες αργότερα, συγκεκριμένα στις 28 Μαΐου, πέφτει σαν βόμβα που αναστατώνει κυριολεκτικά τους πνευματικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας η δήλωση του Μάνου Χατζιδάκι, που δημοσιεύουν εντός πλαισίου «ΤΑ ΝΕΑ». Ιδού η δήλωση:

«Βρίσκω την ανέγερσι του αγάλματος του Τρούμαν άκρως επιτυχή, στόλισμα για την λεωφόρο Βασιλ. Κωνσταντίνου και όλες τις αντιρρήσεις των «ειδικών» φιλολογικές και διόλου σοβαρές. Είναι μια επιβεβλημένη τιμή προς τον Τρούμαν, τον αληθή φιλέλληνα, και η κατασκευή του αγάλματός του όχι λιγώτερο καλλιτεχνική από χιλιάδες αγάλματα ή μνημεία κατασκευασμένα από εγχώριους καλλιτέχνας, που, φυσικά, ουδεμίαν σχέσιν έχουν με τους γλύπτας του 5ου π.Χ. αιώνα. Κάθε αντίδρασις επ’ αυτού, των ειδικών ή μη, αποτελεί ενέργειαν εγγίζουσαν το γελοίον. Μάνος Χατζιδάκις»

Η δήλωση προκαλεί αληθινό σάλο και αγανάκτηση ακόμα και σ’ αυτούς τους φίλους του Μάνου Χατζιδάκι. Οι ζωγράφοι Γιάννης Μόραλης, Νίκος Εγγονόπουλος, Νίκος Νικολάου, ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, ο ζωγράφος Μίνως Αργυράκης καθώς και άλλοι καλλιτέχνες και συγγραφείς ψάχνουν αγανακτημένοι ν’ ανακαλύψουν τον Μάνο για να του ζητήσουν εξηγήσεις. Τόση είναι η οργή τους, που συζητάνε ακόμα και την περίπτωση να τον… δείρουν! Τελικά τα πνεύματα κατευνάζονται χάρη στην ψυχραιμία που επιδεικνύει ο αρχηγός της παρέας και γνωστός ποιητής Νίκος Γκάτσος, ο οποίος υπόσχεται στους «θιγέντας» να εισαγάγει σε δίκη τον παρεκτραπέντα φίλο του συνθέτη… Ετσι, λίγες μέρες αργότερα συγκροτείται Εκτακτο Λαϊκό Δικαστήριο με Πρόεδρο τον Νίκο Γκάτσο και Εισαγγελέα τον Οδυσσέα Ελύτη.

Η δίκη

Η φαρσοειδής αυτή δίκη έμελλε να κρατήσει επί τρεις ολόκληρες ώρες. Στην αρχή προσέρχονται οι μάρτυρες κατηγορίας Μίνως Αργυράκης και Βασίλης Βασιλικός. Ο κατηγορούμενος έφθασε κατόπιν συνοδευόμενος από τον συνήγορό του και γνωστό Αθηναίο δικηγόρο κ. Αλέξανδρο Λυκουρέζο (βλέπε δίκες Ανδρεάδη και Καρδαμάκη…), ο οποίος και υποβάλλει ένσταση αναρμοδιότητος του δικαστηρίου, καθ’ όσον τόσο τη θέση του Προέδρου όσο και τη θέση του Εισαγγελέα κατείχαν δικαστικοί του… Ποιητοδικείου και όχι του Γλυπτοδικείου, μόνου αρμοδίου να εκδικάσει μια τέτοιας φύσεως υπόθεση. Η ένσταση του κ. Λυκουρέζου απορρίπτεται, όπως και η πρόταση αναβολής της δίκης λόγω απουσίας του ουσιώδους μάρτυρος, γνωστού ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος, αν και κλητευθείς, δεν προσήλθε, αλλά επροτίμησε να στείλει εγγράφως τη μαρτυρία του. Κατόπιν αυτού, η δίκη άρχισε κανονικά με την ανάγνωση του κατηγορητηρίου, το οποίο ανέφερε ότι «η δήλωση του Μάνου Χατζιδάκι ήταν πέρα για πέρα απαράδεκτη αφ’ ενός γιατί αναφερόταν σε θέμα που δεν είχε σχέση με τη μουσική, τους επιθεωρησιογράφους, το χορό, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τον Μίκη Θεοδωράκη και αφ’ ετέρου γιατί αποτελούσε ασυγχώρητη παραβίαση της αρχής του να μη βρίσκει τίποτα καλό εκτός της μουσικής του». Ιδού τα πλήρη πρακτικά της πρωτότυπης αυτής δίκης που έγινε μέσα σε μια ατμόσφαιρα αντεγκλήσεων, θορύβου και διαμαρτυριών.

Η δίκη Χατζιδάκι – Τρούμαν άρχισε με την εξέταση του ουσιώδους μάρτυρος κατηγορίας, γνωστού ζωγράφου Μίνου Αργυράκη, ο οποίος, αν και ηπίου χαρακτήρος άνθρωπος, έφθασε σε σημείο να εκμανεί για την «αήθη ενέργεια Χατζιδάκι» (δικός του ο χαρακτηρισμός) και να επιτεθεί με ασυνήθη δριμύτητα κατά του κατηγορουμένου.

ΓΚΑΤΣΟΣ (Πρόεδρος): Νομίζετε κ. μάρτυς πως δεν είχε δικαίωμα ο κατηγορούμενος να κάνει τη δήλωση που έκανε για το άγαλμα Τρούμαν;

ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ (µάρτυς): Βεβαίως όχι! Ο κ. Χατζιδάκις έχει δικαίωμα να κρίνει μόνο τους συνθέτες, τους τραγουδιστές, τους θεατρικούς συγγραφείς και τον Μίκη Θεοδωράκη. Τ’ αγάλματα ανήκουν σ’ εμάς τους ζωγράφους και τους γλύπτες.

ΕΛΥΤΗΣ (Εισαγγελεύς): Εάν είχε βρίσει το άγαλμα ο κατηγορούμενος, τι θα λέγατε;

ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ: Θα έλεγα ότι ο Χατζιδάκις έκανε κάτι που είναι στις συνήθειές του. Κι ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν θα εξένιζε κανένα!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή, θέλετε να πείτε, κ. μάρτυς, ότι ο έπαινος του κατηγορουμένου για το άγαλμα Τρούμαν αποτελεί στην προκειμένη περίπτωση «ύβριν ασυγχώρητον»;

ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ (χαϊδεύων τα γένια του): Ακριβώς κ. Πρόεδρε. Υβριν ασυγχώρητον που αντανακλά σε όλους εμάς που τον κάνουμε παρέα. Φθάνει να σας πω, κύριε Πρόεδρε, ότι ο Γιάννης Μόραλης, στενός φίλος του κατηγορουμένου, έχει εξαφανιστεί απ’ την πιάτσα γιατί ντρέπεται τον κόσμο.

ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ (συνήγορος υπερασπίσεως): Δεν αφήνετε τον Μόραλη στην ησυχία του και να μας πείτε, κύριε μάρτυς, τους πραγματικούς λόγους που σας υποχρεώνουν να βρίσκεσθε εδώ ως μάρτυς κατηγορίας; Μήπως το μένος σας για τον κατηγορούμενο οφείλεται στο γεγονός ότι δεν δέχθηκε τελικά να συνεργασθεί ο κ. Χατζιδάκις μαζί σας στο ανέβασμα της «Γκόλφως» στο θέατρο «Πορεία»;

ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ: Τι ανακατεύετε την «Γκόλφω» με τον Τρούμαν, κ. συνήγορε! Αν θέλετε οπωσδήποτε κι άλλο λόγο για τη δικαιολογία της παρουσίας μου εδώ, ευχαρίστως να σας τον πω: Οχι μόνον ήταν εξοργιστική η δήλωση του Χατζιδάκι για το άγαλμα Τρούμαν, αλλά εξίσου εξοργιστικό και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έκανε τη δήλωση ακριβώς την ημέρα που όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι στιγμάτιζαν την πολιτική δολοφονία της Θεσσαλονίκης. Αντιθέτως, ο κ. Χατζιδάκις εποίησε την νήσσαν!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ (κρούων τον κώδωνα): Παρακαλώ, κύριε μάρτυς, μη πολιτικολογείτε. Στο θέμα σας…

ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ: …Μάλιστα κ. Πρόεδρε. Αλλά δεν έχω να πω τίποτ’ άλλο επί του θέματος…

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε πηγαίνετε, κ. μάρτυς. Ο επόμενος παρακαλώ: Βασίλης Βασιλικός!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εχετε καμιά σχέση με την Αυλή, κ. μάρτυς;

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: Ούτε μ’ αυτήν που εννοείτε, ούτε με του Πικραμένου την αυλή…

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αφήστε κατά μέρος τους χιουμοριστικούς υπαινιγμούς για την ποίησή μου και πέστε μας τι γνωρίζετε για την υπόθεση.

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: Εγώ πιστεύω, κύριε Πρόεδρε, ότι ο Μάνος έκανε τη δήλωση όχι γιατί του αρέσει ο Τρούμαν αλλά γιατί του αρέσει το αγαλματάκι του Οσκαρ!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν σας καταλαβαίνω, κύριε μάρτυς. Τι θέλετε να πείτε;

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: Θέλω να πω ότι ο Μάνος γλυκάθηκε απ’ το πρώτο Οσκαρ και πάει για δεύτερο! Πώς μπορείς όμως να πάρεις Οσκαρ απ’ το Χόλυγουντ αν βρίσεις ένα τέως πρόεδρο της Αμερικής; Νομίζω ούτε βίζα δεν θα σου έδιναν οι Αμερικάνοι…

ΕΛΥΤΗΣ (Εισαγγελεύς): Νομίζετε, κ. μάρτυς, ότι μόνον αυτός είναι ο λόγος που ανάγκασε τον κατηγορούμενο να επαινέσει το άγαλμα Τρούμαν;

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: Νομίζω υπάρχει κι ένας άλλος λόγος: Γιατί το σπίτι του βρίσκεται ακριβώς απέναντι απ’ το άγαλμα!

ΕΛΥΤΗΣ (Εισαγγελεύς): Ενας λόγος επί πλέον να κάνει ο κατηγορούμενος αντίθετη δήλωση από εκείνη που έκανε. Είναι ευχάριστο να έχει κανείς ένα τόσο τρομακτικό σκιάχτρο όσο το άγαλμα Τρούμαν απέναντι απ’ τα παράθυρά του;

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: Μα έβαλε κουρτίνες στα παράθυρα για να μη το βλέπει!

ΓΚΑΤΣΟΣ (Πρόεδρος): Αυτό που λέτε, κύριε μάρτυς, είναι αντιφατικό. Αν δεν ήθελε να το βλέπει δεν θα το επαινούσε.

ΕΛΥΤΗΣ (Εισαγγελεύς): Μήπως, κύριε μάρτυς, ο κατηγορούμενος επήνεσε το άγαλμα για λόγους… ασφαλείας του σπιτιού του; Θ’ ακούσατε ασφαλώς κι εσείς τη διάδοση ότι πολλοί είναι εκείνοι που θα ήθελαν ν’ ανατινάξουν το άγαλμα με δυναμίτιδα!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μα νομίζω, κύριε Εισαγγελεύ, ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει γιατί το άγαλμα το φυλάνε νύχτα – μέρα αστυφύλακες!

ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ (Συνήγορος υπερασπίσεως): Θα ήθελα να υποβάλω μία ερώτηση στον μάρτυρα.

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ (Ανήσυχος): Δεν την αφήνεις καλύτερα;

ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Πείτε μου, κύριε μάρτυς, τούτο. Πιστεύετε ότι η δήλωση του κατηγορουμένου κρύβει ιδιοτέλεια;

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: Δεν ξέρω τι κρύβει η δήλωση του κατηγορουμένου, ξέρω όμως ότι φανερώνει πλήρη έλλειψη καλού γούστου ή ασυγχώρητη επιπολαιότητα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αρκεί, κύριε μάρτυς. Μπορείτε να πηγαίνετε…

Η έγγραφη μαρτυρία Τσαρούχη

Στην συνέχεια, ο Πρόεδρος του δικαστηρίου Νίκος Γκάτσος διαβάζει την έγγραφη μαρτυρία του Γιάννη Τσαρούχη, που έχει ως εξής: «Είναι αργά πια να μιλάμε για ομορφιά της Αθήνας. Νομίζω δεν θα μπορούσε να βρεθεί γλύπτης που να φτιάξει άγαλμα ασχημότερο απ’ ό,τι είναι η λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου στήθηκε το άγαλμα Τρούμαν.

ΕΛΥΤΗΣ: Ναι, αλλά ο Τσαρούχης είπε και κάτι άλλο που δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες. Οταν κάποιος τον ρώτησε αν πρόκειται να βάλουν χρυσόψαρα στις λιμνούλες που έχουν φτιάξει γύρω από τη βάση του αγάλματος, ο Τσαρούχης απάντησε: «Μα σ’ ένα τέτοιο άγαλμα τα βατραχάκια θα ήταν πιο ταιριαστά».

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Αρκετά, αρκετά… Ας προχωρήσουμε στην εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως. Ορίστε, κύριε συνήγορε, ποιους προτείνετε ως μάρτυρες;

ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ (Συνήγορος υπερασπίσεως): Τον κ. Θεόδωρο Κρίτα.

ΕΛΥΤΗΣ (Εισαγγελεύς): Προτείνω την εξαίρεση του μάρτυρος αυτού.

ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Για ποιο λόγο, κ. Εισαγγελεύ;

ΕΛΥΤΗΣ: Ο κ. Κρίτας είναι ιμπρεσσάριος και ενδεχομένως να είναι αληθινή η πληροφορία ότι πρόκειται να μετακαλέσει τον Τρούμαν και την κόρη του για ένα κοντσέρτο στην Αθήνα, δύο κοντσέρτα στη Θεσσαλονίκη κι ένα ρεσιτάλ στο Κακοσάλεσι. Θα ξέρετε βέβαια, κ. συνήγορε, ότι ο Τρούμαν είναι δεινός πιανίστας κι η κόρη του ακόμα δεινότερη τραγουδίστρια. Είναι φυσικό λοιπόν ο κ. Κρίτας να μην είναι αντικειμενικός εφ’ όσον μιλάμε για τον Τρούμαν.

ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Καλώς, κύριε Εισαγγελεύ. Προτείνουμε τον διευθυντή της εταιρείας δίσκων «Κολούμπια» κύριο Τάκη Λαμπρόπουλο.

ΕΛΥΤΗΣ: Να εξαιρεθεί και ο μάρτυς αυτός. Μη λησμονείτε ότι εφ’ όσον ο Χατζιδάκις κυβερνά σήμερα στην «Κολούμπια», ο κ. Τάκης Λαμπρόπουλος δεν μπορεί παρά να είναι His Master’s Voice…

ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Ελπίζω να μην έχετε αντίρρηση, κύριε Εισαγγελεύ, για τον κ. Γρηγόρη Μπιθικώτση!

ΕΛΥΤΗΣ (Εισαγγελεύς): Μα έτσι όπως πάτε, κύριε συνήγορε, δεν θα εκπλαγούμε καθόλου αν μας κουβαλήσετε εδώ ως μάρτυρες υπερασπίσεως τα τέσσερα παιδιά του κατηγορουμένου εκ Πειραιώς…

ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Τότε δεν μας μένει παρά να προτείνουμε τον συνάδελφό μας κ. Θεοδωράκη. Ή μήπως θέλετε να τον εξαιρέσετε κι αυτόν;

ΕΛΥΤΗΣ (µειδιών): Αξιος εστί! Να προσέλθει!

Η κατάθεση Θεοδωράκη

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Μήπως, κ. μάρτυς, έχετε καμία συγγένεια με τον κατηγορούμενο;

ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Απολύτως καμία! Εμένα η μουσική μου είναι…

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Δεν εννοούσα μουσική συγγένεια, αλλά…

ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Α, κατάλαβα! Οχι, κύριε Πρόεδρε, δεν έχω καμιά συγγένεια με τον κατηγορούμενο παρ’ όλο που ισχυρίζεται στις συνεντεύξεις του ότι είναι Κρητικός. Ξέρω καλά ότι είναι Θρακιώτης, γι’ αυτό άλλωστε δεν καταδέχεται να γράψει το «Χατζιδάκις» με ήτα στο τέλος, όπως το γράφουμε όλοι οι Κρητικοί, αλλά προτιμάει να το γράφει με ιώτα, ακριβώς για να ξεχωρίζει από μας.

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ (ψιθυριστά στον Λυκουρέζο): Τι τον ήθελες για μάρτυρα. Θα με κάψει!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Καλά… καλά, κύριε μάρτυς, πέστε μας τώρα τι γνωρίζετε για την υπόθεση;

ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Νομίζω ότι ο Χατζιδάκις έκανε τον έπαινο για το άγαλμα του Τρούμαν από αντίδραση προς εμένα, που ήθελα να στήσουν έξω από την αμερικάνικη πρεσβεία το άγαλμα του Φιντέλ Κάστρο.

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ (θυµωµένα): Διαμαρτύρομαι, κύριε Πρόεδρε. Αν επήνεσα το άγαλμα Τρούμαν δεν το έκανα ούτε από αντίδρασιν προς τον μάρτυρα, ούτε γιατί ήθελα να επαινέσω αυτό τούτο το άγαλμα!

ΕΛΥΤΗΣ (Εισαγγελεύς): Τότε γιατί το κάνατε;

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Για να επαινέσω την ιδέα του αγάλματος. Διότι αυτό το άγαλμα υπάρχει μόνο σαν ιδέα. Διότι ο Τρούμαν υπήρξε ο εμπνευστής…

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Δογματίζεις, κατηγορούμενε…

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Μα, κύριε Πρόεδρε, μη λησμονείτε ότι μιλάμε για τον Τρούμαν, ο οποίος εάν δεν είχε κάνει το «Δόγμα» του, δεν θα εδογματιζόμεθα τώρα ούτε ημείς, ούτε υμείς!

ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ (χειροκροτών): Εξοχα! Την κερδίσαμε τη δίκη. Δεν χρειάζεται καν ν’ αγορεύσω.

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ (προς τον Πρόεδρο): Κύριε Πρόεδρε, παρακαλώ να επιβάλετε σιωπή στον συνήγορό μου. Μου φτάνει η υπεράσπισις του κ. Θεοδωράκη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ: Ησυχία, παρακαλώ. Να συνεχίσει ο κ. μάρτυς.

ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί δίνετε τόση σημασία στα αγάλματα. Τι σημαίνει σήμερα αν επαινείς ένα άγαλμα; Σήμερα το επαινείς, αύριο το γκρεμίζεις. Ετσι συνέβη και με τον Στάλιν. Ποιος μιλάει σήμερα για τον Στάλιν, πού είναι σήμερα τα αγάλματα του Στάλιν; Κι όμως χθες όλη η Σοβιετική Ενωση ήταν γεμάτη απ’ τον Στάλιν.

ΕΛΥΤΗΣ: Μη μεταφέρεσθε στη Σοβιετική Ενωση. Το θέμα μας είναι το άγαλμα Τρούμαν και η δήλωση Χατζιδάκι.

ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Δηλαδή κατάντησε να μην μπορείς να πας ούτε και με την κουβέντα στη Σοβιετική Ενωση!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μην πολιτικολογείτε, κύριε μάρτυς.

ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Μα δεν μάθατε ότι πρόκειται να θέσω υποψηφιότητα για Δήμαρχος Αθηναίων στις ερχόμενες δημοτικές εκλογές;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αρκεί, κύριε μάρτυς. Μπορείτε να πηγαίνετε.

Η αγόρευση του Εισαγγελέως

κ. Ελύτη

Παραιτηθέντος της αγορεύσεως του συνηγόρου υπερασπίσεως κ. Λυκουρέζου, τον λόγο έλαβε ο Εισαγγελεύς κ. Οδυσσέας Ελύτης. Η αγόρευση του Εισαγγελέα έχει ως εξής:

«Ανάξιον εστί και το άγαλμα αλλά και αυτό που είπε υπέρ του αγάλματος ο κατηγορούμενος. Και είναι ακόμα πιο θλιβερό το γεγονός ότι αυτοί που υιοθέτησαν το στήσιμο αυτού του κακότεχνου αγάλματος στην καρδιά της Αθήνας, διάλεξαν ως ημέραν των αποκαλυπτηρίων του γιγαντιαίου χαλκοπράσινου Τρούμαν την 29η Μαΐου, δηλαδή την ημέρα που η Ελλάδα πενθούσε δυο μεγάλα γεγονότα: την επέτειο για την άλωση της Κωνσταντινούπολης και τη δολοφονία του αγωνιστή της ειρήνης Γρηγορίου Λαμπράκη! Ετσι δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τους στίχους μου:

Την οργή των νεκρών να φοβάσθε

και των βράχων τ’ αγάλματα.

ΓΚΑΤΣΟΣ: Στη θέση σας, κύριε Εισαγγελεύ, λόγω της περιστάσεως, θα έλεγα τους στίχους αυτούς διασκευασμένους έτσι:

Την οργή των λιμνών να φοβάσθε

και των Τρούμαν τ’ αγάλματα!

ΕΛΥΤΗΣ (Εισαγγελεύς): Εστω, κύριε Πρόεδρε. Ας ειπωθούν έτσι αυτοί οι στίχοι. Και προχωρώ: Οπως θα αντιληφθήκατε, κ. Πρόεδρε, από την ακροαματική διαδικασία και ιδιαίτερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ουδεμία αμφιβολία δύναται να υπάρξει ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, ο οποίος είτε διότι απέβλεπε και σε άλλο Οσκαρ, είτε διότι απέβλεπε εις εκτέλεσιν έργων του και τραγουδιών του απ’ τον Τρούμαν και την κόρη του, δεδομένου ότι αμφότεροι είναι καλλιτέχνες, είτε διότι ήθελε να πειράξει τον κ. Ζυλ Ντασσέν, ο οποίος, ως γνωστόν, άρχισε να διώκεται στην Αμερική επί προεδρίας Τρούμαν, είτε διότι ήθελε να πικάρει την κ. Ελένη Βακαλό και τον κ. Γιάννη Μόραλη που βρίσκουν απαίσιο το άγαλμα Τρούμαν, είτε τέλος διότι ήθελε να κάνει τη χάρη της μαμάς του που είναι κυριολεκτικά ξετρελαμένη με τον καινούργιο χαλκοπράσινο γείτονά της και δεν λέει να ξεκολλήσει απ’ το παραθύρι της απ’ την ημέρα που τον στήσανε οι φίλοι του γιου της πλάι στο σπίτι της, είτε για λόγους άλλους που παραμένουν εισέτι άγνωστοι, εξύβρισε με την απαράδεκτη δήλωσή του την Κοινή Γνώμη και όλους τους φίλους του. Διά τούτο, κύριε Πρόεδρε, προτείνω να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος άνευ ουδενός ελαφρυντικού και να του επιβληθεί η αυστηρότερα υπό των ηθικών νόμων προβλεπομένη ποινή».

Τον λόγο του κ. Εισαγγελέως εκάλυψαν παρατεταμένα χειροκροτήματα.

Η απολογία Χατζιδάκι

Αντιθέτως προς τη διαδικασία των δικών στα Ποινικά Δικαστήρια, όπου η απολογία του κατηγορουμένου προηγείται της αγορεύσεως του Εισαγγελέως, στην παρούσα δίκη Χατζιδάκι – Τρούμαν, το υπό την προεδρία του ποιητού Νίκου Γκάτσου Λαϊκό Δικαστήριο υπέδειξε όπως ο κατηγορούμενος απολογηθεί μετά την αγόρευση του Εισαγγελέως. Ο κατηγορούμενος Χατζιδάκις, πελιδνός και εξαιρετικά συγκινημένος, άρχισε την απολογία του έτσι:

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριε Εισαγγελεύ, κύριοι ένορκοι! Ξεκίνησα ένα φτωχό και έντιμο παιδί απ’ την Ξάνθη της Θράκης κι ήρθα στην Αθήνα για να βρω τον δρόμο μου, που έμελλε να είναι η μουσική. Στην αρχή υπέφερα πολύ, δούλεψα σκληρά, δοκίμασα πίκρες και απογοητεύσεις, προδόθηκα απ’ τους φίλους και πληγώθηκα απ’ τους εχθρούς. Αν τελικά υπερνίκησα όλα τα εμπόδια, αυτό το οφείλω στη γερή μου κράση και στην έμφυτη συνήθειά μου να λέω πάντοτε άφοβα τη γνώμη μου. Απ’ την άλλη μεριά, το μεγάλο έμφυτο ταλέντο μου στη μουσική με βοήθησε να βγω απ’ τη φτώχεια και την αφάνεια και μαζί να βγάλω κι ένα σωρό άλλο κόσμο. Εγώ έκανα διάσημο τον Κακογιάννη με τη μουσική μου στη «Στέλλα», εγώ έκανα διάσημους και πλούσιους τη Μελίνα και τον Ντασσέν με τα «Παιδιά του Πειραιά» που τους έδωσα στο «Ποτέ την Κυριακή». Εγώ έκανα διάσημο και τον Θεοδωράκη, πρώτα κάνοντάς τον να ζηλέψει τα τραγούδια μου, πράγμα που τον ανάγκασε ν’ αφήσει τη σοβαρή μουσική και ν’ αρχίσει να γράφει κι αυτός ελαφρά τραγούδια, και μετά όταν άρχισα να τον βρίζω απ’ τις εφημερίδες. Εγώ επίσης έκανα γνωστούς κι ένα σωρό άλλους καλλιτέχνες, όπως την Αλίκη Βουγιουκλάκη που της έδωσα να τραγουδήσει το «Σπουργιτάκι», τον «Γαϊδουράκο», τη «Γατούλα», τα «Παπάκια» κι ένα σωρό άλλα αριστουργήματα, ή όπως τη Νάνα Μούσχουρη που την έκοψα απ’ την «Καρτ Μπλανς» κι ύστερα την έγραψαν όλες οι γαλλικές εφημερίδες. Τώρα πρόκειται να κάνω διάσημο και τον Ηλία Καζάν με τη μουσική που του έγραψα για την ταινία «Αμέρικα, Αμέρικα».

ΕΛΥΤΗΣ (Εισαγγελεύς): Παρακαλώ, κατηγορούμενε, συντόμευε γιατί θα νυχτώσουμε!

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Υστερα απ’ όσα καλά έκανα στον κόσμο, πήρα ως αντίτιμο ένα κάρο μηνύσεις: Μήνυση ο Γκαστέ στο Παρίσι, μήνυση ο Γκρεγκ Τάλλας, μήνυση ο Μητσάκης. Με τρελάνανε στις μηνύσεις. Στο τέλος τι καταλάβανε; Τίποτα! Η Δικαιοσύνη με απέδωσε στην κοινωνία λευκό. Και δεν έχετε παρά να συμβουλευθείτε το ποινικό μου μητρώο που, αν και καραμανλικός, δεν έχω ούτε μία καταδίκη για ανάμειξή μου σε εκλογικές βίες, νοθείες και παρακρατικές οργανώσεις. Αλλά η κοινωνία είναι αχάριστη και ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω τι διάβολο θέλει για να είναι ευχαριστημένη. Ποτέ δεν την κατάλαβα. Βρίζω τους συνθέτες, είμαι κακός! Βρίζω τους συγγραφείς, είμαι κακός! Βρίζω τους τραγουδιστές και τις τραγουδίστριες, ακόμα και τη Νάνα Μούσχουρη τώρα τελευταία, πάλι είμαι κακός. Βρίζω τον Θεοδωράκη, είμαι κακός. Κι όταν αποφασίζω ν’ αλλάξω τακτική, να κάνω μόνο επαίνους, αρχίζοντας απ’ το άγαλμα του Τρούμαν, πάλι είμαι κακός κι ανάποδος. Και να το αποτέλεσμα. Ηρθα κατηγορούμενος για την… καλή μου κουβέντα! Μα είναι κοινωνία αυτή; Είναι δικαιοσύνη;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΥΣ: Δηλαδή θα ήταν δικαιοσύνη αν φεύγατε από ‘δώ αθωωμένος;

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Ακριβώς, κ. Πρόεδρε! Πρέπει να γίνει αυτό που είπε ο αξιότιμος κ. Εισαγγελεύς: Να φύγω από ‘δώ λευκός. Αλλωστε δεν διευκρινίσθηκε εδώ αν είμαι κατηγορούμενος γιατί επήνεσα το άγαλμα Τρούμαν ή γιατί εδήλωσα πως αντιδρούν γελοία όσοι βρίσκουν αποτυχημένο το άγαλμα. Αλλά, κύριε Πρόεδρε, μήπως αυτοί οι ίδιοι οι κατήγοροί μου δεν έχουν διαπιστώσει πριν από μένα, ότι πολλά κακά έχουν συμβεί σ’ αυτή την πόλη απ’ τους εγχώριους γλύπτες, αυτούς που δεν έχουν καμιά σχέση με τον 5ο π.Χ. αιώνα; Και για να σας αποδείξω το δίκαιον του ισχυρισμού μου, ορίστε, σας διαβάζω μια φράση ενός εστέτ, του ζωγράφου και ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου, μια φράση απ’ τον «Μπολιβάρ» του που τα λέει όλα:

«Αλάβανδα: Παλαιά πόλις της Μικράς Ασίας (Καρία).

Παρήγε μάρμαρα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι

γλύπτες. Τα προτίμησα απ’ το πεντελικό, γιατί αυτό

το «εκ πεντελικού μαρμάρου» με τι ανοσιουργήματα

δεν έχει, πολλές φορές, συνδεθή!»

Κατόπιν αυτού, κύριε Πρόεδρε, κύριοι ένορκοι, ζητώ την επιείκειάν σας, αν όχι την αθώωσίν μου.

Η απόφαση και η καταδίκη

του κατηγορουμένου

Μετά τον τερματισμό της απολογίας του κατηγορουμένου, το δικαστήριο αποσύρεται σε σύσκεψη, προκειμένου να αποφασίσει επί της καταδίκης ή όχι του Μάνου Χατζιδάκι. Μετά ημίωρη σύσκεψη, κατά την οποία καταναλώθηκαν μπόλικοι καφέδες και νερά Λουτρακίου, ο Πρόεδρος του δικαστηρίου κ. Νίκος Γκάτσος ανέγνωσε την απόφαση του δικαστηρίου, διά της οποίας ο Μάνος Χατζιδάκις κατεδικάζετο εις πεντάμηνον απομάκρυνση εκ του Φλόκα, Χίλτον, Βυζαντίου, Κλαμπ Μπι-Πι, καθώς και εις στέρησιν επί δίμηνον των γαστρονομικών δικαιωμάτων του και δη των καφέδων, σπαγγέτου σπεσιάλ, μοσχαρακίου Ναβαρέν, παγωτών πάσης φύσεως και σιγαρέτων τύπου Phillip Morris. Προ της λύσεως της συνεδριάσεως ο Πρόεδρος του δικαστηρίου Νίκος Γκάτσος είπε τα εξής παρουσία και του κατηγορουμένου:

ΓΚΑΤΣΟΣ: Ο Χατζιδάκις αναφέρθηκε προηγουμένως στην απολογία του στον «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου. Καλό είναι λοιπόν να θυμηθούμε και κάτι άλλο απ’ αυτό το έργο του ζωγράφου – ποιητή. Να θυμηθούμε τα λόγια που βρίσκονται τυπωμένα στη σελίδα 28 και κάτω ακριβώς απ’ τον τίτλο: «Συμπέρασμα». Σας τα διαβάζω:

«Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Ομως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντικότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος ήτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείσει κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενεί πλέον λόγος για ύπνο. Ετσι οι κάτοικοι εζήτησαν και διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου!»

Και στο τέλος ο ποιητής προσθέτει:

«ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ:

Στρατηγέτι ζητούσες στη ΛάρισασυέναςΥδραίος;»

Στο σημείο αυτό η συνεδρίασις λύεται υπό τα παρατεταμένα χειροκροτήματα του ακροατηρίου, ενώ ο Μίνως Αργυράκης που έχει εξουσιοδοτηθεί με χρέη χωροφύλακα οδηγεί δέσμιον τον κατηγορούμενο στο σπίτι του, όπου πρόκειται να εκτίσει την ποινή του καθισμένος ολημερίς κι ολονυχτίς στο παράθυρο που βλέπει προς το άγαλμα Τρούμαν!

Επίλογος

Την επομένη από της καταδίκης του, ο Μάνος Χατζιδάκις, όπως βεβαιώνουν αυτήκοοι αξιόπιστοι μάρτυρες, ενώ κοιτούσε περίλυπος έως θανάτου απ’ το παράθυρό του το άγαλμα Τρούμαν, στέλοντάς του και ένα και δύο και τρία και τέσσερα φάσκελα, ακούσθηκε απαγγέλλων:

Πρόεδρε Τρούμαντι ζητούσες στην ΑττικήσυέναςΜιζουραίος;
Με τον Γ. Μητσάκη στα δικαστήρια: Ο «κλέφτης», η αποχώρηση και «Το κομπολογάκι»

Ας θυµηθούµε µια σχετικά άγνωστη ιστορία, από τις πολλές των «δανεισµών» και της πατρότητας των τραγουδιών που για χρόνια ήταν η αιτία να φτιάχνονται στρατόπεδα και διαµάχες µεταξύ των δηµιουργών, που συχνά εξέβαλλαν και στις αίθουσες των δικαστηρίων. Μια τέτοια ήταν η διαµάχη που ξέσπασε µεταξύ του Γιώργου Μητσάκη και του Μάνου Χατζιδάκι.

Ηταν Μάρτιος του 1962 όταν ο Χατζιδάκις κυκλοφόρησε τον δίσκο «Πασχαλιές Μέσα από τη Νεκρή Γη», όπου και παρουσίασε σε ορχηστρική μορφή διάφορα λαϊκά τραγούδια των Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου κ.ά. Ο ίδιος από την περίφημη Διάλεξη στο Θέατρο Τέχνης το 1949 είχε προσεγγίσει το ρεμπέτικο που αναγνώριζε ως βασική του επιρροή και αγάπη. Ενδεικτικό τού πώς το έβλεπε είναι τα δικά του λόγια και παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την τότε διάλεξή του: «Το ρεμπέτικο κατορθώνει, με μια θαυμαστήν ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Από τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει τα όρια της τελειότητος, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Ομως εμείς, στο μεταξύ, θα ‘χουμε νιώσει πλέον για τα καλά τη δύναμή τους. Και θα τα ακούμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν για να ερμηνεύουν τον βαθύτερο εαυτό μας».

Στον δίσκο λοιπόν περιλαμβανόταν και το περίφημο «Κομπολογάκι», μια δημιουργία του Γιώργου Μητσάκη. Ο λαϊκός δημιουργός, όμως, είχε άλλη άποψη για την «αυθαίρετη» ένταξη του κομματιού στον δίσκο, αφού ο ίδιος δεν είχε ερωτηθεί και επίσης δεν αναγραφόταν το όνομά του ως δημιουργού. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι δύο δημιουργοί να φτάσουν στα δικαστήρια, ο Μητσάκης μάλιστα αποκάλεσε «κλέφτη» τον Χατζιδάκι μέσα στην αίθουσα και ήρθε σε ρήξη με τον τότε πανίσχυρο άρχοντα της Columbia Τάκη Β. Λαμπρόπουλο φεύγοντας και από την εταιρεία. Για την ιστορία, πάντως οι «Πασχαλιές» τελικά είναι 14 αντί 12. Η 13η είναι το «Τραγούδι του Γεροναύτη» που ο Μάνος έβαλε στη θέση της «1ης Πασχαλιάς» («Το Κομπολογάκι» του Μητσάκη) μετά την πρώτη έκδοση του ομώνυμου δίσκου, επιχειρώντας να γεφυρώσει τη ρήξη με έναν κόσμο που εξάλλου αγαπούσε.

-Δημ. Μανιάτης

Μίκης Θεοδωράκης: «Στα χρόνια του φόβου»

Στον καµβά της διαιρετικής τοµής του ελληνικού Εµφυλίου, ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν παρών µε την αθόρυβη στάση των περίφηµων Παιδιών της Γαλαρίας που ο ίδιος περιέγραψε στα κείµενά του «Ο καθρέφτης και το µαχαίρι». Αν και ο ίδιος εντάχθηκε στο ΕΑΜ (το αφιέρωµα του τρέχοντος τεύχους του περιοδικού «Μετρονόµος» είναι διαφωτιστικό) µαζί µε την Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ και όπως επιβεβαίωσε σε παλιότερη συνέντευξη στη Μαρία Ρεζάν, στάθηκε αδιαµεσολάβητος και αταξινόµητος ανάµεσα στους πόλους της εθνικοφροσύνης και της Αριστεράς. Παρ’ όλα αυτά το απόσπασµα από την αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη «Οι δρόµοι του Αρχάγγελου» (τόµος δεύτερος, εκδ. Κέδρος 1986) είναι απολαυστικό και συµβάλλει σε µια υποφωτισµένη σελίδα του βίου του «Μεγάλου Ερωτικού».

«Αγόρασα το «Εμπρός» και μπήκα κανονικά στο τραμ για την Αθήνα. Στις τρεις το απόγιομα χτυπούσα στη Μάνου 3. Ηξερα πως είναι η ώρα που ξυπνούσε ο Μάνος κι έπινε τον πρωινό του καφέ. Μου άνοιξε η μάνα του. «Καλώς το παιδί», μου λέει πρόσχαρα. «Ο Μάνος μου μόλις ξύπνησε και πίνει τον καφέ του. Θέλεις κι εσύ;». «Ευχαρίστως! Σας ευχαριστώ». Το χολ λιλιπούτειο. Αριστερά το πιάνο. Στο βάθος ένα άλλο μικρό δωμάτιο, που χωρούσε ίσα ίσα το κρεβάτι του Χατζιδάκι […]Χάρηκε ο Μάνος που με είδε. Σηκώθηκε. Εβαλε τη ρομπ ντε σαμπρ, με πλησίασε και με φίλησε. «Και τώρα τι κάνεις;» με ρωτά. «Είμαι παράνομος. Δεν έχω πού ν’ ακουμπήσω. Ομως, ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά. Εγώ εδώ ήρθα για ν’ ακούσω μουσική». Μείναμε ως το βράδυ. […] Ο Μάνος εκείνη την εποχή, με τα ερωτηματικά του σχετικά με το μέλλον του ΕΑΜ, είχε στο μεταξύ αναδειχτεί ως ο υπ’ αριθμόν ένα για τη μουσική θεάτρου. Μια πρεμιέρα στου Κουν με τη Λαμπέτη ή τη Μελίνα ήταν το σούπερ κοσμικό γεγονός της εποχής.

Ετσι, η εθνική μας ζωή παιζόταν σε τρία επίπεδα. Στο ένα οι μάχες, στο άλλο η δυστυχία, ο φόβος και η παρανομία των πόλεων. Και στο τρίτο, στο κοσμικό Κολωνάκι, που μονοπωλούσε τη διασκέδαση και την πνευματική ζωή της εποχής. Αναμεταξύ τους, τα δυο πρώτα με το τρίτο, καμιά απολύτως επικοινωνία, λες και ζούσανε σε διαφορετικούς πλανήτες. Αίφνης, το βράδυ της άλλης βδομάδας που η κοσμική Αθήνα θα συνωστιζόταν σε κάποιο ζεστό σαλόνι για ν’ ακούσει τον Μάνο, εγώ θα κοιμόμουν στο γιαπί της παρόδου Ιπποκράτους –και πόσες χιλιάδες άλλοι σε χειρότερες συνθήκες. […] Βγήκαμε στο δρόμο αργά, περασμένες έντεκα. Πήραμε το τραμ και κατεβήκαμε στο Σύνταγμα. Από ‘κεί με τα πόδια στο Κολωνάκι, στην οδό Πινδάρου.

Χτυπήσαμε μια μεγάλη σκαλισμένη πόρτα σ’ ένα παλιό αρχοντικό. Μας άνοιξε η υπηρέτρια. Ανεβήκαμε τις σκάλες και πήραμε τους έρημους διαδρόμους. Ο Μάνος γνώριζε καλά τα λημέρια του σπιτιού. Στο βάθος, η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Οταν μπήκαμε στο δωμάτιο τα ‘χασα από την όμορφη και ζεστή ακαταστασία. Ενας ακόμα ξανθός έφηβος μας χαιρετούσε εγκάρδια. Ηταν ο Νίκος Κούνδουρος, ζωγράφος τότε. Κάπως μας σύστησε ο Μάνος. Κι επειδή ήμαστε μόνοι, πρόσθεσε βιαστικά, κοιτάζοντας προς την πόρτα: «Ο Μίκης είναι παράνομος και χρειάζεται να τον φιλοξενήσεις ώς τη Δευτέρα το πρωί. Εν ανάγκη θα μείνω κι εγώ, για να μην υποψιαστεί η μητέρα σου».

Ο Νίκος είχε δυο αδέρφια. Ο Ρούσσος βρισκόταν στη Μακρόνησο. Ο Γιώργος ήταν στέλεχος της Χ –δηλαδή της οργάνωσης της Ακρας Δεξιάς. «Και βέβαια θα μείνεις μαζί μας, έχει δωμάτιο», λέει με έμφαση ο Κούνδουρος. «Μόνο», και μου πιάνει το μπράτσο ενώ με κοιτάει στα μάτια, «πρόσεξε μήπως ανταμώσεις τον αδερφό μου στο διάδρομο. Είναι ικανός να σε σκοτώσει». Και γυρίζοντας προς τον Μάνο συνεχίζει: «Ξέρεις, μπαίνει στο σπίτι με την παρέα του. Είναι όλοι ένοπλοι και κάνουν περιπολίες στους διαδρόμους. Εδώ μόνον δεν πατάνε. Εδώ είναι Ελεύθερη Ελλάδα. Στην κουζίνα, το πρωί, γύρω από τη μάνα μας, υπάρχει εκεχειρία»[…].
Η Ελένη, η Ντιριντάουα και η κουβέρτα

«Από το ’43 είµαι στην ΕΠΟΝ. Οπως και τώρα, έµενα στον Βύρωνα. Με το όνοµα «Νίκη» και µε καθοδηγητή τον «Αλέξη» (κατά κόσµον Χρήστο Πασαλάρη) ανήκω στην οµάδα της γειτονιάς Βύρωνας – Παγκράτι – Καισαριανή. Καθηµερινά προσπαθούµε να κατεβάσουµε κόσµο στις διαδηλώσεις» έχει καταγράψει σε µαρτυρία της στο «Βήµα» η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (φωτογραφία).

«Φθάνουν πια τα Χριστούγεννα (σ.σ.: του 1944). Ο Βύρωνας «πέφτει»… Θα πρέπει να ήταν 26 ή 27 Δεκεμβρίου όταν μας λένε ότι πρέπει να φύγουμε από τον Βύρωνα, από το Παγκράτι, από την Καισαριανή. Περνάμε τον Υμηττό μέσα στην παγωνιά. Με κρατούσε από το χέρι ο Μάνος Χατζιδάκις. Στις αρχές Ιανουαρίου φθάνουν οι Εγγλέζοι στην Κυψέλη. Φεύγουμε ένα βράδυ κι από εκεί. Εγώ με κάτι μποτάκια στο χέρι, τα κρατούσα για τον δρόμο. Κι ο Μάνος τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Εκείνος σταμάτησε στο Σχηματάρι.

Εγώ, πιο θαρραλέα, συνέχισα ώς τα Σκούρτα κι από εκεί πήγα προς την Πύλη, τη Θήβα. Στον δρόμο με λυπήθηκε ένα αυτοκίνητο του ΕΛΑΣ και με πήρε. Το φορτηγό ήταν γεμάτο γυναικεία ρούχα. Ρώτησα να μάθω. Ηταν κοστούμια της Ντιριντάουα… Τι σύγχυση! Τα αεροπλάνα να θερίζουν από πάνω και το καμιόνι να είναι γεμάτο με ρούχα της Ντιριντάουα…».