Τις συνθήκες υπό τις οποίες γεννήθηκε η λέξη «σοσιαλδημοκρατία» τις γνωρίζουμε χάρη στον Καρλ Μαρξ και ένα μικρό βιβλίο του με τίτλο «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη». Σε αυτό, ο Μαρξ υπενθυμίζει την ανάδυση των σοσιαλιστικών ρευμάτων και πρωτουργών στη Γαλλία. Και περιγράφει έναν από τους πιο σημαντικούς εξ αυτών, τον Πιερ Λερού, άνθρωπο στρατευμένο στην υπεράσπιση του αγώνα του λαού που παίρνει τη μορφή του σοσιαλισμού και του αγώνα για δίκαιο που παίρνει τη μορφή της δημοκρατίας. Προκειμένου να διασφαλιστεί η θεμελιώδης σύγκλιση αυτών των δύο αγώνων, περιγράφει ο Μαρξ παρατηρώντας τη Γαλλία, δημιουργήθηκε ο όρος «σοσιαλδημοκρατία».
Το 1889, στο πλαίσιο των προετοιμασιών για την 100ή επέτειο της «Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη», ο Ζαν Ζορές επιτυγχάνει την αναγέννηση της Διεθνούς, που είχε στο μεταξύ εξαφανιστεί. Θα ονομαστεί Δεύτερη Σοσιαλιστική Διεθνής, αλλά τα κόμματα-μέλη της, το γερμανικό, το αυστριακό, το σουηδικό, θα διατηρήσουν τον τίτλο «σοσιαλδημοκρατικό» που συντηρούν ακόμα και σήμερα. Η συζήτηση έχει λοιπόν κλείσει.
Εξαρχής, οι όροι «σοσιαλισμός» και «σοσιαλδημοκρατία» είναι συνώνυμοι. Την εποχή εκείνη όμως, όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα ασπάζονται έναν μαρξισμό αυστηρά κρατιστικό και συγκεντρωτικό, υπό την επιρροή θεωρητικών όπως ο Καρλ Κάουτσκι. Στη Γαλλία η γραμμή αυτή επιβάλλεται από τον Ζιλ Γκεντ, τον αντίπαλο του Ζαν Ζορές, προφήτη ενός ιδιαίτερα ορθόδοξου μαρξισμού. Θα χρειαστούν ένας αιώνας και δύο παγκόσμιοι πόλεμοι για να λάβει τέλος αυτή η κατάσταση.
Λένιν και Ιταλία
Την περίοδο 1919-1920, ο Λένιν, ένας από τους ηγέτες του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, το οποίο έχει μόλις εδραιώσει την εξουσία του στη Ρωσία, ζητεί από τους συντρόφους του στη Διεθνή να ακολουθήσουν τις ίδιες μεθόδους ώστε να φθάσουν στην «εξουσία της εργατικής τάξης». Το σύνολο των κομμάτων-μελών, πλην δύο, απορρίπτουν την ιδέα με συντριπτική πλειοψηφία. Στην Ιταλία μια σημαντική μειονότητα, το ένα τέταρτο και πλέον του Κόμματος, αποσχίζεται και δημιουργεί το ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Στη Γαλλία όμως συμβαίνει κάτι μοναδικό: στο συνέδριο της Τουρ, το 1920, το Γαλλικό Τμήμα της Εργατικής Διεθνούς (SFIO) αποφασίζει με ποσοστό 80% να μετασχηματιστεί σε Κομμουνιστικό Κόμμα. Και μόνο ένα μειοψηφικό 20% αρνείται, με εκπρόσωπο τον Λεόν Μπλουμ ο οποίος διακηρύττει: «Θα διαφυλάξουμε το παλιό σπίτι».
Ως αντίδραση στις προϋποθέσεις που θέτει ο Λένιν, το κείμενο της Δεύτερης Διεθνούς επιβεβαιώνει την απόλυτη προτεραιότητα που δίνουν οι Σοσιαλιστές στην προφύλαξη της ελευθερίας και απορρίπτει την ανάλυση που θέλει τις συνταγματικές ελευθερίες να είναι πλασματικές, καθότι αστικές, όταν η κοινωνία παραμένει καπιταλιστική. Εχοντας διαχωρίσει πλέον τη θέση τους από τα επαναστατικά κόμματα, τα σοσιαλιστικά κόμματα αποφασίζουν να αλλάξουν εκ βάθρων το σοσιαλιστικό δόγμα. Θα το πράξουν σε γενικές γραμμές προοδευτικά και διακριτικά. Σε τρεις περιπτώσεις, ωστόσο, ο μετασχηματισμός πήρε τη μορφή μιας κρίσης.
Το σουηδικό παράδειγμα
Το 1931, η σουηδική μοναρχία περιελάμβανε ένα συμβουλευτικό Κοινοβούλιο, όπου έδρευε ομάδα βουλευτών που αυτοαποκαλούνταν «σοσιαλδημοκράτες», παρότι ασπάζονταν έναν σκληρό μαρξισμό. Εκείνη τη χρονιά, η κυβέρνηση κατέστειλε με πρωτοφανή βιαιότητα μια απεργία μεταλλωρύχων. Το σκάνδαλο ήταν τέτοιο ώστε στις επόμενες εκλογές το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία. Το πρόγραμμά του ήταν ευρέως βασισμένο στις αρχές του κολεκτιβισμού και της εθνικοποίησης. Στο εξάμηνο, όμως, η κυβέρνηση εξέδωσε ένα παράξενο ανακοινωθέν που έλεγε λίγο-πολύ τα εξής: «Αγαπητοί ψηφοφόροι, η κατάσταση στη Σουηδία είναι πολύ πιο σοβαρή και περίπλοκη από ό,τι μας έλεγαν. Το εκλογικό μας πρόγραμμα είναι ολοφάνερα ακατάλληλο. Το εγκαταλείπουμε. Σε λιγότερο από μήνα θα σας ενημερώσουμε για τις προθέσεις μας». Επειτα από θυελλώδεις συζητήσεις, ανακοινώθηκε ότι η πρώτη προτεραιότητα για τη Σουηδία ήταν η κοινωνική δημοκρατία. «Οσο για το οικονομικό μας πρόγραμμα, οι σοβιετικοί μας γείτονες πειραματίστηκαν συστηματικά με τους προσανατολισμούς που προτιμούσαμε. Αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου πειστικά. Επιμένουμε επί του παρόντος στον περιορισμό της κοινωνικής βαναυσότητας της οικονομίας της αγοράς, κάποιο υποκατάστατο της οποίας δεν γνωρίζουμε». Εξοπλισμένοι με ένα τέτοιο πρόγραμμα, οι σουηδοί σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν όλες τις εκλογές που ακολούθησαν, διατηρώντας την εξουσία για 44 χρόνια. Η Σουηδία είναι σήμερα μία από τις πιο ευημερούσες και γενναιόδωρες κοινωνικά χώρες στον πλανήτη.
Γερμανία και Ισπανία
Το δεύτερο σοκ ήρθε από τη Γερμανία. Το 1945, το SPD αναδημιουργείται. Κανένας από τους ηγέτες του δεν είχε στηρίξει τον ναζισμό, σχεδόν όλοι φυλακίστηκαν, πολλοί σκοτώθηκαν. Αυτή η ανακτημένη τιμή έχει κάτι το ιερό που επεκτείνεται και στο δόγμα, το προ του 1933 δόγμα. Πολύ σύντομα όμως φθάνουν από την Ανατολή μαζικά ακτιβιστές, πολιτικά στελέχη και διανοούμενοι που δραπετεύουν από τον κομμουνισμό. Το μήνυμά τους είναι σαφές: η συλλογική ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής οδηγεί στη δικτατορία. Ετσι, για σχεδόν δύο χρόνια, το κόμμα με το ένα εκατομμύριο μέλη επιδίδεται σε μια έντονη εσωτερική συζήτηση που καταλήγει στο συνέδριο του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, το 1959: απόρριψη της κολεκτιβοποίησης των μέσων παραγωγής και συναλλαγής, ρητή αποδοχή της οικονομίας της αγοράς, υιοθέτηση ενός κοινωνικού προγράμματος με τίτλο κοινωνική οικονομία της αγοράς και στόχο την κοινωνική διόρθωση των αδικιών της οικονομίας αυτής.
Η τρίτη εμπειρία έρχεται από την Ισπανία. Γεννημένο επί δημοκρατίας, το ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, το PSOE, ήταν και αυτό αυστηρά μαρξιστικό. Τα χρόνια του Φράνκο έγινε ακόμη πιο ριζοσπαστικό. Ζώντας εξόριστη, η διοίκησή του διατήρησε την ορθοδοξία της. Στο συνέδριο του 1974 στο Σιρέν της Γαλλίας, ωστόσο, οι σύνεδροι εκλέγουν έναν νέο γενικό γραμματέα, τον νεαρό δικηγόρο Φελίπε Γκονθάλεθ. Μετά τον θάνατο του Φράνκο, ο Γκονθάλεθ αντιλαμβάνεται γρήγορα τα νέα δεδομένα. «Η ισπανική Δεξιά», λέει, «δεν έχει ούτε αδιαφιλονίκητο ηγέτη ούτε πρόγραμμα, είναι ανυπόληπτη, διασπασμένη. Είναι αναπόφευκτο να νικήσουμε το 1982. Θα οργώσω τη χώρα για να την πείσω. Οι ομάδες εργασίες του κόμματος να προετοιμάσουν το πρόγραμμα!». Το 1979, στη διάρκεια μιας ομηρικής συνεδρίασης του πολιτικού γραφείου, ο Γκονθάλεθ επιτίθεται στους συντρόφους του: «Είστε μαρξιστές εσείς, εγώ όχι. Παραιτούμαι αλλά θα είμαι ξανά υποψήφιος στο επόμενο συνέδριο, με διαφορετικό πρόγραμμα». Ο Γκονθάλεθ επανεκλέγεται το 1979 με το νέο του πρόγραμμα και το 53% των ψήφων. Το κόμμα δεν αλλάζει ονομασία. Ο όρος «σοσιαλδημοκρατία» δεν εμφανίζεται στη συζήτηση. Το PSOE αποκηρύσσει όμως κάθε επαναστατική προοπτική, αποδέχεται την οικονομία της αγοράς και την κοινωνική διαπραγμάτευση ως εργαλείο μετασχηματισμού της κοινωνίας, καθώς και την υποχρέωση του κόμματος να ρυθμίσει έναν ασταθή καπιταλισμό και να αποκαταστήσει τις κοινωνικές αδικίες.
Η αλλαγή αυτή είχε πολύ σημαντικά επακόλουθα όχι μόνο στην Ισπανία αλλά και σε όλη τη Διεθνή, ιδιαίτερα στη γειτονική Πορτογαλία. Ο πιο ισχυρός αντίκτυπος όμως καταγράφεται ενδεχομένως στην Ιταλία: το τοπικό Σοσιαλιστικό Κόμμα βρισκόταν σε πλήρη αποσύνθεση λόγω διαφθοράς. Ηταν το μεγάλο ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα αυτό που σταδιακά, διακριτικά μετασχηματίστηκε σε μια πραγματική δημοκρατική δύναμη α λα γερμανικά ή σκανδιναβικά. Και όταν έκρινε απαραίτητη την αλλαγή του ονόματός του – αντί του βαρέος «Κομμουνιστικό Κόμμα» – επέλεξε να μετονομαστεί σε «Κόμμα της Αριστεράς».
Η γαλλική εξαίρεση
Στη μέση αυτού του ανεμοστρόβιλου, η Γαλλία ακολουθεί τη δική της μοναχική πορεία. Με τη σημερινή μορφή του, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ιδρύθηκε το 1969, διαδεχόμενο το Γαλλικό Τμήμα της Εργατικής Διεθνούς. Δύο χρόνια αργότερα, εκλέγεται πρώτος γραμματέας ο Φρανσουά Μιτεράν. Αυτός αρχίζει διαπραγματεύσεις που καταλήγουν στη σύνταξη και την υπογραφή, το 1972, του «κοινού κυβερνητικού προγράμματος» της Αριστεράς, αναφανδόν υπέρ των εθνικοποιήσεων. Οι Σοσιαλιστές συνεχίζουν τη μάχη ενάντια «στους σοσιαλδημοκράτες», που θεωρούνται ένοχοι προσχώρησης στην οικονομία της αγοράς.
Ολόκληρος ο πλανήτης αναγνωρίζει ουσιαστικά πως ο σοσιαλισμός έχει διαχωρίσει ξεκάθαρα τη θέση του από τον κομμουνισμό, και θέλει να εμφανίζεται ως ρυθμιστής και διορθωτής μιας οικονομίας της ελεύθερης επιχείρησης. Ολοι εκτός από τη Γαλλία – όπου πάντως ο ευρωπαϊκός σοσιαλισμός αρχίζει να επηρεάζει όλο και περισσότερο τους προσανατολισμούς και τον λόγο του Κόμματος.
Από τον Μιτεράν στον Ολάντ
Το 1981, ο Μιτεράν έγινε ο πρώτος σοσιαλιστής πρόεδρος της Γαλλίας. Ατυχώς, η πραγματικότητα αντιστάθηκε στην οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε. Τρεις υποτιμήσεις μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, ευρείες εθνικοποιήσεις χωρίς κανένα οικονομικό ή κοινωνικό αποτέλεσμα, αύξηση της ανεργίας και ένα καταστροφικό ισοζύγιο πληρωμών. Την άνοιξη του 1983, ο Μιτεράν αποφασίζει αλλαγή πλεύσης: τρίτη υποτίμηση, δημοσιονομική λιτότητα, διατήρηση της Γαλλίας και του φράγκου στο ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα. Η ουσία έχει αποφασιστεί. Κανείς δεν τη λέει όμως με το όνομά της. Παρουσιάστηκε ως προσωρινό μέτρο και έχασε κάθε παιδαγωγική ισχύ.
Ηδη από τον Οκτώβριο του 1981, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε υιοθετήσει, στο συνέδριο της Βαλένς, τη θέση του Ζαν Ποπρέν πως η ιστορία προοδεύει με τον «κοινωνικό συμβιβασμό» πολύ περισσότερο από ό,τι με την επανάσταση. Σιγά σιγά, το κόμμα ξέχασε την πάλη των τάξεων, το ταξικό μέτωπο, τις εθνικοποιήσεις. Σύσφιξε τις σχέσεις του με τους ευρωπαίους εταίρους του, βρήκε χωρίς καμία δογματική δυσκολία τη θέση του μέσα σε μία κοινή «σοσιαλιστική» ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ομως οι λέξεις «οικονομία της αγοράς» και «σοσιαλδημοκρατία» εξακολουθούν να προκαλούν φόβο. Το 2008, προχώρησε σε νέα διακήρυξη αρχών, την πέμπτη μέσα σε έναν αιώνα. Είναι μακράν η πιο συνεκτική από όλες. Το Κόμμα παραμένει «σοσιαλιστικό», οι Σοσιαλιστές δηλώνουν όμως μεταρρυθμιστές, με στόχο τη σταθεροποίηση και την κοινωνική βελτίωση της οικονομίας της αγοράς. Και πάλι, πολλοί δεν τολμούν καν να κατονομάσουν τον καπιταλισμό, από φόβο ενδεχομένως μήπως πυροδοτήσουν μια αρνητική αντίδραση, αφού βρίσκονται εντός του και τον διαχειρίζονται, χωρίς να κατορθώνουν εντούτοις να τον διορθώσουν τόσο καλά όσο οι Σουηδοί.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ολάντ βρέθηκε ξαφνικά μπερδεμένος σε έναν προσωπικό και πολιτικό κυκεώνα – τόσο που ο Τύπος τον κάλεσε να πει επιτέλους ποιος είναι. Και τότε, κάτω από τους καυτούς προβολείς της επικαιρότητας, δήλωσε: «Είμαι σοσιαλδημοκράτης». Ετσι, καταλήγει ο Ροκάρ, λύθηκε επιτέλους μια παρεξήγηση που κράτησε έναν αιώνα και μπήκε τέλος στην τραγική κρίση ταυτότητας του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, μέχρι που ανέλαβε πρωθυπουργός ο Βαλς, ανακοινώθηκε βαρύ πρόγραμμα λιτότητας και ξεκίνησε μία νέα εσωκομματική κρίση…