Στον «Κήπο του Επίκουρου», ο Ιρβιν Γιάλομ αναφέρει ότι ένας άνθρωπος μπορεί να εξακολουθεί να υπάρχει όχι στην ατομική προσωπική του υπόσταση αλλά μέσα από αξίες και πράξεις που με τους κυματισμούς τους συνεχίζουν να αγγίζουν τις επόμενες γενιές, διευρύνοντας τη ζωή τους. Με τέτοιου είδους κυματισμούς αγγίζει τους αναγνώστες «Η Γεύση της μνήμης – Αναμνήσεις και εξομολογήσεις ενός κριτικού εστιατορίων», ένα υπέροχο food memoir περασμένο μέσα από τα λεπτεπίλεπτα φίλτρα της γεύσης και της όσφρησης με το οποίο ο δικός μας Επίκουρος, κατά κόσμον Αλμπέρτος Αρούχ, αποχαιρέτησε πρόσφατα τη ζωή αφού προηγουμένως την ύμνησε δεόντως.

Γραμμένη με ρυθμό καταιγιστικό και γλώσσα καθηλωτική, πλούσια, συναρπαστική, βαμμένη με χιλιάδες αποχρώσεις, η αυτοβιογραφία του είναι μεν γαστρονομική αλλά δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε καλοφαγάδες. Προσκαλεί τον αναγνώστη σε ένα συνταρακτικό ταξίδι στη χώρα των αισθήσεων, στη διάρκεια του οποίου ο συγγραφέας αποκαλύπτει συναισθήματα και μύχιο υλικό από το παρελθόν του, πράγμα που τον κάνει οικείο ακόμη και σε ανθρώπους που δεν έτυχε ποτέ να τον συναντήσουν.

Κοσμοπολίτης, ευαίσθητος, ευγενής, πολυταξιδεμένος και πολυμαθής, μα πάνω από όλα γαστρίμαργος, εμμονικός με το φαγητό με το οποίο συνδέει τα πάντα στη ζωή του – εκτός ίσως από το αναγκαστικό επάγγελμα του καθηγητή των Οικονομικών στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος (Deree College) -, ξαφνιάζει με το χιούμορ του που γίνεται γκροτέσκο και υπονομευτικό, κυρίως όμως με τον αυτοσαρκασμό του: «Πήρα το αρνί – τέρας στα χέρια μου και άρχισα να παλεύω μαζί του. Του ‘βγαλα τα σπλάχνα, μου ‘βγαλε την ψυχή. Αισθάνθηκα σαν γενίτσαρος που σούβλιζε τον Καραϊσκάκη. Ξεπερνώντας τα ανάμεικτα συναισθήματα αηδίας, οίκτου και βουκολικού σεξ, που περνούσαν αυθόρμητα από το μυαλό μου, του έδεσα με συρματάκι τα ποδαράκια, τα χεράκια, το κεφαλάκι, τη ραχοκοκαλίτσα και όλα τα υπόλοιπα αρνίσια υποκοριστικά, το άλειψα με λάδι και αλατοπίπερο, κι έτσι σιδεροδέσμιο το παρέδωσα στις φλόγες» γράφει αναφερόμενος σε μια αποτυχημένη προσπάθεια ψησίματος οβελία.

Τιμά με απέραντη τρυφερότητα τους αγαπημένους του, φίλους και συγγενείς, και βέβαια όλους εκείνους που τον μύησαν στα μυστικά της γεύσης. Τη μάνα του την Αλέγκρα – Αλίκη, με τα ανεπανάληπτα μπουρεκάκια και τις τρούφες της, τον πάντα κομψό πατέρα του, Ραφαήλο, που έμεινε με το όνομα της Αντίστασης Κώστας Μακρής, τον Λεόν, τον λατρεμένο του αδελφό, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένο το βιβλίο. «Αλμπερτίιικο, πού είσαι mi alma (ψυχή μου, στα σεφαραδίτικα);» τον φώναζε «με τη χαρακτηριστική μουσική και μακρόσυρτη προφορά των παλιών Εβραίων της Θεσσαλονίκης» η μάνα του η Αλέγκρα όταν τον έχανε. Την πρώτη φορά την έπιασε πανικός, μετά ήξερε όμως ότι η «ξανθιά τροφαντή μπαλίτσα», της που γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1950, ήταν μπροστά στην παγωνιέρα του Μπάμπη και της Μαρίας, των γειτόνων με τους οποίους μοιραζόντουσαν την αυλή στην οδό Ρόδου, πάνω από τις γραμμές του τρένου, στην Αχαρνών. Εχωνε τη μούρη του στα ζουμερά γεμιστά της τροφαντής γειτόνισσας και μπουκωνόταν με τις μελωμένες μελιτζάνες με το κρέας για να τιμήσει την υψηλή μαγειρική της.

Λίγο αργότερα, όταν η οικογένεια επέστρεψε στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, οι χαμάληδες στα Λαδάδικα θα γινόντουσαν οι καλύτεροί του φίλοι. Θα τον μυούσαν στην «απόλυτη ευδαιμονία του τηγανητού μπακαλιάρου συνοδευμένου με χοντροκομμένες στρογγυλές πατάτες και μπόλικες τσούσκες, καυτερές πιπεριές».

Την ίδια εποχή, εκτός από τη γεύση, ο πεντάχρονος Αλμπέρτος θα ακόνιζε και τη φαντασία του ξαπλωμένος νωχελικά, ως «μπουλούκος πασάς», στο ντιβάνι μιας άλλης γειτόνισσας, της γιαγιάς Ασημίνας – μιας τυπικής μαυροφορεμένης γιαγιάς του Χορτιάτη με τσεμπέρι – κάτω από το κρεμασμένο ύφασμα με τις λαϊκές απεικονίσεις της Γενοβέφας: «Για να περάσει η ώρα, η γιαγιά Ασημίνα μού μάθαινε μουντζούρη, ξερή, πινάκλ και παιχνίδια κάθε λογής, μου αφηγούνταν παραμύθια για βασιλοπούλες και πρίγκιπες που σκότωναν δράκους, για δάση όπου χάνονταν παιδιά και για απάτητα βουνά όπου ζούσαν θεοί και δαίμονες» γράφει.

INFO

Το βιβλίο θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 16 Ιουνίου στις 7.30 μ.μ. στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία