Επί σχεδόν έναν αιώνα, η αιτία της παχυσαρκίας αποδιδόταν σε έναν αμετάβλητο νόμο της φυσικής: τον πρώτο θερμοδυναμικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο «κατά τη διάρκεια μιας θερμοδυναμικής διεργασίας, η μεταβολή στην εσωτερική ενέργεια ενός συστήματος είναι ίση με το αλγεβρικό άθροισμα του ποσού της θερμότητας που απορροφά το σύστημα από το περιβάλλον και του έργου των εξωτερικών δυνάμεων που επιδρούν στο σύστημα».

Οσον αφορά το σωματικό βάρος, με πιο απλά λόγια ο νόμος αυτός σημαίνει ότι αν αφαιρέσουμε από τις θερμίδες που καταναλώνουμε εκείνες που καίει ο οργανισμός μας με κάθε κίνηση και λειτουργία του, θα απομείνουμε με τις θερμίδες που θα αποθηκευτούν στο σώμα.

Ποια σχέση έχει αυτό με την παχυσαρκία; «Επειδή παντού γύρω μας υπάρχουν λαχταριστοί πειρασμοί, τρώμε πάρα πολύ και έτσι καταναλώνουμε πολύ περισσότερες θερμίδες από όσες μπορεί να κάψει ο οργανισμός μας» απαντούσαν επί δεκαετίες οι ειδικοί.

Με βάση αυτή τη λογική, η λύση στο πρόβλημα της παχυσαρκίας μοιάζει απλή: επιστρατεύστε τη δύναμη της θέλησής σας και αρχίστε να τρώτε λιγότερο. Παρότι η συμβουλή αυτή είναι σωστή, στην πράξη αποτυγχάνει παταγωδώς σε ποσοστό άνω του 95% των περιπτώσεων.

«Μήπως λοιπόν κάνουμε κάπου λάθος; Μήπως μπερδεύουμε την αιτία με το αποτέλεσμα;» διερωτώνται –στην εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» –δύο αμερικανοί επιστήμονες, οι οποίοι προχωρούν ένα βήμα παραπέρα τη συλλογιστική τους και θέτουν ένα αιρετικό ερώτημα: «Μήπως τελικά δεν μας παχαίνει το υπερβολικό φαγητό, αλλά μας ωθεί να καταναλώνουμε περισσότερο φαγητό η ίδια η διαδικασία της πάχυνσης;».

Πολλές θερμίδες σε λάθος σημείο

Το ερώτημα δεν είναι παράλογο, σπεύδουν να διευκρινίσουν οι δρες Ντέιβιντ Σ. Λούντβιχ, καθηγητής Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και διευθυντής του Κέντρου Πρόληψης της Παχυσαρκίας στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης, και Μαρκ Ι. Φρίντμαν, αντιπρόεδρος Ερευνας στον οργανισμό πρόληψης και καταπολέμησης της παχυσαρκίας Nutrition Science Initiative.

Οπως υποστηρίζουν οι δύο ειδικοί, όσο περισσότερες θερμίδες «ακινητοποιούνται» στα λιπώδη κύτταρα (ή λιποκύτταρα) του σώματος τόσο λιγότερες είναι άμεσα διαθέσιμες για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του οργανισμού σε ενέργεια. Ετσι, υπάρχει μεν υπερπληθώρα θερμίδων αλλά στη λάθος μεριά, με συνέπεια το σώμα να πρέπει να αυξήσει την κατανάλωση θερμίδων, άρα να ενεργοποιήσει το αίσθημα της πείνας.

Την υπόθεση αυτή οι δρες Λούντβιχ και Φρίντμαν διατυπώνουν αναλυτικά σε δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό «JAMA» (το επίσημο έντυπο της Αμερικανικής Ιατρικής Εταιρείας), με την οποία εξηγούν ότι παράγοντες του περιβάλλοντος έχουν «διδάξει» στα λιπώδη κύτταρα να απορροφούν τα πλούσια σε θερμίδες συστατικά, αφήνοντας τον οργανισμό με έλλειψη θερμίδων. Η έλλειψη αυτή ενεργοποιεί δύο μηχανισμούς: ο εγκέφαλος δίνει εντολή αφενός για αύξηση της κατανάλωσης θερμίδων (και εμείς αισθανόμαστε πείνα), αφετέρου για εξοικονόμηση ενέργειας (και ο μεταβολισμός μας επιβραδύνεται). Μόλις φάμε το πρόβλημα λύνεται προσωρινά, αλλά επιταχύνεται η αύξηση του βάρους. Αντιθέτως, αν κάποιος περιορίσει τις θερμίδες που καταναλώνει, για λίγο θα αντιστρέψει την αύξηση του βάρους, αλλά θα αυξήσει την πείνα και θα επιβραδύνει ακόμα περισσότερο τον μεταβολισμό. Μελέτες έχουν δείξει ότι ούτε καν ο ένας στους έξι ενηλίκους που κάνουν δίαιτα κατορθώνει να διατηρήσει για ένα χρόνο τη μείωση του αρχικού σωματικού βάρους του, της τάξεως του 10%. Αντιθέτως, μελέτες του Πανεπιστημίου Κολούμπια κατέδειξαν ότι ενώ η προσφορά άφθονου φαγητού επιταχύνει τον μεταβολισμό, η μείωση της κατανάλωσης φαγητού από παχύσαρκους και αδύνατους εθελοντές προκαλεί αύξηση της πείνας και… καταποντισμό του μεταβολισμού. Ετσι, το βάρος σύντομα επιστρέφει εκεί από όπου ξεκίνησε.

Η ινσουλίνη

Καλά όλα αυτά, αλλά το φλέγον ερώτημα είναι ένα: τι μπορούμε να κάνουμε; Παρότι είναι επαρκώς τεκμηριωμένο ότι πολλοί βιολογικοί παράγοντες επηρεάζουν την αποθήκευση θερμίδων στα λιπώδη κύτταρα (συμπεριλαμβανομένων των γονιδίων μας, των επιπέδων φυσικής δραστηριότητας, του ύπνου και του στρες), οι δύο επιστήμονες γράφουν ότι κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει η ινσουλίνη –η ορμόνη την οποία παράγει το πάγκρεας και η οποία αυξομειώνει το σωματικό βάρος αναλόγως του αν υπάρχει σε περίσσεια ή σε έλλειψη αντιστοίχως.

Η ποσότητα της ινσουλίνης στον οργανισμό εκ φύσεως αυξάνεται όταν τρώμε υδατάνθρακες, διότι η ορμόνη αυτή είναι απαραίτητη για τη διάσπασή τους. Τα επίπεδα της ινσουλίνης αυξάνονται απότομα και πολύ όταν οι υδατάνθρακες που τρώμε είναι επεξεργασμένοι όπως είναι λ.χ. το λευκό ψωμί, τα λευκά μακαρόνια και δημητριακά για πρωινό, τα γλυκά, τα αναψυκτικά και δημητριακά με ζάχαρη, τα πατατάκια, ακόμα και το λευκό ρύζι. Αντιθέτως, όταν οι υδατάνθρακες είναι ακατέργαστοι, λ.χ. μαύρο ψωμί και γενικότερα δημητριακά ολικής αλέσεως, καφέ ρύζι, φρούτα κ.τ.λ.) ινσουλίνη αυξάνεται βαθμιαία.

Δεδομένου ότι από τη μια η παγκόσμια κατανάλωση επεξεργασμένων υδατανθράκων αυξάνεται διαρκώς και από την άλλη έχουμε συνηθίσει να τσιμπολογάμε ολημερίς, ολοένα περισσότεροι άνθρωποι εμφανίζουν μονίμως υψηλά επίπεδα ινσουλίνης στον οργανισμό τους, με συνέπεια «να διεγείρεται η αποθήκευση θερμίδων στα λιποκύτταρα και να παχαίνουν ασταμάτητα», σύμφωνα με τους δύο γιατρούς.

Τι να κάνουμε

Μπορεί, λοιπόν, μια λύση να είναι ο περιορισμός της κατανάλωσης επεξεργασμένων υδατανθράκων;

Δεν αποκλείεται. Μελέτη, λ.χ., που δημοσιεύθηκε προσφάτως στο «JAMA» και εξέτασε 21 υπέρβαρους και παχύσαρκους νεαρούς ενηλίκους αφού έχασαν το 10%-15% του αρχικού σωματικού βάρους τους, έδειξε ότι παρότι όλοι προσλάμβαναν τις ίδιες θερμίδες από τα διαιτολόγια που ακολουθούσαν, όσοι έτρωγαν τους λιγότερους υδατάνθρακες έκαιγαν καθημερινά σχεδόν 325 περισσότερες θερμίδες, σε σύγκριση με όσους είχαν περιορίσει τα λίπη στη διατροφή τους.

Το 2008 και το 2010, εξάλλου, δύο άλλες μελέτες έδειξαν ότι ο περιορισμός των επεξεργασμένων υδατανθράκων παρέχει σημαντικά οφέλη σε σύγκριση με τις κλασικές δίαιτες που συνιστούν μείωση κυρίως των λιπαρών στη διατροφή.

Ωστόσο για να θεωρηθεί αυτό σίγουρο, «πρέπει να διεξαχθούν μεγάλες, ειδικά σχεδιασμένες μελέτες που θα ελέγξουν τη θεωρία μας», γράφουν στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» οι δρες Λούντβιχ και Φρίντμαν.

Μέχρις ότου γίνει αυτό, δεν βλάπτει να δοκιμάσετε τη θεωρία τους αντικαθιστώντας οτιδήποτε επεξεργασμένο τρώτε με την ακατέργαστη μορφή του, δηλαδή μαύρο ψωμί, δημητριακά ολικής αλέσεως χωρίς ζάχαρη, όσπρια, αναποφλοίωτο (καστανό) ρύζι, λαχανικά και φρούτα (σε συνδυασμό, φυσικά, με ψάρι, αβγά και άπαχο κρέας και γαλακτοκομικά).

Να προτιμάτε επίσης τα ολόκληρα φρούτα από τους χυμούς τους (να αποφεύγετε οπωσδήποτε τους έτοιμους και φρέσκους χυμούς με προσθήκη ζάχαρης) και εάν θέλετε να φάτε μακαρόνια, να διαλέγετε εκείνα με άλευρο ολικής αλέσεως.